Η κυβέρνηση Τραμπ, τόσο δημόσια όσο και παρασκηνιακά, δείχνει ότι δεν θεωρεί τη Ρωσία ως κυβερνοαπειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ ή για τις κρίσιμες υποδομές, σηματοδοτώντας μια ριζική απομάκρυνση από τις διαχρονικές εκτιμήσεις των υπηρεσιών πληροφοριών.
Η αλλαγή αυτή θα μπορούσε να καταστήσει τις ΗΠΑ ευάλωτες σε επιθέσεις χάκινγκ από τη Ρωσία, όπως προειδοποίησαν ειδικοί, ενώ φαίνεται να αντικατοπτρίζει τη «σύσφιξη» των σχέσεων μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Ρώσου προέδρου, Βλαντίμιρ Πούτιν.
Η Liesyl Franz, αναπληρώτρια βοηθός υπουργού για τη διεθνή κυβερνοασφάλεια στο υπουργείο Εξωτερικών, δήλωσε σε ομιλία της την περασμένη εβδομάδα ενώπιον μιας ομάδας εργασίας του ΟΗΕ για την κυβερνοασφάλεια ότι οι ΗΠΑ ανησυχούν για απειλές που προέρχονται από ορισμένα κράτη, αλλά ανέφερε μόνο την Κίνα και το Ιράν, χωρίς καμία αναφορά στη Ρωσία. Η Franz δεν ανέφερε την ομάδα ransomware LockBit, η οποία εδρεύει στη Ρωσία και την οποία οι ΗΠΑ έχουν χαρακτηρίσει ως τη μεγαλύτερη ομάδα ransomware στον κόσμο, ενώ στο παρελθόν έχει γίνει αναφορά σε αυτήν σε φόρουμ του ΟΗΕ.
Σε αντίθεση με τη δήλωση της Franz, εκπρόσωποι συμμάχων των ΗΠΑ στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο επικεντρώθηκαν στην απειλή που προέρχεται από τη Μόσχα, με το Ηνωμένο Βασίλειο να τονίζει ότι η Ρωσία χρησιμοποιεί επιθετικές και κακόβουλες κυβερνοεπιθέσεις κατά της Ουκρανίας, παράλληλα με την παράνομη εισβολή της.
Η αλλαγή πολιτικής των ΗΠΑ έχει επίσης παρουσιαστεί πίσω από κλειστές πόρτες. Ένα πρόσφατο υπόμνημα στην Υπηρεσία Κυβερνοασφάλειας και Ασφάλειας Υποδομών (CISA), η οποία αποτελεί μέρος του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας και παρακολουθεί τις κυβερνοαπειλές κατά των κρίσιμων υποδομών των ΗΠΑ, όρισε νέες προτεραιότητες για την υπηρεσία. Η νέα οδηγία περιλάμβανε την Κίνα και την προστασία των τοπικών συστημάτων, αλλά δεν ανέφερε τη Ρωσία.
Ένα άτομο που γνωρίζει το θέμα και μίλησε στον Guardian υπό την προϋπόθεση της ανωνυμίας, δήλωσε ότι οι αναλυτές της υπηρεσίας ενημερώθηκαν προφορικά πως δεν πρέπει να παρακολουθούν ή να αναφέρουν απειλές από τη Ρωσία, παρόλο που αυτό αποτελούσε προηγουμένως κύριο τομέα εστίασης της υπηρεσίας. Το ίδιο άτομο ανέφερε ότι εργασία που σχετιζόταν με τη Ρωσία «ουσιαστικά σταμάτησε».
«Η Ρωσία και η Κίνα είναι οι μεγαλύτεροι αντίπαλοί μας. Με όλες τις περικοπές που γίνονται σε διάφορες υπηρεσίες, πολλοί επαγγελματίες της κυβερνοασφάλειας έχουν απολυθεί. Τα συστήματά μας δεν θα προστατευτούν και οι αντίπαλοί μας το γνωρίζουν αυτό», δήλωσε το ίδιο άτομο. Πρόσθεσε επίσης: «Ο κόσμος λέει ότι η Ρωσία κερδίζει. Ο Πούτιν βρίσκεται πλέον στο εσωτερικό σύστημα».
