Wednesday, January 8, 2025
Home » Τα διαφορετικά πρόσωπα της Τουρκίας εντός της Συρίας

Τα διαφορετικά πρόσωπα της Τουρκίας εντός της Συρίας

0 comments

Οι συμβολισμοί παίζουν ρόλο στην πολιτική διαδικασία εάν και εφόσον μπορούν σε μια δεδομένη στιγμή να αντικατοπτρίσουν την πραγματικότητα και την ουσία. Έστω και αν το επίπεδο των συμβολισμών τις πλείστες των περιπτώσεων συμπεριλαμβάνει υπερβολές, εντούτοις μπορεί να αφήσει τουλάχιστον υπόποιες για κάποιες στοχεύσεις. Στην περίπτωση της επίσκεψης του επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας,Ιμπραχίμ Καλίν στη Δαμασκό στις 12 Δεκεμβρίου 2024, η γνωστή φωτογραφία του ως συνοδηγός του Μοχάμεντ αλ Τζολάνι, υπηρέτησε έστω και ασυνείδητα τη λειτουργία ενός συμβολισμού πολιτικών στόχων. Στη μετά Άσαντ εποχή, η Άγκυρα διεκδικεί από τη θέση του «συνοδηγού» να καθοδηγήσει τον «οδηγό» της νέας εξουσίας στη δύσκολη διαδρομή. Στο παρόν στάδιο η κυβέρνηση Ερντογάν επιλέγει να προειδοποιήσει για τις κακοτοπιές και να δείξει στο νέο πολιτικό άρχοντα της Δαμασκού το δρόμο της καθιέρωσης του. Με αυτό τον τρόπο θέλει να εισπράξει την επιβεβαίωση αυτού που στο μέσω του συριακού εμφύλιου την προηγούμενη δεκαετία επαναλάμβανε φορτικά ο Ερντογάν. Ότι δηλαδή η Συρία είναι πάνω απ΄όλα «τουρκικό θέμα». Συνεπώς, ανεξαρτήτως τελικού αποτελέσματος, η Άγκυρα δεν επιδιώκει μόνο να «δικαιωθεί» για την επιλογή να εφαρμόσει πολιτική αλλαγής καθεστώτος στη Συρία. Πολύ περισσότερο θέλει μέσα από την νομιμοποίηση αυτή να καθιερωθεί ως η δύναμη που θα έχει τον πλέον καθοριστικό ρόλο στους μελλοντικούς προσανατολισμούς του νέου καθεστώτος στη Δαμασκό.

Το εάν τελικά ηΤουρκία του Ερντογάν θα γίνει ο μεγάλος αδερφός – προστάτης της «Συρίας ενός Αλ Τζολάνι», εξαρτάται από πάρα πολλούς και σύνθετους παράγοντες. Δεν είναι μια προοπτική δεδομένη, αλλά δεν είναι σίγουρα και εντελώς απομακρυσμένη. Η όντως υπερβολική και σε μερικές περιπτώσεις έξαλλη προώθηση αυτής της προοπτικής από το σύνολο του φιλοκυβερνητικού Τύπου στην Τουρκία, δεν εμφανίστηκε στο κενό. Αντίθετα βασίζεται σε κάποιες υλικές πραγματικότητες στα συριακά εδάφη. Οι πραγματικότητες αυτές φυσικά δεν είναι στατικές, ωστόσο παίζουν το δικό τους ρόλο στο πως δομείται η παρουσία της Τουρκίας εντός Συρίας και στο πως διαμορφώνονται οι δομές εξουσίας στις οποίες η Άγκυρα θέλει να κρατήσει την επιρροή της. Θα μπορούσαμε να διαχωρίσουμε την υλική και πολιτική παρουσία της Τουρκίας εντός Συρίας σε τέσσερις βασικούς άξονες:Στρατιωτικό, πολιτικό, οικονομικό, αλλά και δημογραφικό άξονα.

