Όσο και να φαίνεται απίστευτο, σε όσους έζησαν εκείνο το µαύρο καλοκαίρι του 1974, αυτές τις ηµέρες συµπληρώνονται πενήντα χρόνια, µισός αιώνας, από το πραξικόπηµα και από την πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Δεκατέσσερα χρόνια µετά την εκδίωξη της αποικιακής Αυτοκρατορίας και την ίδρυση της Κυπριακής Δηµοκρατίας, επήλθε η καταστροφή του 1974. Από τότε ο τόπος και οι άνθρωποί του έζησαν και ζουν χρόνια ελπίδων και απογοητεύσεων, προσµονής και διαψεύσεων, αναδηµιουργίας, ανοικοδόµησης και «οικονοµικού θαύµατος» αλλά και κατάρρευσης, οικονοµικής και θεσµικής κρίσης, απελπισίας. Σήµερα, η κοινωνία µας αναζητά προσανατολισµό και πυξίδα, «πειστικό κοινό αφήγηµα» και διέξοδο, αφού όσοι πιστεύουν στη δυνατότητα επίτευξης «µιας δίκαιης και βιώσιµης λύσης» φαίνεται ολοένα να λιγοστεύουν.
Η έλλειψη πίστης και προσανατολισµού αποτυπώνεται, φοβάµαι, και στις περισσότερες µέχρι τώρα επετειακές εκδηλώσεις. Ίσως είναι και εύλογο: Πώς θυµάται και πώς υπενθυµίζει ένα κράτος τα πενήντα χρόνια ηµικατοχής; Ένας πρόσφυγας, µια οικογένεια που θρηνεί θύµα πολέµου, µια προσφυγική κοινότητα πώς θα τιµήσουν µια, ακόµη, επέτειο εθνικής τραγωδίας και συµφοράς όπως αυτή του 1974; Οι πρόσφατοι εορτασµοί των επετείων του 1821 και του 1922 µας δίνουν ένα χρήσιµο µέτρο σύγκρισης. Βέβαια, η φετινή, δική µας, επέτειος συνδέεται µεν µε ένα πελώριο εθνικό τραύµα, αντίστοιχο της Μικρασιατικής Καταστροφής, µε τη διαφορά ωστόσο ότι αναφέρεται σε µια ανοικτή πληγή, σε ένα ζήτηµα που ακόµη αναµένει την επίλυσή του.
Το επετειακό έτος είναι ακόµη στην εξέλιξή του οπότε δεν θα σχολιάσω την ποιότητα ή την πρωτοτυπία των µέχρι τώρα εκδηλώσεων. Θεωρώ ότι ανάµεσα στα πιο σηµαντικά γεγονότα του έτους είναι τρεις Εκθέσεις: Αυτή που εγκαινιάστηκε στις 3 Ιουλίου στο Πολιτιστικό Ίδρυµα της Τράπεζας Κύπρου µε τίτλο «Κύπρος Νήσος», µια δεύτερη που εξαγγέλθηκε και συνδιοργανώνεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Βουλή των Ελλήνων µε τίτλο «Κύπρος 1974. Η µνήµη είναι η µόνη πατρίδα των ανθρώπων», και µια τρίτη που εγκαινιάζεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, στην Αθήνα στις 25 Ιουλίου, µε τίτλο «Κύπρος ’74. Δεν Ξεχνώ». Σηµαντικές συµβολές στην ιστορική καταγραφή αναµένεται να φέρουν διάφορα επιστηµονικά συνέδρια που διεξήχθησαν ή οργανώνονται, όπως και οι ανάλογες εκδόσεις.
