Ο Ντόναλντ Τραμπ πριν ακόμη εισέλθει εκ νέου στον Λευκό Οίκο επισήμως ως ένοικος για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, έχει αρχίσει να προετοιμάζει το έδαφος για τις αλλαγές που σκοπεύει να επιφέρει.
Του Μανώλη Καλατζή
Για το εσωτερικό, έχει ξεκαθαρίσει πως θα ξεκινήσει με το μεταναστευτικό, απελαύνοντας χιλιάδες αλλοδαπούς που έχουν εισέλθει και παραμένουν παράνομα στις ΗΠΑ και θα επικεντρωθεί στην αντι-woke πολιτική, που σημαίνει αποδόμηση της λεγόμενης πολιτικής ορθότητας, αλλά με όρους που εννοεί ο Τραμπ και οι ακραίοι υποστηρικτές του.
Advertisement
Ωστόσο, οι ΗΠΑ παραμένουν η πλέον ισχυρή χώρα του πλανήτη με επίδραση στις διεθνείς σχέσεις που μπορούν να αλλάξουν ισορροπίες και να ανατρέψουν πολιτικές.
Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, τα τρία ακανθώδη θέματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο Ντόναλντ Τραμπ είναι:
- Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία με τις προεκτάσεις της στην ευρωπαϊκή ασφάλεια και στη λειτουργία του ΝΑΤΟ.
- Η κρίση στη Μέση Ανατολή, με τον πόλεμο Ισραήλ – Χαμάς, Χεζμπολάχ, Χούθι και τη γενεσιουργό αιτία του που είναι η πολιτική του Ιράν.
- Η αντιπαράθεση με την Κίνα, με λογικές ενός πραγματικού οικονομικού πολέμου.
Τάσεις απομόνωσης
Ο Ντόναλντ Τραμπ, όπως και στη πρώτη του θητεία θα στοχεύσει στην όσο το δυνατόν μικρότερη παρέμβαση στις διεθνείς υποθέσεις, αν αυτές δεν επηρεάζουν σε οικονομικό επίπεδο τις ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει περιορισμό της επίδρασης των ΗΠΑ και παραχώρηση ευχέρειας στη Ρωσία και σε περιφερειακές δυνάμεις να λειτουργήσουν με περισσότερη άνεση, αποκτώντας πλεονεκτήματα τα οποία σήμερα δεν μπορούν να προσεγγίσουν.
Η πολιτική αυτή ενδεχομένως θα απομακρύνει τις ΗΠΑ από τους φυσικούς συμμάχους της στην Ευρώπη, κάτι που ίσως δημιουργήσει νέες ισορροπίες, οι οποίες μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις για την Ουάσιγκτον και θετική προοπτική για τις Βρυξέλλες. Το σίγουρο είναι πως θα λειτουργήσουν ενθαρρυντικά προς τη Μόσχα, η οποία θα βρει χώρο για να ξαναμπεί στο διεθνές παιχνίδι, καθώς οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί λόγω της εισβολής στην Ουκρανία, την αναγκάζουν να περιοριστεί στις ασιατικές και αφρικανικές αγορές με τις οποίες μπορεί ακόμα να συναλλάσσεται.
Παρά το ότι ο Τραμπ έχει τον πρώτο λόγο για την κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, η γραφειοκρατία του State Department και του Πενταγώνου, παίζουν καθοριστικό ρόλο, αφού διαχειρίζονται σχέσεις που χτίζονται εδώ και δεκαετίες και είναι δύσκολο αν όχι αδύνατον να θυσιαστούν σε αυτή την τάση περιχαράκωσης. Την ίδια ώρα το ΝΑΤΟ, στο οποίο κυριαρχούν οι ΗΠΑ, παραμένει ένας οργανισμός που εκτός από την ασφάλεια που προσφέρει στην Ευρώπη – κυρίως έναντι της Ρωσίας – αποτελεί πυλώνας ασφάλειας και για τις ΗΠΑ, οι οποίες έχουν πληρώσει το τίμημα της απομόνωσης την δεκαετία του 1940 όταν δέχτηκαν την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ που τις ανάγκασε να μπουν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των ευρωπαϊκών κρατών που πολεμούσαν τις δυνάμες του Άξονα.
