Το μεγάλο γεωπολιτικό θρίλερ με πρωταγωνιστή γνωστό ακαδημαϊκό και επίκεντρο την οικογένεια του Τζο Μπάιντεν και τις ΗΠΑ, βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε πλήρη εξέλιξη επί κυπριακού εδάφους. Ο 57χρονος γνωστός ακαδημαϊκός, Γκαλ Λουφτ, που το έσκασε από το νησί μας την άνοιξη του 2023 κι ενώ ήταν ελεύθερος υπό όρους λόγω της εν εξελίξει διαδικασίας έκδοσής του στις ΗΠΑ, συνελήφθη πάλι μετά από ενάμιση χρόνο φυγοδικίας και πλέον κρατείται από τις κυπριακές Αρχές.
Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες του «Φ», ο Λουφτ εντοπίστηκε στα κατεχόμενα στις αρχές του τρέχοντος μήνα και με μυστικότητα διευθετήθηκε η παράδοσή του μέσω Ηνωμένων Εθνών στην Αστυνομία Κύπρου.
Πάει για απελευθέρωση
Έγκυρη πηγή στην εφημερίδα μας, επιβεβαιώνοντας τις πιο πάνω πληροφορίες ανέφερε ότι «στην παρούσα φάση η διαδικασία έκδοσής του που είναι ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου για έκδοσή του στις ΗΠΑ, έχει παγώσει». Εξήγησε ότι «μέσω του δικηγόρου του έχει προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, επιδιώκοντας έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus».
Με άλλα λόγια, ο Λουφτ επιδιώκει την άμεση απελευθέρωσή του, στη βάση της επιχειρηματολογίας του ότι ο λόγος που εκζητείται από τις Αρχές των ΗΠΑ δεν αιτιολογείται επαρκώς από τα στοιχεία που διαβίβασαν οι Αμερικανοί στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Πολιτικά κίνητρα
Άλλωστε, ο Λουφτ από την άνοιξη του 2023 οπότε είχε τεθεί υπό σύλληψη, σε αρκετές περιπτώσεις εξέφρασε τη θέση ότι το ένταλμα σύλληψης που εξέδωσαν οι Αρχές για φερόμενη υπόθεση εξαγωγής οπλισμού σε Λιβύη και Κίνα, έχει πολιτικά κίνητρα και συγκεκριμένα συνδέεται με το γεγονός ότι πήγε κόντρα στα συμφέροντα της οικογένειας του Αμερικανού Προέδρου Τζο Μπάιντεν. Ο τελευταίος, ως γνωστόν, πρόσφατα αποσύρθηκε από την καμπάνια για επανεκλογή του, παραχωρώντας τη θέση του στην Κάμαλα Χάρις. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του στην Κύπρο (Φεβρουάριος 2023), αμερικανικά και διεθνή ΜΜΕ ασχολήθηκαν με την υπόθεση. Χαρακτηριστικό ήταν και δημοσίευμα της «New York Post».
Το ιστορικό
Ο Λουφτ διηύθυνε το Ινστιτούτο για την Ανάλυση της Διεθνούς Ασφάλειας που εδρεύει στην Ουάσινγκτον, ενώ ήταν σύμβουλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας Ενέργειας των ΗΠΑ. Είναι πρώην αντισυνταγματάρχης του ισραηλινού στρατού.
Ο Λουφτ είχε συλληφθεί στις 16 Φεβρουαρίου στο αεροδρόμιο Λάρνακας, στη βάση ερυθράς αγγελίας της ομοσπονδιακής Αστυνομίας των ΗΠΑ (FBI). Ήταν έτοιμος να ταξιδέψει για το Τελ Αβίβ. Καταζητείτο για φερόμενη υπόθεση εξαγωγής οπλισμού σε Λιβύη και Κίνα μεταξύ των ετών 2015 και 2023.