Πολύ πιο χρήσιµο για την κυπριακή κοινωνία θα ήταν εάν η φετινή επέτειος µπορούσε να λειτουργήσει ως ευκαιρία για απολογισµό όσων έχουν γίνει (ή ορθότερο όσων δεν έχουν γίνει) µέχρι σήµερα και όσων πρέπει να δροµολογηθούν τα επόµενα χρόνια για συγκεκριµένα θέµατα που αφορούν την ιστορική µνήµη του 1974. Απαριθµώ µερικά από τα πιο σηµαντικά:
Ανέγερση Παγκύπριου Μνηµείου πεσόντων, εκτελεσθέντων, δολοφονηθέντων και θυµάτων του πραξικοπήµατος και της τουρκικής εισβολής ή/και Χάραξη αντίστοιχων µαρµάρινων πλακών µε τα ονόµατα των ηρώων και των θυµάτων του 1974 στον Τύµβο της Μακεδονίτισσας. Με την παράλληλη δηµιουργία βάσης δεδοµένων ανοικτής πρόσβασης για τους πεσόντες, τους αγνοούµενους, τους δολοφονηθέντες και τους αποβιώσαντες εξαιτίας της τουρκικής εισβολής.
Ολοκλήρωση των σχεδίων και υλοποίηση, επιτέλους, του Μουσείου Στρατιωτικής Ιστορίας που αναµένεται εδώ και χρόνια και θα είναι αφιερωµένο και στην κυπριακή συµµετοχή και στους προηγούµενους ελληνικούς και παγκόσµιους πολέµους. Ειδικά για το τµήµα του πραξικοπήµατος και της τουρκικής εισβολής δυστυχώςχρόνο µε τον χρόνο οι γονείς των ηρώων του 1974 φεύγουν από τη ζωή και µαζί τους χάνονται πολύτιµα τεκµήρια και κειµήλια των προσωπικών ιστοριών των παιδιών τους. Είναι πρόσφατο το τραγικό περιστατικό της µη ανεύρεσης συγγενών αγνοουµένων στην Ελλάδα για να τους παραδοθούν τα εντοπισθέντα λείψανα των παιδιών τους. Είναι ένα κεφάλαιο στο οποίο η Κυπριακή Δηµοκρατία δεν φάνηκε αντάξια της θυσίας των εκατοντάδων ηρώων του 1974.
Σε ένα παρεµφερές θέµα, πενήντα χρόνια µετά την τουρκική εισβολή του 1974 εξακολουθεί να υφίσταται η απαράδεκτη παραδοξότητα να µην έχει κυκλοφορήσει ακόµη η επίσηµη στρατιωτική ελληνική εκδοχή και να µην διδάσκονται οι Ένοπλες Δυνάµεις, στην Κύπρο και στην Ελλάδα, για τις αιτίες της οδυνηρής ελληνικής ήττας στην Κύπρο το 1974. Εάν οι Διευθύνσεις Ιστορίας Στρατού, στην Κύπρο και στην Ελλάδα, και οι αντίστοιχοι πολιτικοί και στρατιωτικοί προϊστάµενοι δεν µπορούν να αναλάβουν και να φέρουν εις πέρας ένα τέτοιο έργο, ας το αναθέσουν σε νέους ιστορικούς, που έχουν µελετήσει συστηµατικά την περίοδο και έχουν διακριτό συγγραφικό έργο για τη δράση πολεµικών µονάδων και όπλων µε τη συµπαράσταση και την υποστήριξη των Συνδέσµων βετεράνων πολεµιστών του 1974.