Οι New York Times ανέφεραν επίσης ότι η κυβέρνηση Τραμπ έχει επανατοποθετήσει αξιωματούχους της CISA που ήταν υπεύθυνοι για την προστασία των εκλογών από κυβερνοεπιθέσεις και άλλες προσπάθειες διατάραξης της διαδικασίας ψηφοφορίας. Άλλο άτομο, που προηγουμένως είχε εργαστεί σε κοινές ομάδες εργασίας των ΗΠΑ με υψηλό επίπεδο διαβάθμισης για την παρακολούθηση και καταπολέμηση των ρωσικών κυβερνοαπειλών, χαρακτήρισε την εξέλιξη ως «πραγματικά σοκαριστική».
«Χιλιάδες υπάλληλοι της κυβέρνησης των ΗΠΑ και στρατιωτικό προσωπικό εργάζονται καθημερινά για να αντιμετωπίσουν τη μαζική απειλή που αντιπροσωπεύει η Ρωσία ως πιθανώς ο πιο σημαντικός κρατικός φορέας απειλών. Χωρίς να μειώνεται η σημασία της Κίνας, του Ιράν ή της Βόρειας Κορέας, η Ρωσία είναι τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο με την Κίνα όσον αφορά την κυβερνοαπειλή», δήλωσε το άτομο.
Συμπλήρωσε επίσης: «υπάρχουν δεκάδες διακριτές ομάδες χάκερ που υποστηρίζονται από το ρωσικό κράτος και έχουν ως αποστολή είτε να προκαλέσουν ζημιές σε κυβερνητικούς, υποδομικούς και εμπορικούς στόχους των ΗΠΑ, είτε να διεξάγουν επιχειρήσεις κλοπής πληροφοριών με βασικό στόχο τη διατήρηση μόνιμης πρόσβασης σε συστήματα υπολογιστών».
Η CISA δεν απάντησε αρχικά στο αίτημα της Guardian για σχολιασμό. Λίγες ώρες μετά τη δημοσίευση του σχετικού άρθρου, διέψευσε ότι το υπόμνημα «προερχόταν από την κυβέρνηση Τραμπ». «Η CISA παραμένει δεσμευμένη στην αντιμετώπιση όλων των κυβερνοαπειλών κατά των κρίσιμων υποδομών των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων αυτών από τη Ρωσία. Δεν υπήρξε καμία αλλαγή στη στάση ή τις προτεραιότητές μας σε αυτό το μέτωπο», δήλωσε η εκπρόσωπος του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας, Tricia McLaughlin.
Οι ΗΠΑ προειδοποιούν εδώ και χρόνια ότι η Ρωσία αποτελεί κυβερνοαπειλή για τις κρίσιμες υποδομές τους, συμπεριλαμβανομένης της ετήσιας εκτίμησης απειλών που δημοσιεύουν οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών. Η περσινή έκθεση ανέφερε ότι η Ρωσία αποτελεί μια «διαρκή παγκόσμια κυβερνοαπειλή», ακόμα και αν έχει δώσει προτεραιότητα στις κυβερνοεπιχειρήσεις κατά της Ουκρανίας. Σύμφωνα με την έκθεση, η Μόσχα «θεωρεί τις κυβερνοεπιθέσεις ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής για να επηρεάζει τις αποφάσεις άλλων κρατών και συνεχώς εξελίσσει και χρησιμοποιεί τις δυνατότητές της στον τομέα της κατασκοπείας, της επιρροής και των επιθέσεων σε μια σειρά από στόχους». Επιπλέον, η Ρωσία είναι ικανή να στοχεύσει κρίσιμες υποδομές και βιομηχανικά συστήματα ελέγχου τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε συμμαχικές και εταίρες χώρες.