To νομοθέτημα «δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τους δημοσιογράφους», είπε ο Νίκος Τορναρίτης
Στόχος του νομοσχεδίου για τηνποινικοποίηση ψευδών ειδήσεων είναι να προστατεύσει τους αδύναμους συμπολίτες μας και τους ανήλικους, που δέχονται συνεχώς απειλές και υβριστικά μηνύματα, δήλωσε την Παρασκευή ο Προέδρος της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, Νίκος Τορναρίτης, καλώντας όσους έχουν απόψεις επί του ν/σ να τις καταθέσουν στην Επιτροπή.
Advertisement
Σημείωσε ακόμη ότι αυτό το νομοθέτημα «δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τους δημοσιογράφους» και εξέφρασε «την έκπληξή» του για τις πολλές, όπως είπε, τοποθετήσεις, που έγιναν ειδικότερα τις τελευταίες μέρες σχετικά με το νομοσχέδιο, «γιατί μέσα από τις συζητήσεις, που έγιναν βελτιώθηκε πάρα πολύ το συγκεκριμένο νομοσχέδιο». Υπενθύμισε ότι στην τελευταία συνεδρία της Επιτροπής Νομικών πριν τις διακοπές του καλοκαιριού το απέστειλε για πέμπτη φορά για διαβούλευση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης «γιατί ακριβώς υπήρξαν ορισμένες ενστάσεις από τον δημοσιογραφικό κόσμο».
Ο κ. Τορναρίτης είπε ότι το συγκεκριμένο ν/σ, το οποίο τιτλοφορείται «Ο περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόμος του 2021, κατατέθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως στη Βουλή τον Απρίλη του 2021. Σημείωσε ότι το επεξεργάζεται η Επιτροπή Νομικών εδώ και τρία χρόνια,«κάναμε 10 συνεδρίες για το ν/σ και πέντε φορές εγώ προσωπικά ανέλαβα την ευθύνη και το έστειλα πίσω στο Υπουργείο Δικαιοσύνης για περαιτέρω διαβούλευση με τους άμεσα ενδιαφερόμενους φορείς».
Είχαμε κάθε ευχέρεια να αποστείλουμε το ν/σ είτε πριν τρία, είτε πριν δύο χρόνια, είτε πριν έξι μήνες, είπε, προσθέτοντας ότι δεν το έπραξαν «για να κατορθώσουμε και να πέτυχουμε ένα ν/σ, το οποίο θα υπάρχουν όλες οι ασφαλιστικές δικλείδες για την προστασία της ελευθερίας του λόγου, της άποψης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος, του δημοσιογραφικού απορρήτου, και όλων των συναφών ελευθερίων, που πρέπει να υπάρχουν σε ένα ευρωπαϊκό κράτος».
Είπε ακόμη ότι ως Επιτροπή ζήτησαν «ρητά» από το Υπουργείο και τη Νομική Υπηρεσία να επεξεργαστούν το θέμα που αφορά ειδικότερα τους δημοσιογράφους «και αν είναι συνταγματικά ορθό να υπάρξει απόλυτη εξαίρεση των δημοσιογράφων από το συγκεκριμένο νομοθέτημα». Ο κ. Τορναρίτης υπενθύμισε ακόμη ότι πολλές φορές έχει δηλώσει ότι αυτός ο νόμος δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τους δημοσιογράφους και ότι κάλεσε, ειδικότερα τα ΜΜΕ «να κάνουν ακόμα αυστηρότερη κριτική στην πολιτική και τους πολιτικούς για να γίνουμε κι εμείς καλύτεροι». Άρα, πρόσθεσε, μέσα και πάνω σε αυτή τη βάση και πλαίσιο, λειτούργησε η Επιτροπή Οικονομικών.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Νομικών είπε ότι υπάρχει «ένα σημαντικότατο νομικό κενό», αναφέροντας ότι αν ο ίδιος απειλήσει η εξυβρίσει κάποιους στο δρόμο μπορούν να τον οδηγήσουν στη δικαιοσύνη, αλλά αν εξυβρίσει ή απειλήσει μέσω αποστολής μηνύματος στο τηλέφωνο ή μέσω διαδικτύου «δεν υπάρχει κανένα νομικό περίβλημα για να υπερασπιστεί ο πολίτης, ο οποίος δέχεται την εξύβριση, τον εαυτό του».