Η στρατιωτική παρουσία και ο εδαφικός έλεγχος

Όπως είναι γνωστό, την περίοδο από το 2016 μέχρι και το 2020 η Άγκυρα επενέβηκε στρατιωτικά κυρίως σε περιοχές της βόρειας Συρίας τέσσερις φορές. Οι συγκεκριμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις κάποτε ήταν αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ, κάποτε με τη Ρωσία. Η λεπτή ισορροπία που προσπάθησε να κρατήσει η Άγκυρα με τις δύο χώρες, μεταφράστηκε σε σταδιακά αλλά σταθερά βήματα δημιουργίας χώρων στρατιωτικού ελέγχου εντός Συρίας με τη συνεργασία των ένοπλων οργανώσεων εναντίον του Άσσαντ, τις οποίες η ίδια η Άγκυρα εκπαίδευσε, εξόπλισε και στήριξε οικονομικά.

Με την ολοκλήρωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων την περίοδο 2016 – 2020, η Τουρκία κατάφερε να ελέγξει περίπου το 4.5% του συριακού εδάφους στις βόρειες περιοχές. Υπολογίζεται ότι στην περίοδο ακριβώς πριν από την κατάρρευση της εξουσίας Άσαντ το Δεκέμβριο του 2024, έχει εντός Συρίας περίπου 12.000 – 15.000 στρατιώτες και 100-130 στρατιωτικές βάσεις, σημεία ελέγχου και διαφορετικού μεγέθους στρατόπεδα.

Το 4.5% περίπου του συριακού εδάφους στις βόρειες περιοχές ελέγχονται από τουρκικά στρατεύματα. Υπολογίζεται ότι στην περίοδο ακριβώς πριν από την κατάρρευση της εξουσίας Άσαντ το Δεκέμβριο του 2024, η Άγκυρα έχει εντός Συρίας περίπου 12.000 – 15.000 στρατιώτες. Διαθέτει εντός Συρίας και 100-130 στρατιωτικές βάσεις, σημεία ελέγχου και διαφορετικού μεγέθους στρατόπεδα.

Όλες οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας έγιναν από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και τους τοπικούς συμμάχους τους που είναι ο Εθνικός Στρατός Συρίας. Ο Εθνικός Στρατός αποτελεί τη μετεξέλιξη του λεγόμενου Στρατού της Ελεύθερης Συρίας. Το 2017 η Άγκυρα προχώρησε σε αυτή την κίνηση με στόχο να δημιουργήσει ένα πιο οργανωμένο και ελεγχόμενο στρατιωτικό σώμα που να λειτουργήσει ως ο «επίσημος στρατός» της προσωρινής κυβέρνησης της Συρίας, η οποία ήταν επίσης σε μεγάλο βαθμό υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης Ερντογάν. Σήμερα διαφορετικές πηγές από τον τουρκικό Τύπο καταγράφουν διαφορετικές εκτιμήσεις για τη δύναμη του Εθνικού Στρατού Συρίας. Συγκεκριμένα από τους αριθμούς που έχουν δημοσιευθεί ο συγκεκριμένος στρατός υπολογίζεται ότι διαθέτει δύναμη μεταξύ 70.000-90.000 στρατιωτών. Πρόκειται ωστόσο για μια συμμαχία περισσότερων από 35 ένοπλων ομάδων που τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα είχαν χωριστές ηγεσίες, εμβλήματα και σημαίες. Η μεταξύ τους συνεργασία όλα αυτά τα χρόνια δεν χαρακτηρίστηκε από σταθερότητα, εξαιτίας των πολλών ανταγωνισμών εξουσίας και επιρροής. Πολλές φορές καταγράφηκαν διαφωνίες και ανταγωνισμοί για θέματα οικονομικού ελέγχου.

Παρόλο που ο συγκεκριμένος στρατός όντως τέθηκε υπό την αιγίδα του υπουργείου άμυνας της προσωρινής κυβέρνησης, εντούτοις η Τουρκία δεν έπαψε ποτέ να είναι η βασική δύναμη εκπαίδευσης, στρατιωτικού εξοπλισμού και οικονομικής του στήριξης. Μέχρι και την στιγμή των μεγάλων ανατροπών στη Δαμασκό, ο Εθνικός Στρατός λογοδοτούσε και ήταν υπό τον άμεσο έλεγχο της ηγεσίας των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και των υπηρεσιών πληροφοριών. Το ίδιο ακριβώς μοντέλο εφαρμόστηκε και με τη δημιουργία της στρατιωτικής αστυνομίας της προσωρινής κυβέρνησης.