Ένα αντίστοιχο θέµα, ευρύτερων διαστάσεων, είναι η διάσωση της προσφυγικής µνήµης του 1974. Μια αγαθή συγκυρία και το όραµα µιας οµάδας αφοσιωµένων ανθρώπων προίκισε την ιστορική και κοινωνική παρακαταθήκη του τόπου µας µε το Αρχείο Προφορικής παράδοσης των κατεχοµένων περιοχών της Κύπρου, εστιάζοντας σε µια γεωγραφική περιοχή, την επαρχία Κερύνειας, και σε πληροφορίες για µια συγκεκριµένη ιστορική περίοδο, την τουρκική εισβολή και την προσφυγιά του 1974. Πρόκειται για ένα αρχείο που έχει δηµιουργηθεί και σώζεται στο Κέντρο Επιστηµονικών Ερευνών, ανυπολόγιστης εθνικής και ιστορικής αξίας και σηµασίας. Δηµιουργήθηκε µε την επιστηµονική συµβολή του καθηγητή Πασχάλη Κιτροµηλίδη, ο οποίος πρότεινε και την ίδρυσή του και µε την τεχνογνωσία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, το οποίο διευθύνει στην Αθήνα, όπου εκεί το αντίστοιχο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης, πρότυπο επιστηµονικού οράµατος και προσωπικής αφοσίωσης, δηµιουργήθηκε από τη Μέλπω και τον Οκτάβιο Μερλιέ το 1930, οκτώ µόλις χρόνια µετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.Το πρόγραµµα στο Κέντρο Επιστηµονικών Ερευνών ξεκίνησε το 1989 και µέχρι το 2002 συγκεντρώθηκαν 5400 ώρες µαρτυριών από τις κατεχόµενες περιοχές του νησιού µας µε την εργασία αποσπασµένων φιλολόγων από το Υπουργείο Παιδείας. Μια άλλη αντίστοιχη πλούσια πηγή βρίσκεται στο Ραδιοφωνικό Ίδρυµα Κύπρου και είναι το υλικό ραδιοφωνικών εκποµπών µε συνεντεύξεις από πρόσφυγες από διάφορα µέρη της Κύπρου. Οι προφορικές αυτές µαρτυρίες πρέπει να διασωθούν και να γίνουν κτήµα της επιστηµονικής κοινότητας και γενικότερα της κοινωνίας µας. Μόνο και µόνο για το πρόγραµµα «Προφορικής παράδοσης» το Κέντρο Επιστηµονικών Ερευνών µε την τεράστια µέχρι σήµερα προσφορά του θα πρέπει να στηριχθεί από την κυβέρνηση και να παραταθεί η λειτουργία του, καθώς εδώ και αρκετά χρόνια έχει αφεθεί στον µαρασµό. Το ιδανικό θα ήταν να συγκεντρωθούν στο Κέντρο Επιστηµονικών Ερευνών και οι αντίστοιχες προφορικές µαρτυρίες που αφορούν ή αναφέρονται στο 1974 και έχουν δηµιουργηθεί από διάφορους φορείς και ιδιώτες.
Επίσης, η πεντηκοστή επέτειος από την προσφυγοποίηση δεκάδων χιλιάδων Κυπρίων θα ήταν ευτύχηµα να αποτελέσει µια ευκαιρία να συγκεντρωθούν, να καταγραφούν και να φωτογραφηθούν από τους προσφυγικούς δήµους και τις κοινότητες και τα αντίστοιχα προσφυγικά σωµατεία κειµήλια που έφεραν µαζί τους από τις πατρογονικές τους εστίες οι πρόσφυγες ή έχουν εντοπιστεί και διασωθεί στο χρονικό διάστηµα που έχει µεσολαβήσει. Με την ελπίδα δηµιουργίας ενός Μουσείου Κυπριακής προσφυγιάς, κατά προτίµηση σε έναν από τους προσφυγικούς συνοικισµούς ή έναν από τους πρώτους πρόχειρους καταυλισµούς του 1974-1976.
Τέλος, θεωρώ ότι η πολιτεία και τα κοινοβουλευτικά κόµµατα θα πρέπει να ξαναδούν µε σοβαρότητα και µε υπερκοµµατική διάθεσητο ζήτηµα της επιβίωσης των κατεχόµενων Δήµων και Κοινοτήτων. Γίνονται αρκετά, αλλά είναι καιρός να αλλάξουν και πολλά άλλα. Για παράδειγµα, ως Δηµότης κατεχόµενου Δήµου, δεν κατανοώ γιατί πρέπει να ψηφίζουµε Δηµοτικούς Συµβούλους ή µέλη των Σχολικών Εφορειών µόνο από ένα κόµµα και να µην δίδεται ειδικά για τους εκλογείς των κατεχόµενων Δήµων η δυνατότητα οριζόντιας ψηφοφορίας. Μια τέτοια αλλαγή θα είναι ανάσα ζωής για τους κατεχόµενους Δήµους και µακροπρόθεσµα θα ωφελήσει και τα ίδια τα κόµµατα.
*Αναπληρωτής Καθηγητής και Κοσµήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Κύπρου
Πηγή: Φilenews