Μια ιστορία χαμένων ευκαιριών με κίνδυνο μιας ακόμη χαμένης πατρίδας
Του Μανώλη Καλατζή
Ο πρώην υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας, κατά την κρίσιμη περίοδο των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, στο δίτομο έργο του, «Ιστορία χαμένων ευκαιριών», αναφέρεται στα όσα συνέβησαν στο προσκήνιο και το παρασκήνιο και αφορούσαν τη τύχη της Κύπρου από το 1950 ως το 1963. Δηλαδή από την περίοδο του Ενωτικού Δημοψηφίσματος, το οποίο έμεινε να σκονίζεται στα ράφια της ιστορίας, έως και την κατάρρευση του δικοινοτικού κράτους που ιδρύθηκε με τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου το 1960. Έκτοτε, θα μπορούσαν να γραφτούν πολλοί τόμοι ακόμα, με ευκαιρίες, λάθη, αστοχίες, αδιαφορία, εγκλήματα και προδοσία.
Advertisement
Οι ευκαιρίες που χάθηκαν, είχαν τίμημα. Τίμημα το οποίο πληρώθηκε με την τουρκική εισβολή το 1974 και πληρώνεται με την συνεχιζόμενη κατοχή για 50 χρόνια, χωρίς ορατή προοπτική ανατροπής των τετελεσμένων, τα οποία δεν είναι κάτι άλλο εκτός από αυτό που απλοϊκά θα ονόμαζε κάποιος, μεθοδευμένη «τουρκοποίηση» των κατεχόμενων περιοχών .
Αυτά τα 50 χρόνια, ο διάλογος, οι διαπραγματεύσεις, η ανταλλαγή προτάσεων και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, κράτησαν ζωντανή την ελπίδα, πως το μέλλον της Κύπρου, δεν μπορεί να είναι η οριστική διχοτόμηση και η ενσωμάτωση του 37% των εδαφών της, στη Τουρκία.
Και τώρα;
Τώρα δεν μιλάμε καν για λύση, αλλά για το πως θα πειστεί η τουρκική πλευρά, έστω να συζητήσει, για να μπορέσει να επαναρχίσει ο διάλογος που διακόπηκε επτά χρόνια πριν.
Αυτά τα τελευταία 50 χρόνια, ο πήχης των προσδοκιών, χρόνο με τον χρόνο, μήνα με τον μήνα, κατεβαίνει συνεχώς, με αποτέλεσμα ακόμα και όσα είχαν θεωρηθεί «οδυνηρές υποχωρήσεις» τη δεκαετία του ’70, σήμερα να αποτελούν στόχους και σημαία των προσπαθειών της ελληνοκυπριακής και ελληνικής πλευράς. Η ψευδαίσθηση της ομαλότητας και της ειρήνης που καλλιεργεί η Τουρκία, γίνεται συνείδηση, αν και όλοι γνωρίζουν πως η Κύπρος παραμένει μια πυριτιδαποθήκη που μπορεί να ανατιναχθεί ανά πάσα στιγμή.
Επτά χρόνια στο πάγο
Στις6 Ιουλίου του 2017, στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας, γράφτηκε η ιστορία ενός ακόμα ναυαγίου στο Κυπριακό. Στο δείπνο που παρέθεσε ο ΓΓ του ΟΗΕ, ότι είχε χτιστεί με κόπο και προσπάθεια κατέρρευσε. Δεν κατέρρευσε όμως μία ακόμη προσπάθεια, αλλά όσα είχαν θεωρηθεί ως κεκτημένο συνομιλιών, που διήρκεσαν δεκαετίες, θάφτηκαν κάτω από την ταφόπλακα που έβαλε η Τουρκία. Η Άγκυρα, θεώρησε την κατάρρευση των συνομιλιών ως το τέλος της διαπραγμάτευσης για αναζήτηση λύσης ομοσπονδίας και ως εκ τούτου, μόνη λύση, αποτελούσε πλέον αυτή της αναγνώρισης δύο κρατών.
Από το 2017 ως το 2024, το Κυπριακό μπήκε στο ψυγείο, καθώς ο Αντόνιο Γκουτέρες, μοίρασε εξίσου τις ευθύνες για το ναυάγιο, σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, σε Αναστασιάδη και Ακιντζί.