Πολιτικός και διοικητικός έλεγχος

Ιδιαίτερα από ένα σημείο και μετά του εμφυλίου που κορυφώθηκε στη Συρία, η Τουρκία άρχισε να αντιμετωπίζει τις υπό κατοχή περιοχές στα βόρεια της χώρας ως μια προέκταση του δικού της πολιτικού και διοικητικού συστήματος. Οι τοπικές κρατικές αρχές της Τουρκίας, όπως είναι οι κυβερνήτες που βρίσκονται στις συνοριακές πόλεις – νομούς (Kilis, Gaziantep, Şanlıurfa, Hatay) με τη Συρία, ανέλαβαν ουσιαστικά τη διοίκηση των κατεχόμενων από τον τουρκικό στρατό περιοχών. Για παράδειγμα ο κυβερνήτης ου νομού Hatay (Αλεξαντρέτα) της Τουρκίας είναι η αρμόδια διοικητική αρχή για επαρχία Afrin στη Συρία. Ο κυβερνήτης του νομού Şanlıurfa της Τουρκίας είναι η αρμόδια διοικητική αρχή για ολόκληρη την περιοχή Resulayn στη Συρία. Μάλιστα το Σεπτέμβριο του 2023 δημοσιεύθηκε στον τουρκικό Τύπο η πληροφορία ότι η κυβέρνηση Ερντογάν σχεδίαζε τη δημιουργία μιας χωριστής θέσης κυβερνήτη που θα είχε υπό την αρμοδιότητα του όλες τις κατεχόμενες από τον τουρκικό στρατό περιοχές της βόρειας Συρίας. Μέχρι σήμερα κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώθηκε όμως η ιδέα για μια πιο συγκεντρωτική εξουσία ενσωμάτωσης των συριακών περιοχών, είναι ενδεικτική του τρόπου που αντιμετωπίζει η Άγκυρα την εσωτερική κατάσταση στη γειτονική της χώρα.

Σταδιακά οι κυβερνήτες που είχαν υπό την διοικητική τους επίβλεψη τις συριακές περιοχές, ξεκίνησαν τη δημιουργία τοπικών σωμάτων με το διορισμό των επικεφαλής τοπικών συμβουλίων. Παράλληλα όμως επέκτειναν τη πολιτική και διοικητική τους επιρροή στην εφαρμογή σχεδίων για τους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης, της ανθρωπιστικής βοήθειας και κοινωνικής πρόνοιας. Μέρος των αρμοδιοτήτων που ελέγχονταν ουσιαστικά από τους κυβερνήτες νομών της Τουρκίας ήταν οι τραπεζικές συναλλαγές και πληρωμές, καθώς και εμπορικές δραστηριότητες. Τα τοπικά συμβούλια στις συριακές περιοχές είχαν προϋπολογισμούς σε τουρκικές τράπεζες. Στην εξέλιξη της κατάστασης, το τουρκικό κράτος ανέλαβε μεγάλο μέρος της αναμόρφωσης των περιοχών που είχε ελέγξει ο τουρκικός στρατός. Κατασκευή νέων νοσοκομείων και σχολείων ήταν μεταξύ των έργων υποδομής. Επίσης η κρατική υπηρεσία ταχυδρομείων της Τουρκίας είναι η αρμόδια αρχή για τις υπηρεσίες μεταφορών, πληρωμών (δασκάλων, στρατιωτών) και κάποιων τραπεζικών συναλλαγών σε αυτές τις περιοχές. Η εταιρεία Türk Telekom είναι από τις κύριες δομές που ανέλαβε σε πολλές περιοχές την παροχή ηλεκτρισμού και διαδικτύου.

