«Δεν μπορούμε να μιλάμε για ποδόσφαιρο» δήλωσαν όλοι σχεδόν οι διεθνείς μετά τη νίκη της εικοσαετίας επί της Αγγλίας. Οξύμωρο. Είναι αδύνατο να ειπωθεί οτιδήποτε για μία από τις καλύτερες, αν όχι την καλύτερη εμφάνιση της Εθνικής Ελλάδος. Έτσι είναι όμως η ζωή. Το ποδόσφαιρο δεν σε κάνει σούπερ – ήρωα. Είναι απλά μία πτυχή, μία ασχολία στη ζωή του ανθρώπου.
Ο Τζορτζ Μπάλντοκ δεν είναι πια κοντά μας και οι συμπαίκτες του τον τίμησαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Όσο παρήγορο μπορεί να είναι αυτό. Ουδείς υστέρησε. Δεν θα μπορούσε άλλωστε. Κυρίως για το τραγικό γεγονός και δευτερευόντως για το κύρος της συμμετοχής σε αγώνα στο εμβληματικό «Γουέμπλεϊ». Σε διαφορετική περίπτωση άπαντες θα μιλούσαν με ενθουσιασμό και μόνο για την παρουσία στο «ναό» του ποδοσφαίρου και το μεγάλο παιχνίδι απέναντι στην Αγγλία.
Ακόμη και σε περίπτωση ήττας, που κακά τα ψέματα όλοι εκτός αποδυτηρίων την θεωρούσαν δεδομένη. Όχι όμως οι «στρατιώτες» του Ιβάν Γιοβάνοβιτς. Όσο μπορούμε να το δούμε καθαρά αγωνιστικά ο καθένας που πάτησε το πόδι του στο χορτάρι απέναντι στα εμπορικά ονόματα των Άγγλων έκανε κατάθεση ψυχής και ως αποτέλεσμα αυτού, έπιασε την απόλυτη απόδοση.
Ας μας συγχωρήσουν οι υπόλοιποι, αλλά εκείνος που άγγιξε το τέλειο ήταν ο Λάζαρος Ρότα. Ο 27χρονος δεξιός μπακ θα θυμάται το συγκεκριμένο παιχνίδι φυσικά για την τεράστια νίκη, αλλά και για την εμφάνιση καριέρας που έκανε. Ήταν απλά απροσπέλαστος. Όσοι βρέθηκαν απέναντι του δεν κατάφεραν ποτέ να τον αφήσουν πίσω τους. Κανείς. Γκόρντον, Ρίκο Λιούις, Μαντουέκε έπεσαν πάνω σε… βράχο, ενώ όταν χρειάστηκε να επέμβει πιο κεντρικά, το έκανε με μεγάλη επιτυχία απέναντι σε Τζουντ Μπέλιγχαμ και Ντέκλαν Ράις.
Το έφερε και το παιχνίδι έτσι, που να απαιτείται ατελείωτο τρέξιμο, συνεχείς αλληλοκαλύψεις και σωστές μεταβιβάσεις. Ήταν απαραίτητες οι «ταχυδακτυλουργικές» κινήσεις όλων και ο Ρότα ήταν άψογος. Σε όλα τα μήκη και πλάτη του γηπέδου. Έκλεισε σωστά τους χώρους και συνέβαλε καθοριστικά στην ανακοπή των επελάσεων των αντιπάλων.
Το θέμα εδώ είναι ότι αυτός είναι πια ο Λάζαρος! Ένας άκρως βελτιωμένος ποδοσφαιριστής, ο πιο εξελιγμένος Έλληνας βάσει του πως παρουσιάστηκε στο ελληνικό κοινό. Πρώτος τον σύστησε ο Τζον Φαν Σχιπ το 2020, όταν τον κάλεσε στην Εθνική ομάδα και προκάλεσε φυσικά την «έκρηξη» αρνητικών σχολίων. Ήταν ένα άγνωστο παιδί που έκανε τα πρώτα του βήματα στον Ηρακλή, πέρασε από την δεύτερη κατηγορία της Σλοβακίας και έφτασε μέχρι τη Φορτούνα Σιτάρντ της Ολλανδίας. Άριστος γνώστης της αγοράς, ο τότε ομοσπονδιακός προπονητής του έδωσε την ευκαιρία και εκείνος την άρπαξε από τα μαλλιά.
Ελεύθερος το 2021 έγινε παίκτης της ΑΕΚ και από τότε μέχρι σήμερα έχει κάνει τεράστια άλματα προόδου. Αμφισβητήθηκε αφού το επίπεδο του δεν ήταν το επιθυμητό. Κατάφερε όμως μέσα από τη σκληρή δουλειά να καθιερωθεί τόσο στον «Δικέφαλο» όσο και στην «γαλανόλευκη».
«Θα μάθω να βγάζω καλές σέντρες» είχε πει σε συμπαίκτη του σε κάποια προπόνηση του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος και μόλις δύο Κυριακές πριν έκανε μία συστημένη για το κεφάλι του Φραντζί Πιερό στη νίκη επί του Παναθηναϊκού. Για να φτάσει εδώ, χρειάστηκε τον δάσκαλό του. Ο Ματίας Αλμέιδα αποδείχθηκε ευεργετικός για τον ίδιο, αφού τον έβαλε σε… καλούπι και τον κατατόπισε τακτικά. Το πιο σημαντικό στην εξέλιξη ενός ποδοσφαιριστή.
Εφόσον το κατάφερε σημαντικά στην πρώτη σεζόν του νταμπλ, δεν υπήρχε επιστροφή. Ο Ρότα δούλεψε το σώμα του, έβαλε νέα στοιχεία στο παιχνίδι του όπως ο συνδυασμός στο επιθετικό τρίτο, θυμηθείτε συνεργασίας όπως στο γκολ του Πόνσε επί του Ολυμπιακού στην αρχή περασμένης σεζόν. Ανέβασμα, συνδυασμός, ατομική ενέργεια και ασίστ. Όλα τα απαραίτητα στοιχεία ενός σύγχρονου μπακ σε μία φάση.
Ο ποδοσφαιριστής της ΑΕΚ βελτίωσε τις σέντρες του, πατάει περιοχή, είναι ταχύτατος και διαβάζει πολύ καλά το παιχνίδι και τον εκάστοτε αντίπαλο. Αυτό τον βοήθησε να ανταπεξέλθει στο κορυφαίο επίπεδο και την αναμέτρηση με την Αγγλία. Απέναντι σε υψηλής έντασης αντιπάλους, με το στοιχείο του απρόβλεπτου, με χαρακτηριστικά σαφώς διαφορετικά από αυτά των παικτών που αντιμετωπίζει στην Ελλάδα.
Ο Λάζαρος ήρθε στην Ελλάδα ως ένας ποδοσφαιριστής που χρειάζεται αρκετή δουλειά και μέσα από τους αγώνες και την δική του συγκέντρωση στο παιχνίδι, κατάφερε να γίνει απαραίτητο «γρανάζι» στη μηχανή του «Πελάδο», αλλά και των ομοσπονδιακών προπονητών. Αναλογικά με τις συνθήκες είναι αυτή τη στιγμή ο πιο βελτιωμένος Έλληνας παίκτης.
Πηγή: Goal News