Αυτή η νομοθεσία, συνέχισε, «που πρέπει κάποια στιγμή να οδηγηθεί στην Ολομέλεια της Βουλής, γίνεται για τους αδύναμους συμπολίτες μας, για τους ανήλικους πολίτες του τόπου που δέχονται συνεχώς απειλές όπως μας κατατέθηκε στην Επιτροπή και υβριστικά μηνύματα». Ευτυχώς, ανέφερε, στην Κύπρο δεν φτάσαμε ακόμη σε ακραία φαινόμενα, σημειώνοντας ότι στις ΗΠΑ και σε άλλα κράτη της ΕΕ ανήλικοι, οι οποίοι ήταν δέκτες συντεταγμένων επιθέσεων «οδηγήθηκαν και στην αυτοκτονία». «Θέλουμε άραγε να μην προστατεύσουμε αυτούς τους αδύναμους συμπολίτες μας;», διερωτήθηκε. Αν οδηγηθεί κάποιος πολίτης της Δημοκρατίας σε τέτοια ακραία πράξη «τι θα πουν άραγε αυτοί όλοι, οι λεγόμενοι υπερασπιστές της ελευθερίας, του λόγου και της άποψης που δεν ήρθαν στην Βουλή να καταθέσουν τις απόψεις τους;», διερωτήθηκε.
«Συντεταγμένα, σοβαρά και υπεύθυνα λειτουργήσαμε και έτσι θα λειτουργήσουμε, θα οδηγήσουμε στην Ολομέλεια ένα πλήρες κείμενο, το οποίο θα υπερασπίζεται την ελευθερία του λόγου, την ελευθερία της άποψης, το δημοσιογραφικό λειτούργημα και το δημοσιογραφικό απόρρητο, την ίδια ώρα, όμως, θα υπερασπίζεται και όλους του αδύναμους συμπολίτες μας από όλους εκείνους που απειλούν και υβρίζουν και οι πολίτες παραμένουν ανυπεράσπιστοι», δήλωσε ο κ. Τορναρίτης,
Κάλεσε όσους όσοι έχουν απόψεις επί του ν/σ θα τις καταθέσουν την Επιτροπή.
Κληθείς να σχολιάσει δήλωση του Πρόεδρου του ΔΗΚΟ ότι το ν/σ είναι υπερβολικό, δρακόντειο και επικίνδυνο για την ελευθερία της έκφρασης, ο κ. Τορναρίτης είπε ότι αυτό που ο ίδιος μπορεί να πει είναι ότι αυτά που ανέφερε ο κ. Παπαδόπουλος δεν τα ανέφεραν ποτέ οι δύο βουλευτές του ΔΗΚΟ, «που για τρία χρόνια επεξεργαζόμαστε όλοι μαζί το συγκεκριμένο ν/σ». Το σίγουρο είναι, πρόσθεσε, ότι δεν πρόκειται να οδηγηθεί σχέδιο στην Ολομέλεια, που να εμπεριέχει τέτοιας συστατικά.
Σε σχόλιο δημοσιογράφου για τους κίνδυνους που επισημαίνονται από διεθνείς οργανώσεις δημοσιογράφων, είπε ότι πρόθεση της Επιτροπής είναι να στείλει το μήνυμα ότι αυτό το νομοθέτημα δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τους δημοσιογράφους, «εξ ου και υποβάλαμε την πρόταση προς τους θεσμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και τη Νομική Υπηρεσία αν υπάρχει τρόπος να ευρεθεί για να εξαιρεθούν οι δημοσιογράφοι».
Σημείωμα για ν/σ από γραμματεία της Επιτροπής
Ο κ. Τορναρίτης διέθεσε επίσης σημείωμα που ζήτησε ο ίδιος, όπως είπε, να ετοιμαστεί από την γραμματεία της Επιτροπής, «μια πλήρη έκθεση γεγονότων» από τον Απρίλη του 2021 μέχρι σήμερα, όπως ανέφερε, για σκοπούς διαφάνειας.
Σκοπός του νομοσχεδίου, αναφέρεται στο σημείωμα σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που το συνοδεύει, «είναι η προσθήκη στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα των αδικημάτων που προβλέπονταν στο άρθρο 149(6) του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου, με μερική αναδιατύπωση αυτών, ώστε να συμπεριληφθούν σε αυτά και οι περιπτώσεις αναρτήσεων σε δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών ή τηλεφωνημάτων, τα οποία είναι κατάφωρα προσβλητικά ή/και υβριστικού, απειλητικού, αισχρού και/ή άσεμνου περιεχομένου».
Κατόπιν ενδελεχούς μελέτης του νομοσχεδίου σε 10 συνεδρίες της Επιτροπής, αναφέρεται, επήλθαν εκτεταμένες τροποποιήσεις του κειμένου αυτού στη βάση των παρατηρήσεων και/ή εισηγήσεων των μελών της επιτροπής, αλλά και των ενδιαφερόμενων φορέων που κλήθηκαν στις συνεδρίες της Επιτροπής για να καταθέσουν τις απόψεις του επί του νομοσχεδίου.