Αυτά τα επτά χρόνια, αποτελούν το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην ιστορία του Κυπριακού, κατά το οποίο δεν υπήρξαν διαπραγματεύσεις. Η μόνη ακτίδα φωτός, ήταν ο διορισμός της προσωπικής απεσταλμένης του ΓΓ του ΟΗΕ, πρώην υπουργού εξωτερικών της Κολομβίας, Μαρία Άνχέλα Ολγκίν Κουεγιάρ, τον περασμένο Φεβρουάριο, με όρο εντολής να διαπιστώσει αν υπάρχει κοινό έδαφος για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων.
Οι επαφές της, δεν άφησαν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας, αφού ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ερσίν Τατάρ, με τις ευλογίες και πιθανότητα τον σχεδιασμό της Άγκυρας, απέρριψε κάθε πιθανότητα συνομιλιών, θέτοντας ως όρο την εκ των προτέρων αναγνώριση «κυριαρχικής ισότητας» των Τουρκοκυπρίων, κάτι που μεταφράζεται σε ουσιαστική αναγνώριση του ψευδοκράτους. Δεν έμεινε όμως εκεί. Θέλει διαμοιρασμό των φυσικών πόρων (φυσικού αερίου), αλλά και διασφάλιση της συμμετοχής του ψευδοκράτους στην ΕΕ.
Υπάρχουν και άλλοι δρόμοι;
Η κα Ολγκίν έχει καταγράψει τα αποτελέσματα των επαφών της σε έκθεση που παρέδωσε στις 10 Ιουλίου, στον Αντόνιο Γκουτέρες, το περιεχόμενο της οποίας δεν έχει γίνει ακόμα γνωστό. Πάντως, είχε προσπαθήσει να δώσει μια εικόνα της κατάστασης με την ανοικτή επιστολή της, η οποία δημοσιεύθηκε στον τύπο και ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως «είναι σημαντικό να απομακρυνθούμε από λύσεις που στο παρελθόν δημιούργησαν προσδοκίες που δεν εκπληρώθηκαν και οδήγησαν σε μεγαλύτερες διαφωνίες και απογοητεύσεις». Πρόσθεσε πως «τώρα, πρέπει να σκεφτούμε διαφορετικά, παραμένοντας πεπεισμένοι ότι ένα κοινό μέλλον θα φέρει μεγάλες ευκαιρίες σε όλους τους Κύπριους».
Η κα Ολγκίν, δεν εξήγησε τί εννοούσε, με την αναφορά της, σε «απομάκρυνση από λύσεις που στο παρελθόν δημιούργησαν προσδοκίες που δεν εκπληρώθηκαν». Δεν είναι λίγοι αυτοί που εξέλαβαν αυτή την επισήμανση, ως υιοθέτηση της τουρκικής θέσης για εγκατάλειψη της προσπάθειας αναζήτησης λύσης ομοσπονδίας. Από την άλλη όμως, η κυβέρνηση, στάθηκε στο γεγονός ότι η κα Ολγκίν έκανε λόγο για «κοινό μέλλον», το οποίο βεβαίως και δεν μπορεί να διασφαλιστεί με λύση δύο κρατών.
Το τι εννοούσε, θα το μάθουμε με την δημοσιοποίηση της έκθεσης της, ενώ η εικόνα θα μπορούσε να ξεκαθαρίσει αν σήμερα γινόταν η κοινή συνάντηση Γκουτέρες, Χριστοδουλίδη, Τατάρ στη Νέα Υόρκη.
Όπως αποκάλυψε ο Πρόεδρος, βολιδοσκοπήθηκε και απάντησε θετικά, ενώ αντιθέτως ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ερσίν Τατάρ, απάντησε αρνητικά, επιμένοντας πως μια τέτοια συνάντηση είναι αχρείαστη, αφού δεν υπάρχει κοινό έδαφος και δεν γίνεται δεκτή η απαίτηση του για αναγνώριση του ψευδοκράτους και της «κυριαρχικής ισότητας» των Τουρκοκυπρίων. Τα περιθώρια έχουν στενέψει δραματικά και η πιθανότητα πραγματοποίησης μιας τέτοιας συνάντησης μέσα στον Αύγουστο, θα πρέπει να αποκλειστεί.
