Η Ρωσία και οι προκλήσεις της επόμενης μέρας στην Ουκρανία
Το κοινό ανακοινωθέν της συνόδου των G7 επανέλαβε, όπως ήταν αναμενόμενο, για την αμέριστη συμπαράσταση και υποστήριξη στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης της δέσμευσης ότι θα διατεθούν περίπου 50 δισεκατομμύρια δολάρια από το εισόδημα που προκύπτει από τις διακρατημένες ρωσικές τοποθετήσεις σε δυτικές τράπεζες.
Στην πραγματικότητα αυτό που κάνουν είναι να αντιμετωπίζουν τα περίπου 260 δισεκατομμύρια δολάρια ρωσικών κρατικών καταθέσεων στο εξωτερικό ως εχέγγυο για ένα δάνειο των ΗΠΑ στην Ουκρανία που τελικά θα χρησιμοποιηθεί για να χρηματοδοτηθεί η δυτική στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία. Και παρότι οι χώρες του G7 αποφεύγουν να πουν ότι θα κατάσχουν πλήρως τις ρωσικές κρατικές τοποθετήσεις στο εξωτερικό, γιατί γνωρίζουν ότι αυτό θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου ως προς το πώς αντιμετωπίζονται παγκοσμίως τέτοιες τοποθετήσεις, όμως ουσιαστικά πλησιάζουν πολύ σε αυτό.
Με δεδομένες τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι χώρες της Δύσης αλλά και τις απαιτήσεις του τρέχοντος πολιτικού και εκλογικού κύκλου, που περιλαμβάνουν από τη συγκρότηση των οργάνων της ΕΕ έως τις εκλογές στις ΗΠΑ, είναι αδύνατο να υπάρξει μια αλλαγή στάσης απέναντι στην Ουκρανία. Όμως, την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι αυτή η προσπάθεια να βρεθεί μια σταθερή χρηματοδότηση των ουκρανικών πολεμικών επιχειρήσεων δύσκολα θα αλλάξει τον συσχετισμό στα πεδία των μαχών, ακόμη και εάν συνοδευτεί με μεγαλύτερες δυνατότητες πληγμάτων εντός της Ρωσίας.
Δηλαδή, η Δύση δείχνει να επιμένει σε μια στοχοθεσία για τον πόλεμο στην Ουκρανία, αυτή που συγκεφαλαιώνεται στην ήττα της Ρωσίας και την κατοχύρωση ουκρανικής κυριαρχίας στα σύνορα του 2014, η οποία ολοένα και περισσότερο απομακρύνεται από την έννοια του εφικτού.
Από την άλλη μεριά, η ίδια η Ρωσία κάνει σαφές ότι οι όροι για την ειρήνη δεν μπορούν παρά να κατοχυρώνουν έναν χαρακτήρα σαφούς ήττας της Ουκρανίας, τερματισμού κάθε σχεδίου για ένταξη στο ΝΑΤΟ, και αναγνώρισης των αλλαγών στα σύνορα που έχουν κατοχυρωθεί στο πεδίο των μαχών.
Ακόμη περισσότερο, η Ρωσία επιμένει να θέλει να φέρει αυτό που ορίζει ως το «καθεστώς του Κιέβου» στην πλήρη κατάρρευση και παράλληλα με την επίσημη κατοχύρωση των εδαφών που έχει κερδίσει τη δημιουργία μιας «υγειονομικής ζώνης» στα δυτικά της σύνορα που θα μπορούσε να φτάσει έως τα σύνορα της Ουκρανίας με την Πολωνία.
Την ίδια στιγμή η Ρωσία είναι σαφές ότι προβάλλει όχι μόνο τη δική της πυρηνική δύναμη, δηλαδή το γεγονός ότι παραμένει μαζί με τις ΗΠΑ μια πυρηνική υπερδύναμη, ικανή για πλήρη καταστροφή του αντιπάλου, αλλά και ικανή να έχει και συμμαχίες με άλλες πυρηνικές δυνάμεις, όπως για παράδειγμα τη Βόρεια Κορέα, την οποία επισκέπτεται ο Βλαντιμίρ Πούτιν για να υπογραμμίσει ότι έχει και συμμαχίες και ένα εύρος επιλογών.