Επιχείρηση απo-κουρδοποίησης των βόρειων περιοχών της Συρίας

Όπως γίνεται σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις συνοδεύτηκαν από μεγάλης κλίμακας εκτοπισμούς πληθυσμών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το επίκεντρο των εκτοπισμών ήταν κυρίως οι Κούρδοι των βόρειων περιοχών που πέρασαν υπό τον έλεγχο του τουρκικού στρατού. Σε αυτές τις περιπτώσεις η Άγκυρα και οι τοπικοί της σύμμαχοι ακολούθησαν μοντέλα δημογραφικής μηχανικής που καταγράφηκαν τόσο στην περίπτωση της Κύπρου, όσο και στην περίπτωση του εποικισμού της Δυτικής Όχθης από το Ισραήλ. Συγκεκριμένα, ο βίαιος εκτοπισμός του πληθυσμού, συνδυάζεται με τη μετεγκατάσταση άλλων ομάδων πληθυσμού, την κατάληψη ακίνητης και κινητής περιουσίας, την καταστροφή ιστορικών και πολιτιστικών μνημείων, την αλλαγή ονομάτων περιοχών. Το σύνολο των πολιτικών μέτρων που περιλαμβάνονται στη δημογραφική μηχανική, οδηγούν ουσιαστικά όχι μόνο στην αλλαγή του δημογραφικού χαρακτήρα, αλλά και στη δημιουργία δεδομένων επί του εδάφους και της οικονομίας που θα εμποδίσουν μελλοντικά την επιστροφή του εκτοπισμένου πληθυσμού.

Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η κουρδική επαρχία Άφριν. Η συγκεκριμένη επαρχία αποτελείται από την ομώνυμη πόλη, έξι περιοχές και 366 χωριά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της πιο πρόσφατης απογραφής πληθυσμού που ήταν το 2010, η επαρχία της Άφριν είχε 523 χιλιάδες πληθυσμό, χωρίς να καταγράφεται η εθνοτική του προέλευση. Κουρδικές πηγές ανέφεραν ότι το 97% ήταν Κούρδοι και το υπόλοιπο 3% ήταν Άραβες και Τουρκμένοι. Μετά την κατάληψη ολόκληρης της επαρχίας από τον τουρκικό στρατό το 2018, η Άγκυρα μετέφερε εκεί για μετεγκατάσταση εκατοντάδες οικογένειες Τουρκμένων, αλλά και πολλών οικογενειών σουνιτών Αράβων από άλλες περιοχές της Συρίας όπως η ανατολική Γκούτα, από τα περίχωρα της Δαμασκού, από την Χάμα και Ίντλιπ. Σύμφωνα με στοιχεία διεθνών οργανισμών, μόνο το Δεκέμβριο του 2020 μετακινήθηκαν στην εν λόγω πόλη 13.000 άνθρωποι. Την ίδια χρονική περίοδο υπολογίστηκε ότι ο συνολικός πληθυσμός της Afrin ήταν 442.000 από τις οποίες μόνο οι 157.278 ήταν Κούρδοι. Στην ευρύτερη περιοχή της Άφριν, η Τουρκία οικοδόμησε εφτά διαφορετικά χωριά ως «πιλοτικά μοντέλα» ούτως ώστε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις να ακολουθήσουν και άλλα κύματα μετακινήσεων. Σε αυτά τα χωριά χτίστηκαν πολλά τζαμιά και θρησκευτικά εκπαιδευτικά κέντρα.

Μετεγκατάσταση πληθυσμών έγινε από την Τουρκία και στις περιοχές μεταξύ Tel Abyad – Resulayn. Από τη συγκεκριμένη περιοχή καταγράφηκε μάλιστα και ένας από τους μεγαλύτερους εκτοπισμούς στη διάρκεια της δεκαετίας αφού έφτασε περίπου στις 200.000 ανθρώπους μέσα σε μερικούς μήνες. Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού που εκτοπίστηκε σε άλλες περιοχές ήταν και σε αυτή την περίπτωση οι Κούρδοι. Τη θέση τους πήραν σουνίτες Άραβες, αλλά και ειδικά πολλές εκατοντάδες οικογενειών των στρατιωτών του Εθνικού Στρατού Συρίας που έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις.