Ωστόσο, ο ΓΓ του ΟΗΕ, ίσως αξιοποιήσει την παρουσία του Νίκου Χριστοδουλίδη και του Ερσίν Τατάρ, τον Σεπτέμβριο στη Νέα Υόρκη για τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Το είχε επιχειρήσει και πέρυσι, χωρίς όμως να επιτύχει τίποτα ουσιαστικό, αφού ο Τουρκοκύπριος ηγέτης επέμεινε στο αφήγημα του για τα δύο κράτη.
Και στη μέση ο Γεραπετρίτης
Και ενώ η κα Ολγκίν μιλούσε για αναζήτηση «άλλων λύσεων», ο υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας, Γιώργος Γεραπετρίτης, προκάλεσε ερωτηματικά -αλλά και αντιδράσεις- με συνέντευξη στον Σκάι, στην οποία είπε πως, «η ακινησία και η αδράνεια στο Κυπριακό, η έλλειψη πολιτικής γενναιότητας οδήγησε δυστυχώς σε πιο ακραίες θέσεις από πλευράς Τουρκίας. Στη λύση των δύο κρατών, της κυριαρχικής ισότητας, που είναι στην πραγματικότητα το αφήγημα των τελευταίων ετών εκ μέρους της Τουρκίας».
Αρκετοί, εξέλαβαν την τοποθέτηση του υπουργού εξωτερικών της Ελλάδας , ως προλείανση του εδάφους για δύσκολες και «γενναίες» αποφάσεις με πρόθεση υποχωρητικότητας και ως προσπάθεια επίρριψης ευθυνών στην ελληνοκυπριακή πλευρά, για την σκλήρυνση της τουρκικής στάσης.
Πάντως, ο Γιώργος Γεραπετρίτης ξεκαθάρισε ότι η ελληνική πλευρά δεν συζητά σε καμία περίπτωση λύση δύο κρατών, γιατί «μία τέτοια λύση δεν είναι αποδεκτή. Και δεν είναι αποδεκτή όχι μόνο διότι δεν είναι μέσα στις δικές μας διαθέσεις, κυρίως διότι είναι εκτός πλαισίου του Διεθνούς Δικαίου το οποίο προδιαγράφεται από τις αποφάσεις. Άρα, δεν συζητούμε για κάτι τέτοιο. Συζητούμε για τη λύση η οποία είναι εντός πλαισίου, συζητούμε για μία λύση η οποία θα δώσει μία νέα πνοή, θα αξιοποιηθούν τα στοιχεία του παρελθόντος, του Κραν Μοντανά ενδεχομένως, αλλά θα προστεθούν και νέα στοιχεία ελπίζουμε τα οποία θα δώσουν μία μεγαλύτερη ώθηση».
Το πλαίσιο είναι ένα. Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία.
Ο πόλεμος και η ατίμωση
Η λύση ομοσπονδίας, αμέσως μετά την εισβολή του 1974, δεν αποτελούσε καν ενδεχόμενο συζήτησης για την ελληνική πλευρά, η οποία επιδίωκε επιστροφή, στην προ της εισβολής κατάσταση. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι του κυπριακού και η ομοσπονδία, η οποία αποτελούσε προωθημένη απαίτηση των Τούρκων, έγινε σημαία για την ελληνοκυπριακή πλευρά.
Το πάρε – δώσε, για λύση του Κυπριακού, ξεκίνησε αμέσως μετά την εισβολή στις 20 Ιουλίου 1974, μόλις αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία στην Ελλάδα. Η αρχική επιδίωξη ήταν η κατάπαυση του πυρός, κάτι που δεν τηρήθηκε από τη Τουρκία, η οποία είχε διαπιστώσει την αδυναμία και την απροθυμία της Ελλάδας να αντιδράσει με στρατιωτικά μέσα.
Από τις 8 μέχρι τις 14 Αυγούστου του 1974, στη Γενεύη γινόταν πραγματική διπλωματική μάχη με τους Τούρκους να έχουν το πάνω χέρι. Απαιτούσαν αποδοχή της πρότασης του Τούρκου υπουργού εξωτερικών Γκιουνές, για παραχώρηση του 34% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας στους Τουρκοκύπριους, αλλά όχι σε ενιαία μορφή. Ήθελαν την δημιουργία καντονίων τα οποία θα ήταν διάσπαρτα.