Ο ευρωπαϊκός πόλεμος στην Ουκρανία
Ο Ντόναλντ Τραμπ και οι συνεργάτες του κατά τη προεκλογική εκστρατεία, είχαν πει ότι θα μπορούσε να τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία μέσα σε 24 ώρες. Αν λάβει κάποιος υπόψη, την αντίθεση του Τραμπ και των Ρεπουμπλικάνων, στην παροχή 800 περίπου δις δολαρίων στην Ουκρανία σε αμυντικό υλικό και ανθρωπιστική βοήθεια, μπορεί εύκολα να συμπεράνει ότι ο τρόπος που κατά τον Τραμπ μπορεί να τερματιστεί ο πόλεμος είναι η διακοπή της βοήθειας προς το Κίεβο. Κάτι τέτοιο, θα άφηνε την Ουκρανία ουσιαστικά χωρίς δυνατότητα αντίστασης στις ρωσικές δυνάμεις εισβολής και ο πόλεμος θα τερματιζόταν όταν η Μόσχα θα είχε πετύχει τους στόχους που είχε θέσει από το 2022, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει καταφέρει να τους κάνει πραγματικότητα.
Ο Τραμπ προτείνει άμεση κατάπαυση του πυρός και έναρξη συνομιλιών. Κάτι τέτοιο σημαίνει πως η Μόσχα θα συνομιλήσει από θέση ισχύος, απαιτώντας την αποδοχή προσάρτησης της Κριμαίας και τεσσάρων ακόμα ουκρανικών επαρχιών, το οποίες δεν έχει καταφέρει μετά από τρία χρόνια πολέμου να καταλάβει.
Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ήττα για τις ίδιες τις ΗΠΑ, αφού θα δεχόντουσαν ένα καίριο πλήγμα ως προς την αξιοπιστία τους έναντι των συμμάχων τους.
Δεν πρέπει κάποιος να ξεχνάει ότι οι ΗΠΑ, έχουν συμβατικές υποχρεώσεις έναντι της Ουκρανίας, καθώς είχαν συνυπογράψει τη συμφωνία της Βουδαπέστης, σύμφωνα με την οποία, η Ουκρανία δεχόταν την καταστροφή όλων των πυρηνικών όπλων που διέθετε, έχοντας λάβει εγγυήσεις ότι τα σύνορα της είναι απαραβίαστα. Παρά τη συμφωνία, η Ρωσία παραβίασε τους όρους της, τόσο με την κατάληψη της Κριμαίας όσο και με την εισβολή του 2022 και την απόφαση προσάρτησης ουκρανικών εδαφών.
Μια απόφαση παράδοσης ουκρανικών εδαφών στη Ρωσία, θα προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στο Πεντάγωνο καθώς θα πλήξει το γόητρο των ΗΠΑ, με τη δικαιολογία του τερματισμού της αιματοχυσίας. Παράλληλα θα δώσει το μήνυμα πως μια ισχυρή χώρα μπορεί να καταλαμβάνει εδάφη μια άλλης και να διαπραγματεύεται ειρήνη με συνέχιση της κατοχής.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι οι σχέσεις των ΗΠΑ με την ΕΕ, μέλη της οποίας έχουνε εκφράσει έντονη ανησυχία για την ρωσική επιθετικότητα, καθώς έχουν δεχθεί απειλές. Κυρίως η Φινλανδία, η Σουηδία, η Λετονία, η Εσθονία, η Λιθουανία και η Πολωνία. Παρόμοιες απειλές έχει δεχθεί και η υποψήφια για ένταξη Μολδαβία, μέρος της οποία κατέχεται ήδη από ρωσικά στρατεύματα.
Ανησυχία προκαλεί και το ενδεχόμενο απόσυρσης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ, κάτι όμως που δεν θεωρείται ως βήμα που θα τολμούσε να κάνει ο Τραμπ. Πιθανότατα θα προσπαθήσει να πιέσει τις 32 χώρες μέλη να συμμορφωθούν με την δέσμευση διάθεσης του 2% του προϋπολογισμού τους για την άμυνα, αφού μέχρι σήμερα υπάρχουν χώρες που διαθέτουν πολύ λιγότερα. Μια από τις πιο συνεπείς χώρες ως προς τις υποχρεώσεις της είναι η Ελλάδα η οποία διαθέτει το 3% του ΑΕΠ για την άμυνα και την ασφάλεια, έχοντας να αντιμετωπίσει μια επίσης χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, τη Τουρκία.