Η προσπάθεια για μια ευρύτερη διαδικασία «αποκουρδοποίησης» των περιοχών στα βόρεια της Συρίας, συνδυάστηκε και με πολιτικές πολιτισμικής αλλαγή. Για παράδειγμα μέχρι και πριν την κατάρρευση της εξουσίας Άσαντ, στις κατεχόμενες από τον τουρκικό στρατό κουρδικές περιοχές επιβλήθηκε η τουρκική γλώσσα ως η δεύτερη επίσημη. Όλες οι επιγραφές δημόσιων κτιρίων είναι στην αραβική και τουρκική. Στην πόλη Afrin απαγορεύτηκαν τα κουρδικά ονόματα και πολλοί δημόσιοι χώροι μετονομάστηκαν. Για παράδειγμα υπάρχει πλατεία που φέρει το όνομα «Ρετζέπ Ταγγίπ Ερντογάν». Σύφωνα με τα στοιχεία διεθνών οργανισμών, σε περίπου 500 σχολεία στις εν λόγω περιοχές, η τουρκική γλώσσα πλέον, ενώ σταδιακά στις εκπαιδευτικές δομές έκαναν και την εμφάνιση τους ιεροδιδασκαλεία που λειτουργούν στα πρότυπα αυτών που υπάρχουν στην Τουρκία.

Τον Αύγουστο του 2020, ο ισλαμικός Σύνδεσμος Ανθρωπιστικής Βοήθειας İHH, ένας από τους ισχυρότερους με έδρα την Τουρκία, δημιούργησε υποδομές σχολεία εκμάθησης Κορανίου σε οικίες και υποστατικά που εγκατέλειψαν Κούρδοι εκτοπισμένοι στην πόλη Resulayn. Παράλληλα το πανεπιστήμιο της πόλης Γκαζίαντεπ της Τουρκίας, δημιούργησε μέχρι σήμερα τρεις σχολές παραρτήματα σε τρεις διαφορετικές περιοχές της βόρειας Συρίας. Οι Σύριοι φοιτητές των παραρτημάτων αυτών μπορούν αργότερα να συνεχίσουν τις σπουδές τους στην Τουρκία.

Οικονομική εκμετάλλευση συριακών – κουρδικών περιοχών

Πέρα από τον στρατιωτικό και πολιτικό έλεγχο των περιοχών στα βόρεια της Συρίας που επιδίωξε να επιβάλει η Τουρκία, η οικονομική δραστηριότητα και οι παραγωγικές βάσεις των Κούρδων τέθηκαν επίσης στο επίκεντρο των σχεδιασμών της. Οι περιοχές της Συρίας που χαρακτηρίζονται από την πυκνότητα κουρδικού πληθυσμού, ήταν για πάρα πολλά χρόνια επίκεντρο της καλλιέργειας ελαιόδεντρων και παραγωγής ελαιόλαδου. Οι πολιτικές εκτοπισμού των Κούρδων από τις εν λόγω περιοχές που ήταν το επίκεντρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων, αποτέλεσαν μια σημαντική βάση πάνω στην οποία η Τουρκία και οι τοπικοί της σύμμαχοι έλεγξαν ένα τεράστιο μέρος αυτής της παραγωγής. Υπολογίζεται ότι μέχρι τα τέλη του 2020, οι περιοχές που τέθηκαν υπό τουρκικό έλεγχο παρήγαγαν περίπου 60.000-70.000 τόνους ελαιόλαδο ετησίως.