Ο Τούρκος υπουργός, είχε απαιτήσει απάντηση εντός 36 ωρών γνωρίζοντας πως η ελληνική πλευρά θα απέρριπτε την πρόταση και ενώ είχε ξεκινήσει η προετοιμασία για τον Αττίλα 2.
Ο Γλαύκος Κληρίδης, που εκπροσωπούσε τη Κυπριακή Δημοκρατία και ο Γεώργιος Μαύρος, υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας, τότε, στη κυβέρνησης εθνικής ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, απέρριψαν το τουρκικό τελεσίγραφο, το οποίο εξόργισε ακόμα και τους Βρετανούς, οι οποίοι όμως κατάπιαν την «οργή» τους και δεν έπραξαν απολύτως τίποτα στο πλαίσιο των συμβατικών τους υποχρεώσεων, ως εγγυητών της κυπριακής ανεξαρτησίας.
Ο υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας, φαίνεται πως είχε επιχειρήσει να μπλοφάρει, δηλώνοντας πως «η Ελλάς προτιμά τον πόλεμο από την ατίμωση…». Τελικώς πόλεμος δεν έγινε και επελέγη η ατίμωση.
Οδυνηρή λύση η ομοσπονδία
Οι Τούρκοι έχοντας παγιώσει την παρουσία τους στη βόρεια Κύπρο, δεν βιάζονταν να βρουν λύση ή να μπουν σε διαδικασία ομαλοποίησης της κατάστασης. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς, από τότε έλεγε πως το κυπριακό λύθηκε με την εισβολή. Με αυτό τον τρόπο, αποκάλυπτε εμμέσως, πως οι συνομιλίες που ακολούθησαν ήταν προσχηματικές.
Το 1975, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο, μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 και την απόπειρα δολοφονίας του, συγκάλεσε για πρώτη φορά το Εθνικό Συμβούλιο.
Το Εθνικό Συμβούλιο τάχθηκε υπέρ της αποδοχή λύσης πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας, την οποία η ελληνική πλευρά απέρριπτε όπως ο διάβολος το λιβάνι πριν το 1974, αφού ήταν απαίτηση των Τούρκων. Από κει και πέρα αρχίζει η κατρακύλα που φτάνει στο 2024.
Οι Τούρκοι απέρριπταν πλέον τον πολυπεριφερειακή ομοσπονδία και απαιτούσαν διζωνική ομοσπονδία, ώστε να κεφαλαιοποιήσουν τα κέρδη της εισβολής και να καταστήσουν τις κατεχόμενες περιοχές αμιγώς τουρκικές, κάτι το οποίο τελικώς πέτυχαν. Οι Ελληνοκύπριοι που είχαν εγκλωβιστεί στα κατεχόμενα, λίγο λίγο εκδιώχθηκαν και οι περιουσίες τους δόθηκαν σε Τουρκοκύπριους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν από τις ελεύθερες περιοχές, μέσω Τουρκίας.
Στις 13 Φεβρουαρίου του 1975, ο Ραούφ Ντενκτάς εκτελώντας το σχέδιο που είχε ετοιμαστεί στην Άγκυρα, ανακήρυξε τις κατεχόμενες περιοχές, σε «Τουρκικό Ομόσπονδο Κράτος της Κύπρου».
Ένα μήνα μετά, ο ΟΗΕ καταδίκασε την μονομερή τουρκική ενέργεια, χωρίς βεβαίως η καταδίκη να έχει κάποιο αντίκρισμα.
Ο πρώτος γύρος των συνομιλιών για λύση του Κυπριακού άρχισε στη Βιέννη τον Απρίλιο του 1975, με την ελληνική πλευρά να κάνει υποχωρήσεις σε συνταγματικό επίπεδο, ώστε να κερδίσει στο εδαφικό και το προσφυγικό. Στους αλλεπάλληλους γύρους συνομιλιών που ακολούθησαν οι Τούρκοι κέρδισαν την αποδοχή λύσης δικοινοτικής διπεριφερεακής ομοσπονδίας, χωρίς κανένα απολύτως κέρδος για την ελληνική πλευρά στα θέματα που την αφορούσαν.