Άλλη στρατηγική για τη Μέση Ανατολή
Ενώ για την Ουκρανία ο Τραμπ, θεωρεί πως μπορούν να χαθούν εδάφη προκειμένου να σταματήσει ο πόλεμος, για τη κατάσταση στη Μέση Ανατολή θεωρεί τον πόλεμο ως την πιο «λογική» λύση.
Όπως όμως και για την Ουκρανία δεν έχει εξηγήσει πως θα τελειώσει και με αυτή την εστία σύγκρουσης.
Προεκλογικά, ο Τραμπ είχε ισχυριστεί πως αν ήταν Πρόεδρος η Χαμάς δεν θα είχε την δυνατότητα να επιτεθεί στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου 2023, γιατί θα είχε φροντίσει να αποτρέψει το Ιράν από την προώθηση τέτοιων ενεργειών ασκώντας στη Τεχεράνη τη μεγαλύτερη δυνατή πίεση.
Η πίεση που είχε ασκήσει ο ίδιος όταν ήταν Πρόεδρος ήταν η επέκταση των κυρώσεων κατά του Ιράν, η απόσυρση των ΗΠΑ από το πρόγραμμα για τα πυρηνικά και η εξόντωση του στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί, ο οποίος ήταν ο καθοδηγητής όλων των τρομοκρατικών οργανώσεων σε Γάζα, Λίβανο, Συρία και Ιράκ.
Την ίδια ώρα είχε ενισχύσει στρατιωτικά και πολιτικά το Ισραήλ με αποκορύφωμα την απόφαση για μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ.
Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου, είχε χαρακτηρίσει τον Τραμπ ως «τον καλύτερο φίλο που είχε ποτέ το Ισραήλ στον Λευκό Οίκο».
Εκείνη η πολιτική όμως αντί να επιφέρει την ειρήνη είχε προκαλέσει μεγαλύτερα προβλήματα στη Μέση Ανατολή, κάτι που φαίνεται να σκοπεύει τώρα να αντιμετωπίσει με ευθεία επίθεση στο Ιράν.
Παράλληλα σκοπεύει να στηρίξει κάποια αραβικά κράτη με αντάλλαγμα την εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ και την αμοιβαία αναγνώριση, χωρίς δέσμευση για δημιουργία ανεξάρτητου Παλαιστινιακού Κράτους. Οι συμφωνίες του Αβραάμ μπορεί να οδηγούσαν σε ομαλότητα τις σχέσεις Ισραήλ – Αράβων, δεν έλυναν όμως το θέμα της Παλαιστίνης και δεν περιόριζαν τον ρόλο του Ιράν.
Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά από ήταν το 2020. Μια περαιτέρω απομόνωση των Παλαιστινίων της Γάζας, ίσως δημιουργούσε περαιτέρω ένταση και άλλα προβλήματα τα οποία θα έπρεπε να συνυπολογιστούν. Ένα πρόβλημα είναι η στάση της Τουρκίας και του Ερντογάν που έχουν αναλάβει αυτοβούλως ρόλο υπεράσπισης των Παλαιστινίων συνεργαζόμενη με την Χαμάς, προσφέροντας στέγη σε στελέχη της. Πρόβλημα θα είναι και η εξέλιξη της σχέσης με τη Ρωσία, αφού βρίσκεται σε συνεργασία με το Ιράν και τη Τουρκία, δημιουργώντας μέτωπο κατά του Ισραήλ.
Η εξίσωση που θα πρέπει να λύσει η κυβέρνηση Τραμπ είναι δύσκολη και ένα χτύπημα στο Ιράν σε συνεργασία με το Ισραήλ μάλλον θα προκαλούσε περισσότερες περιπλοκές.
Με τα μάτια στη Κίνα
Η σχέση των ΗΠΑ με τη Κίνα, είναι σε επίπεδο στρατηγικής, ο πιο ευαίσθητος τομέας, με επιπτώσεις στην παγκόσμια ασφάλεια, την οικονομία και το εμπόριο.