Αρχικά τον έλεγχο της παραγωγής είχε ο τουρκικός στρατός. Επέβλεπε την παραγωγή και διασφάλιζε ότι οι έμποροι θα αγόραζαν σε ευνοϊκές τιμές ελαιόλαδο, το οποίο θα έφτανε απευθείας στην τουρκική αγορά. Το 2018 η τουρκική αγροτική συνεργατική τράπεζα ανέλαβε το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου ελαιόλαδου από την κουρδική επαρχία Afrin και ξεκίνησε μάλιστα την προώθηση του στις διεθνείς αγορές. Τότε υπολογίστηκε ότι η συνολική αγορά ελαιόλαδου της Afrin έφτανε περίπου στα 200 εκατομμύρια δολάρια ετησίως. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση Ερντογάν ποτέ δεν αρνήθηκε αυτή τη διάσταση της δραστηριότητας της στις βόρειες περιοχές της Συρίας. Αντίθετα παρουσίασε την εμπορική δραστηριότητα ως μέρος της δημιουργίας εμποδίων προς την περαιτέρων οικονομική ενίσχυση των κουρδικών ένοπλων ομάδων. Σταδιακά ο συνδυασμός του πολιτικού, διοικητικού και στρατιωτικού ελέγχου που άσκησε η Τουρκία, δημιούργησε και τις προϋποθέσεις για εισαγωγή της τουρκικής λίρας ως το νόμισμα των συναλλαγών σε αυτές τις περιοχές. Μάλιστα υπήρχαν και περιπτώσεις έκφρασης κοινωνικής δυσαρέσκειας και κινημάτων διαμαρτυρίας, εξαιτίας των αρνητικών επιπτώσεων που είχε η υποτίμηση της αξίας του τουρκικού νομίσματος.

To νέο αφήγημα του Ερντογάν…

Είναι γεγονός ότι ο Δεκέμβριος του 2024 αποτελεί σημαντική στιγμή που θα καθορίσει πολλά για ολόκληρη την περιοχή μας. Όπως έχει προαναφερθεί, οι κατακλυσμιαίες αλλαγές στη Δαμασκό αποτέλεσαν μια ακόμα αφορμή για την ανανέωση κάποιων από τους γεωπολιτικούς στόχους της Άγκυρας. Ωστόσο η υλοποίηση τους δεν είναι κάτι που εξαρτάται αποκλειστικά από τους χειρισμούς Ερντογάν. Στο παρόν στάδιο εκείνο που φαίνεται «να περνά από το χέρι του» είναι η ανανεωμένη δυναμική που απέκτησε στο εσωτερικό. Η κατάρρευση της εξουσίας Άσαντ, ήρθε με ένα περίεργο τρόπο να προσφέρει στον Ερντογάν κάτι που είχε χάσει εξολοκλήρου τουλάχιστον μέχρι και την πρώτη εβδομάδα Δεκεμβρίου 2024: τη δυνατότητα να διηγηθεί κάτι νέο στην τουρκική κοινωνία, την ικανότητα να καθορίσει την επικαιρότητα και να γίνει ξανά η βασική προσωπικότητα.

Μετά από πάρα πολλά χρόνια, ο Ερντογάν μπορεί να νιώθει ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας έχει ανοίξει αυτιά και μάτια για τον ακούσει και να τον δει με προσοχή. Αυτή η δυναμική ανέτρεψε τουλάχιστον στο δημοσκοπικό επίπεδο και την καθοδική του πορεία. Ωστόσο ο δρόμος για την ανανέωση της θητείας του είναι ακόμα μακρύς. Το προβάδισμα που απέκτησε λόγω των ανατροπών στη Συρία και της προσοχής που κέρδισε σε διεθνή κλίμακα, μπορεί να αναπαράξει ουσιαστική επιρροή, μόνο εάν συνδυαστεί με την αλλαγή της υλικής πραγματικότητας εντός Τουρκίας. Και σε αυτό το επίπεδο, οι πιέσεις είναι μεγαλύτερες γιατί οι πρώτοι μήνες του 2025 θα είναι καθοριστικοί στην προσπάθεια του Ερντογάν να κεφαλαιοποιηθούν με μόνιμο τρόπο τα «κεκτημένα» της παρουσίας της Τουρκίας εντός Συρίας.

* Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών Πανεπιστήμιο Κύπρου

Πηγή: Φilenews

You may also like

Add Comment

Our Page contains news reposts. We are not responsible for any inaccuracy in the content

Copyright © All rights reserved Faros On Air 

Designed and Developed with 🧡 by eAdvertise

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Accept Read More

-
00:00
00:00
Update Required Flash plugin
-
00:00
00:00