Επί του παρόντος, αναφέρεται, η Επιτροπή έχει ενώπιόν της το 5ο αναθεωρημένο κείμενο του νομοσχεδίου, το οποίο υποβλήθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως στις 18 Απριλίου του τρέχοντος έτους, «μετά από ρητές οδηγίες του προέδρου της επιτροπής για εκ νέου εκτεταμένη διαβούλευση του Υπουργείου με τον δημοσιογραφικό κόσμο».
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις αλλαγές που επήλθαν στο τελευταίο κείμενο του νομοσχεδίου, διατηρούνται τα δύο αδικήματα που προβλέπονταν στις διατάξεις του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου και προστίθενται ξεχωριστά δύο αδικήματα που αφορούν στη δημοσίευση ή ανάρτηση ψευδούς περιεχομένου ή κατάφωρα προσβλητικού ή/και άσεμνου ή/και αισχρού ή/και απειλητικού χαρακτήρα.
Σχετικά με το προβλεπόμενο αδίκημα που αφορά την τηλεφωνική επικοινωνία ή αποστολή μηνύματος με ψευδές περιεχόμενο ή επίμονη χρήση δημόσιου δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τροποποιείται ο σκοπός που προβλέπεται ως συστατικό στοιχείο αυτού, ώστε αντί να απαιτείται η πρόκληση σοβαρής ενόχλησης ή/και σοβαρής ανησυχίας σε άλλο πρόσωπο, να απαιτείται η βλάβη ή ο δυσμενής επηρεασμός της υπόληψης άλλου προσώπου ή η έκθεση άλλου προσώπου σε περιφρόνηση ή χλεύη ή ο δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων άλλου προσώπου, λεκτικό που συνάδει με τους αντίστοιχους περιορισμούς που προβλέπονται στο Άρθρο 17 του Συντάγματος, ενώ παράλληλα αυξάνεται με αυτόν τον τρόπο η δυσκολία απόδειξης των συστατικών στοιχείων του αδικήματος και απαλείφονται οι υποκειμενικές έννοιες της «ενόχλησης» και «ανησυχίας».
Διαγράφεται από τα συστατικά στοιχεία αυτού η απαίτηση για γνώση του ψευδούς περιεχομένου, λόγω της δυσκολίας της κατηγορούσας αρχής να αποδείξει την ένοχη διάνοια (mens rea) του κατηγορουμένου, γεγονός που καθιστά το αδίκημα μη εφαρμόσιμο στην πράξη.
Σχετικά με το νέο προτεινόμενο αδίκημα της δημοσίευσης ή ανάρτησης ψευδούς περιεχομένου, προστίθεται ως υπεράσπιση του κατηγορουμένου ότι η δημοσίευση έγινε με καλή πίστη και στηρίχτηκε σε γεγονότα που δικαιολογούν τέτοια δημοσίευση, το οποίο λεκτικό συνάδει με αυτό του άρθρου 50 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο ρυθμίζει θέματα, που αφορούν τη δημοσίευση ψευδών ειδήσεων.
Διατηρείται η προϋπόθεση της έναρξης της ποινικής δίωξης από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ή με την έγκρισή του, μόνο σε σχέση με τα αδικήματα, που διαπράττονται μέσω δημοσίευσης ή ανάρτησης.
Επιπροσθέτως, σημειώνεται, οι υπηρεσίες της Βουλής έχουν ενημερωθεί σχετικά με το προσχέδιο ψηφίσματος ενώπιον του Συμβουλίου της Ευρώπης με θέμα “Violence and hate speech against politicians: a threat to democracy”.
«Υπό το φως των πιο πάνω», αναφέρει το σημείωμα, ο Πρόεδρος της Επιτροπής «έδωσε ρητές οδηγίες» στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως όπως προβεί εκ νέου σε εκτεταμένη διαβούλευση με τον δημοσιογραφικό κόσμο, ώστε να εξεταστούν ενδελεχώς οι πρόνοιες του νομοσχεδίου στη βάση των ανησυχιών και των προβληματισμών που εκφράστηκαν από τα οργανωμένα σύνολα των δημοσιογράφων και άρα να κατατεθεί στην Επιτροπή ένα άρτιο κείμενο, το οποίο δεν θα αφήνει ουδεμία υπόνοια για παρεμπόδιση της άσκησης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος, αλλά παράλληλα θα εμπεριέχει τις αναγκαίες ασφαλιστικές δικλείδες για προστασία των πολιτών από κακόβουλες επιθέσεις μέσω των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την ανεμπόδιστη άσκηση του δικαιώματος του λόγου και της έκφρασης όλων ανεξαιρέτως των πολιτών.
Πηγή: ΚΥΠΕ
Πηγή: Cyprus Times