Ούτε είναι τυχαία και η ρητορική περί «ασύμμετρης απάντησης» που έχει επιλεγεί από τη ρωσική πλευρά απέναντι στο ενδεχόμενο επιθέσεων στο ρωσικό έδαφος από δυτικά όπλα που στον χειρισμό τους θα συμμετέχει και δυτικό προσωπικό, μια κίνηση που είχε αποφευχθεί ακόμη και στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Ο ρωσικός στρατηγικός υπολογισμός
Ουσιαστικά, η ρωσική πλευρά δείχνει να προσπαθεί στον στρατηγικό της υπολογισμό αλλά και την ρητορική της να συνδυάσει δύο στοιχεία. Από τη μία, να προτείνει αυτό που μια «παραδοσιακή» διπλωματική προσέγγιση θα υποδείκνυε, δηλαδή την αποδοχή των τετελεσμένων και την προσπάθεια αποκλιμάκωσης με αυτή την αφετηρία.
Από την άλλη, να δείχνει ότι εάν υπάρξει κλιμάκωση από την πλευρά της Δύσης ότι δεν θα διστάσει να δοκιμάσει επίσης μορφές κλιμάκωσης ακόμη και εάν αυτές αλλάζουν πλήρως τους όρους του παιχνιδιού. Την ίδια στιγμή, προφανώς, εξακολουθεί να στηρίζεται σε δύο βασικές παραμέτρους: η μία είναι ότι στο πεδίο των μαχών και στον πόλεμο φθοράς που είναι η μορφή που έχει πάρει η σύγκρουση έχει σαφώς το πάνω χέρι έχοντας πρωτίστως μεγαλύτερη ικανότητα να παράγει πυρομαχικά και εξοπλισμό, την ώρα που ύστερα από μεγάλες απώλειες η ουκρανική πλευρά δυσκολεύεται να έχει πλήρη αναπλήρωση των δικών της δυνάμεων.
Η άλλη ότι πέραν των πεδίων των μαχών, ένα πολύ μεγάλο μέρος του πλανήτη αρνείται τον δρόμο των κυρώσεων και εξακολουθεί να συναλλάσσεται με τη Ρωσία, πρώτα και κύρια η Κίνα αλλά και μια σειρά από άλλες χώρες.
Ουσιαστικά, το μήνυμα που στέλνει διαρκώς είναι αυτό της αποδοχής του συσχετισμού που έχει διαμορφωθεί και της αποφυγής περαιτέρω αιματοχυσίας, καταστροφών όπως και της αποτροπής μιας ακόμη μεγαλύτερης κλιμάκωση με όρους που θα ενέπλεκαν συνολικά το ΝΑΤΟ και θα έδιναν στη σύγκρουση χαρακτήρα παγκόσμιο.
Η στάση της Ευρώπης
Μόνο που αυτό το μήνυμα προσκρούει πάνω στο γεγονός ότι ιδίως στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή είναι πρακτικά αδύνατο για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αλλάξουν πορεία, δεδομένου του τρόπου και του βάθους της δέσμευσής τους στην υποστήριξη της Ουκρανίας και του πώς χειρίστηκαν την κοινή γνώμη όλο το προηγούμενο διάστημα.
Αυτό, ανεξαρτήτως σχεδιασμού, κάνει την ευρωπαϊκή πολιτική ιδίως, να μετατοπίζεται διαρκώς προς την προοπτική μιας ατέρμονης σύγκρουσης χωρίς κανένα ενδεχόμενο διαπραγμάτευσης, με όλο τον κίνδυνο μιας γενικευμένης σύγκρουσης που αυτό συνεπάγεται.
Αυτό για τη ρωσική πλευρά, που εξακολουθεί να σκέφτεται ακόμη με όρους πιο κλασικού «γεωπολιτικού ρεαλισμού» μια αχαρτογράφητη συνθήκη μιας σύγκρουσης που θα τροφοδοτείται όχι από μια προσπάθεια αλλαγής του συσχετισμού δύναμης αλλά από έναν τρόπο σκέψης που προκρίνει τη συνέχιση και κλιμάκωση της σύγκρουσης ως τη μόνη διέξοδο, ανεξαρτήτως του εάν διαμορφώνει συσχετισμό ή όχι.
in.gr