Ο Τραμπ ως πρόεδρος την περίοδο 2016-2020 είναι χαρακτηρίσει τη Κίνα «στρατηγικό ανταγωνιστή» το οποίο προσπάθησε να αντιμετωπίσει με δασμούς στην εισαγωγή κινέζικων προϊόντων. Η απάντηση της Κίνα ήταν ανάλογη και αυτό αποτέλεσε στην πραγματικότητα έναν οικονομικό πόλεμο. Ο Τραμπ σκέφτεται να κάνει και το ίδιο με τα ευρωπαϊκά προϊόντα, ανοίγοντας και ένα δεύτερο μέτωπο χωρίς κανείς να είναι σίγουρος ότι θα μπορέσει να αντέξει αυτή την απομόνωση.
Υπήρξαν προσπάθειες αποκλιμάκωσης της εμπορικής διαμάχης, αλλά η πανδημία του Covid εξάλειψε αυτή την πιθανότητα και οι σχέσεις επιδεινώθηκαν καθώς ο Τραμπ είχε χαρακτηρίσει τον Covid «κινεζικό ιό».
Η κυβέρνηση Μπάϊντεν, δεν έκανε και πολλά για αναστροφή της κατάστασης, καθώς διατήρησε τους περισσότερους δασμούς που είχαν επιβληθεί επί Τραμπ. Ο εκλελεγμένος Πρόεδρος των ΗΠΑ, θεωρεί πως πρέπει να επιβληθούν και νέοι δασμοί, χωρίς όμως να έχει κοστολογηθεί το τι θα σημαίνει μια τέτοια κίνηση για την αμερικανική οικονομία και αν τελικώς το εμπορικό τείχος με τη Κίνα θα έχει θετική επίδραση στην αμερικανική οικονομία.
Αυτό που είναι σίγουρο, είναι πως, η απόσταση που χωρίζει τις προεκλογικές εξαγγελίες από τις κυβερνητικές πρακτικές είναι συνήθως μεγάλη. Οι εξαγγελίες δεν έχουν μη αναστρέψιμες επιπτώσεις αλλά οι αποφάσεις δυνατόν να προκαλέσουν προβλήματα τα οποία ίσως να καταστούν ανυπέρβλητα.
Κυπριακό – Ελληνοτουρκικά
Τα θέματα που αφορούν τις σχέσεις Ελλάδας – Κύπρου – Τουρκίας, προφανώς και δεν βρίσκονται στις προτεραιότητες του Ντόναλντ Τραμπ. Ως εκ τούτου δεν αναμένονται εντυπωσιακές κινήσεις ή γενικώς κινήσεις που θα αλλάξουν την υπάρχουσα εικόνα.
Η καλή σχέση Τραμπ – Ερντογάν δεν είναι σίγουρο πως θα ευνοήσει τη Τουρκία, αν αυτή δεν ταυτιστεί με τις επιλογές των ΗΠΑ, όπως τις εννοεί ο νέος Πρόεδρος.
Ο στρατηγικός διάλογος ΗΠΑ – Κύπρου, θα διατηρηθεί καθώς είναι προς το συμφέρον και της Ουάσιγκτον, η οποία αποκτά πέραν του Ισραήλ, ένα αξιόπιστο σύμμαχο στην ανατολική Μεσόγειο, εξυπηρετώντας τους δικούς της στρατηγικούς σχεδιασμούς, δίνοντας παράλληλα κύρος στη Κυπριακή Δημοκρατία θωρακίζοντας και τη διεθνή της υπόσταση αλλά και την ασφάλεια έναντι της Τουρκίας.
Οι σχέσεις ΗΠΑ – Ελλάδας επίσης θα παραμείνουν ως έχουν καθώς οι Αμερικάνοι έχουν επενδύσει πολλά στην Αλεξανδρούπολη και στη Σούδα. Θα προχωρήσουν κανονικά τα προγράμματα για την αναβάθμιση των F-16 και την αγορά των F-35, ενώ αναμένεται να ασκηθεί πολιτική καρότου και μαστιγίου για τη Τουρκία, ώστε να τερματίσει τη σχοινοβασία της μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Το μέλλον των ρωσικών πυραύλων S-400 μάλλον είναι προδιαγεγραμμένο και αντίστοιχο με αυτό των S-300 που είχε αγοράσει η Κύπρος τη δεκαετία του 1990.
Η έγνοια των ΗΠΑ είναι η αποτροπή σύγκρουσης μεταξύ δύο χωρών του ΝΑΤΟ, αλλά δεν καίγονται και ιδιαιτέρως για την επίλυση των διαφορών οι οποίες δημιουργούν ένταση από το 1974.
Πηγή: Cyprus Times