Μετά από αίτημά του δικηγόρου του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, το οποίο και θα αποφάσιζε την έκδοσή του ή όχι στις ΗΠΑ, αποφασίστηκε να μείνει ελεύθερους υπό αυστηρούς όρους. Ορίστηκε να καταβάλει ο ίδιος ως εγγύηση ποσό €150.000, να εγγυηθεί αξιόχρεος εγγυητής για άλλες €250.000 και να παρουσιάζεται στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Πάφου (διέμενε στη συγκεκριμένη επαρχία) ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Φυγόδικος μέσω Πύλας
Κατάφερε να εκπληρώσει τους όρους και έμεινε ελεύθερος. Ωστόσο, στις 28 Μαρτίου δεν παρουσιάστηκε στον Αστυνομικό Σταθμό για να υπογράψει ως όφειλε. Την ίδια ημέρα, ο Ελληνοκύπριος δικηγόρος του είχε δηλώσει τον Λουφτ ως ελλείπον πρόσωπο στο ΤΑΕ Πάφου, εκφράζοντας, ταυτόχρονα, ανησυχία για τη ζωή του πελάτη του.
Την επόμενη ημέρα και μετά από έρευνα της Αστυνομίας, εντοπίστηκε το όχημα που χρησιμοποιούσε ο Λουφτ στην Κύπρο για να διακινείται. Ήταν εγκαταλελειμμένο σε περιοχή της Δεκέλειας. Οι αστυνομικές Αρχές εξέφρασαν τη θέση ότι το πιθανότερο σενάριο ήταν να διέφυγε μέσω Πύλας. Ο Λουφτ επρόκειτο να παρουσιαστεί ενώπιον Δικαστηρίου στις 3 Απριλίου.
Θα κατέθετε στο Κογκρέσο
Ελληνοκύπριος νομικός που τον εκπροσωπούσε τότε είχε εκφράσει φόβους για τη ζωή του Λουφτ, λέγοντας ότι δεν είχε λόγους να φυγοδικήσει. Εν τέλει, ο 57χρονος καθηγητής έδωσε σημεία ζωής στο πρώτο 10ήμερο του Ιουλίου, όταν μέσω της «New York Post» δημοσίευσε τις θέσεις του σε βίντεο.
Στο σχετικό οπτικό υλικό ο Λουφτ ισχυριζόταν ότι συνελήφθη στην Κύπρο, προκειμένου να αποτραπεί η κατάθεσή του στην Επιτροπή Εποπτείας του Κογκρέσου, με αντικείμενο τις καταγγελίες του ότι η οικογένεια του Αμερικανού Προέδρου, Τζο Μπάιντεν, λάμβανε πληρωμές από πρόσωπα συνδεδεμένα με την κινεζική κατασκοπεία και μοιραζόταν μαζί τους πληροφορίες που εξασφάλιζε.
Ο Λουφτ αναφέρει ότι προμήθευσε με μαρτυρικό υλικό για τους πιο πάνω ισχυρισμούς έξι στελέχη του FBI και το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ σε μυστική συνάντηση στις Βρυξέλλες τον Μάρτιο του 2019, αλλά, όπως υποστηρίζει, υπήρξε συγκάλυψη.
Στο ίδιο βίντεο εμφανιζόταν να λέει: «Δεν είμαι Ρεπουμπλικανός. Δεν είμαι Δημοκράτης. Δεν έχω πολιτικό κίνητρο ή ατζέντα. Το έκανα λόγω της βαθιάς μου έγνοιας ότι αν οι Μπάιντεν θα έρχονταν στην εξουσία, η χώρα θα αντιμετώπιζε το ίδιο τραυματικό σκάνδαλο συμπαιγνίας με τη Ρωσία, μόνο που αυτή τη φορά θα ήταν με την Κίνα».
Τι έγραφε η «New York Post» για τα όσα καταλόγιζε ο Λουφτ στην οικογένεια Μπάιντεν
Την άνοιξη του 2023 κι ενώ ο Λουφτ τελούσε υπό κράτηση, σε διάφορες περιπτώσεις εξέφρασε τη θέση ότι η δίωξη του για παράνομη εξαγωγή όπλων, συνωμοσία και ψευδείς δηλώσεις (στη βάση εντάλματος που εκδόθηκε την 1η Νοεμβρίου του 2022), έχει πολιτικό χαρακτήρα.