Και ενώ οι συνομιλίες στη Βιέννη δημιουργούσαν ελπίδες για επιστροφή μεγάλου αριθμού Ελληνοκυπρίων προσφύγων, κυρίως στην Αμμόχωστο, αυτές διαψεύσθηκαν και οδηγήθηκαν σε κατάρρευση, με τους Τούρκους να μην τιμούν καμία δέσμευση.
Το 1977, υπήρξε χρόνος σταθμός για το Κυπριακό, καθώς στη Βιέννη και πάλι, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και ο Ραούφ Ντενκτάς κατέληξαν στη πρώτη συμφωνία «υψηλού επιπέδου», με την αποδοχή της «οδυνηρής λύσης» της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Το 1979, σε συνάντηση του τότε Προέδρου Σπύρου Κυπριανού με τον Ραούφ Ντενκτάς επετεύχθη η δεύτερη συμφωνία «υψηλού επιπέδου», η οποία επίσης προνοούσε μεταξύ άλλων και επιστροφή των νομίμων κατοίκων της Αμμοχώστου. Και αυτή η συμφωνία έμεινε στα συρτάρια.
Μισός αιώνας, σχέδια, ευκαιρίες, και ναυάγια
Το Κυπριακό συνέχισε να απασχολεί -και απασχολεί- την διεθνή κοινότητα, για μισό αιώνα. Μέσα σε αυτό τον μισό αιώνα, δικαιώθηκαν όσοι υποστήριζαν πως κάθε νέα προοπτική ήταν χειρότερη από την προηγούμενη. Η κατάσταση σπανίως παρουσίαζε βελτίωση και η επιδίωξη του καλύτερου οδηγούσε σε πιο οδυνηρές υποχωρήσεις.
Το 1978, ο τότε Πρόεδρος Σπύρος Κυπριανού είχε απορρίψει το λεγόμενο «αμερικανο-βρετανο-καναδικό» σχέδιο, παρά το ότι διασφάλιζε επιστροφή της Αμμοχώστου και επιστροφή μεγάλου αριθμού προσφύγων. Τότε, η κυβέρνηση Κυπριανού, στηριζόταν από το ΑΚΕΛ, το οποίο με προτροπή της Μόσχας, ήθελε την απόρριψη του σχεδίου γιατί προερχόταν από δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις! Το σχέδιο απορρίφθηκε και η Τουρκία κέρδισε την άρση του εμπάργκο πώλησης όπλων από τις ΗΠΑ, αφού θεωρήθηκε πως η αδιάλλακτη πλευρά ήταν η ελληνική.
Ήρθε στη συνέχεια η ανακήρυξη του ψευδοκράτους το 1983 και το δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν το 2004.
Το ελληνοκυπριακό «όχι», είχε επιπτώσεις καθώς ο ΟΗΕ και η ΕΕ θεώρησαν πως εξαπατήθηκαν. Η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε στην ΕΕ, βρήκε φυσικό αέριο, αλλά το κυπριακό παραμένει άλυτο.
1 του 3
Πενήντα χρόνια μετά την εισβολή, μπορεί η κατάσταση φαινομενικά να δείχνει πως δεν άλλαξε. Στην πραγματικότητα τίποτα δεν είναι το ίδιο.
Οι κατεχόμενες περιοχές έχουν σχεδόν ενσωματωθεί στη Τουρκία, οι έποικοι πολλαπλασιάζονται, καθιστώντας τους Τουρκοκύπριους μειονότητα και το ΕΔΑΔ αναγνωρίζει πλέον δικαιώματα και στους Τούρκους χρήστες των ελληνοκυπριακών περιουσιών.
Επίσης η περίκλειστη Αμμόχωστος σταμάτησε πια να είναι πόλη φάντασμα και σταδιακά παραχωρούνται κομμάτια της για «αξιοποίηση».
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, και με τους πολέμους στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία να μαίνονται, οι προοπτικές δεν είναι ιδιαιτέρως ευοίωνες, αφού το Κυπριακό είναι μια «παγωμένη» διαμάχη η οποία δύσκολα θα μπορούσε να πείσει ότι επείγει η διευθέτηση της. Μισός αιώνας, έρχεται δυστυχώς να προσθέσει επιχειρήματα σε όσους έλεγαν πως τη λύση θα την φέρει ο χρόνος από μόνος του. Ο χρόνος δυστυχώς φέρνει στην περίπτωση μας, μόνο διχοτόμηση.
Πηγή: Cyprus Times