Λίγο μετά τη σύλληψή του στην Κυπριακή Δημοκρατία είχε προβεί σε γραπτή τοποθέτηση μέσω του λογαριασμού του στο Twitter: «Έχω συλληφθεί στην Κύπρο σε ένα πολιτικά υποκινούμενο αίτημα έκδοσης από τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ, υποστηρίζουν ότι είμαι έμπορος όπλων. Θα ήταν αστείο εάν δεν ήταν τραγικό. Ποτέ δεν ήμουν έμπορος όπλων. Το υπουργείο Δικαιοσύνης προσπαθεί να με θάψει για να προστατεύσει τον Τζο, τον Τζιμ και τον Χάντερ Μπάιντεν».
Ο Αμερικανός δικηγόρος του Λουφτ, Ρόμπερτ Ενόχ, στις 22 Μαρτίου του 2023 έδωσε πληροφορίες για τους ισχυρισμούς του πελάτη του περί κακόβουλης δίωξης, μέσω εκτενούς δημοσιεύματος στη «New York Post». Ο Ένοχ είχε πει ότι Λουφτ διώκεται πολιτικά επειδή το 2019 είχε επιχειρήσει να καταγγείλει στο αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης ότι η, ελεγχόμενη από την κυβέρνηση της Κίνας, εταιρεία CEFC, είχε οικονομικά «πάρε – δώσε» με τον γιο του Προέδρου των ΗΠΑ, Χάντερ, αλλά και τον αδερφό του Τζο Μπάιντεν, Τζιμ.
Αμφότεροι λάμβαναν μηνιαίως από 100.000 και 65.000 δολάρια, αντίστοιχα. Η κινεζική επιχειρηματική οντότητα που δραστηριοποιείται στον τομέα της ενέργειας, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, είχε δώσει αυτά τα χρήματα με αντάλλαγμα οι Χάντερ και Τζιμ να της δίδουν πληροφορίες από το FBI, στο οποίο είχαν διασυνδέσεις.
Σύμφωνα πάντα με τις θέσεις του Ρόμπερτ Ένοχ,η εταιρεία θα αξιοποιούσε και το όνομα των Μπάιντεν στο πλαίσιο της στρατηγικής της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας να αναπτύξει και να υλοποιήσει το φιλόδοξο πλάνο της για εμπορική σύνδεση με όλο τον κόσμο (Belt and Road Initiative).
Οι πιο πάνω θέσεις από τον δικηγόρο του Λουφτ, πήραν διαστάσεις στις ΗΠΑ, μέσω δημοσιεύματος της αρθρογράφου της αμερικανικής εφημερίδας, Μιράντα Ντιβάιν. Η τελευταία, μάλιστα, εμφανίστηκε σε τηλεοπτική εκπομπή του γνωστού ειδησεογραφικού δικτύου FoxNews μιλώντας για το θέμα.
Το ζήτημα του Λουφτ, διασυνδέθηκε με μια άλλη πολύ μεγαλύτερη υπόθεση που απασχολεί το αμερικανικό Κογκρέσο και αφορά μεταφορές χρημάτων σε λογαριασμούς του Χάντερ Μπάιντεν.
Σύμφωνα πάντα με τα όσα γράφει η αρθρογράφος της «New York Post», ο δικηγόρος Ρόμπερτ Ενόχ υποστηρίζει ότι ο Λουφτ έλαβε πληροφορίες για την πιο πάνω υπόθεση μέσω της σχέσης που είχε με τους επιχειρηματίες-συνεργάτες του Χάντερ Μπάιντεν: Τον Πάτρικ Χο και τον Γιε Γιάνμινγκ, πρόεδρο της CEFC. Αυτές τις πληροφορίες τις διαβίβασε στις αμερικανικές Αρχές.
Στο δημοσίευμα της «New York Post» γινόταν αναφορά ότι η εταιρεία CEFC φέρεται να έδωσε 4,9 εκατομμύρια δολάρια στον Χάντερ και στον Τζιμ Μπάιντεν σε 14 μηνιαίες δόσεις από τον Αύγουστο του 2017. Στο ρεπορτάζ γινόταν επίκληση σε στοιχεία των αμερικανικών Αρχών.
Πηγή: Φilenews