Από τη στιγμή που ο Ντόναλντ Τραμπ εξασφάλισε τόσο θριαμβευτικά την εκλογή του ως ο 47ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, ακούγονται και γράφονται τα πάντα. Και όχι αδικαιολόγητα βάσει του ιστορικού της προηγούμενης προεδρίας του (2016-2020), των αμφιλεγόμενων επαγγελματικών του δραστηριοτήτων και, επιπλέον, της περιπετειώδους προσωπικής του ζωής. Το πώς θα πορευθούν οι ΗΠΑ υπό την προεδρία του Τραμπ στα επόμενα τέσσερα χρόνια, δίκαια απασχολεί όλους.
Ειδικά στα υψηλά δώματα της Ατλαντικής Συμμαχίας του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επικρατεί και ίσως και να κυριαρχεί, ένας πολιτικός πανικός ως προς την αλληλοεξαρτώμενη σχέση μεταξύ των δύο και το μέλλον της. Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί πως η πολιτικό-στρατιωτική συζήτηση για πιθανή απεμπλοκή (decoupling) των ΗΠΑ από τα ευρωπαϊκά δρώμενα, και κατ´ επέκταση τα δρώμενα σε Μεσόγειο και Μέση Ανατολή – που συνδέονται άμεσα με την αρχιτεκτονική ασφάλειας της Ευρώπης – δεν άρχισε με τις αμβλές παρεμβάσεις του Προέδρου Τραμπ την περίοδο 2016 – 2020 όταν αμφισβήτησε ευθέως την αξιοπιστία της Νατοϊκής συμμαχίας. Τόσο η απεμπλοκή των ΗΠΑ από Ευρώπη/Μέση Ανατολή και κατ’ επέκταση η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του ΝΑΤΟ έχουν υπερκομματικές καταβολές.
Πιο συγκεκριμένα, χρονολογούνται από τη δεύτερη προεδρία του Ρεπουμπλικάνου Ρέηγκαν και την πρώτη προεδρία του Δημοκρατικού Κλίντον, όταν τα μεταψυχροπολεμικά πλέον διακηρυγμένα δόγματα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ ανέδειξαν την κομμουνιστική Κίνα ως το αντίπαλο δέος των Αμερικανών.
Από τότε το ατλαντικό ΝΑΤΟ διευρύνθηκε και έγινε παγκόσμιο (Global NATO). Ποτέ όμως η Ατλαντική Συμμαχία δεν έπαψε να είναι, πρωτίστως, ένα κατ’ εξοχή εργαλείο της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας. Όπως υπογράμμισε το 2000 ο εμβληματικός Αμερικανός καθηγητής Kenneth N. Waltz: «Η εξήγηση για την διεύρυνση του ΝΑΤΟ δεν βρίσκεται στο ΝΑΤΟ ως θεσμός, αλλά στην ισχύ και τους στόχους της Αμερικής». Ο κυρίαρχος στόχος της Αμερικής μεταψυχροπολεμικά παραμένει η ανάσχεση της Κίνας. Και η αμερικανική ηγεμονία επί της Ατλαντικής Ευρώπης είναι απαραίτητο εργαλείο για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού.
Συνεπώς λανθασμένα ανησυχούν – όσοι πραγματικά ανησυχούν – οι Ατλαντιστές Ευρωπαίοι οι οποίοι κατά καιρούς, όπως τώρα, ορθώνουν ανάστημα και (ξανά) μιλούν για ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία, για ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια και τα λοιπά συναφή που στην ουσία δεν είναι παρά μια χίμαιρα. Με εξαίρεση την Γκωλική περίοδο, η παραγωγή στρατηγικής σκέψης (long range strategic thinking) στην Ευρώπη είναι μηδενική, κυριολεκτικά. Και ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ένα κραυγαλέο αποκορύφωμά της. Οι Ευρωπαίοι λεγόμενοι «διανοητές του πολέμου» (war intellectuals) αντί να προβληματίζονται για το πώς πρέπει να σκέφτεται η Ευρώπη σε μείζονα ζητήματα στρατηγικής και ασφάλειας, αναρωτιούνται πως σκέφτονται οι Αμερικανοί, μαζί με κάποια γνωστά αμερικανικά think-tanks ώστε να προσαρμοστούν αντίστοιχα.
Αντίθετα, η αμερικανική πρωτοκαθεδρία στη Ευρώπη, τους έχει γίνει πλέον τρόπος ζωής. Βολεύει όμως και τους Αμερικανούς. Και επιπλέον στους τελευταίους στοιχίζει πολύ φθηνότερα από όσο λέγεται και παρουσιάζεται επίσημα από το αμερικανικό κράτος. Είναι «good deal» θα έλεγε ο επιχειρηματίας Τραμπ να ηγεμονεύεται η Ατλαντική Ευρώπη τόσο φθηνά. Απλά ο Τραμπ σε αντίθεση όμως με άλλους Προέδρους των ΗΠΑ, θα επανέλθει και θα απαιτήσει εκβιαστικά από τους ατλαντικούς του συμμάχους να πληρώνουν ολόκληρο εισιτήριο στο αμερικανικό ευρωπαϊκό λεωφορείο ασφάλειας το οποίο μέχρι τώρα επιδοτείται από την Αμερική . Περίπου 70% των παγίων του ΝΑΤΟ καλύπτονται από την Ουάσινγκτον.
>Ανατολική Μεσόγειος και Μέση Ανατολή
Τηρουμένων των αναλογιών τα παραπάνω ισχύουν για την αμερικανική παρουσία σε Μεσόγειο και Μέση Ανατολή. Τόσο στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου όσο και σήμερα, τα αμερικανικά δόγματα ασφαλείας θεωρούν την Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή ως ένα ενιαίο χώρο με το ευρωπαϊκό μέτωπο. Ο προφανής λόγος — το «Άγιο Δισκοπότηρο» (“Holy Grail”) — είναι ο ενεργειακός της πλούτος που δεν πρέπει να ελέγχεται παρά μόνο από τις ΗΠΑ. Στο Δόγμα Κάρτερ του 1981 η συνθήκη αυτή καταγράφεται ξεκάθαρα.
Από τον πόλεμο όμως του Σουέζ του 1956 και ειδικά από τον Αραβο- Ισραηλινό του 1967, το Ισραήλ εξελίχθηκε σε στρατιωτικό εταίρο των ΗΠΑ και η ασφάλεια του – λόγω και του εβραϊκού λόμπυ στις ΗΠΑ- έχει πλέον «ενσωματωθεί» στην ασφάλεια των ΗΠΑ. Η μέχρι τώρα αμερικανική πρωτοκαθεδρία στην περιοχή, έχει καταφέρει να παράξει ασφάλεια και για τα πλείστα Αραβικά καθεστώτα. Θύμα βέβαια της συνθήκης αυτής ήταν, είναι, και παραμένουν οι Παλαιστίνιοι τους οποίους το μέλλον διαφαίνεται ζοφερό.
>>Κύπρος και Ελλάδα
Η αμερικανική στρατιωτική παρουσία σε Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή (Νοτιοδυτική Ασία) παραμένει πολύμορφα εντυπωσιακή αλλά δεν είναι ευρύτερα γνωστή. Στρατηγικά και στρατιωτικά την ευθύνη για την περιοχή έχει η Αμερικανική Κεντρική Διοίκηση (CENTRAL COMMAND ήCENTCOM). Η CENTCOM, είναι μια (1) από τις έξι (6) παγκοσμίου εμβέλειας αμερικανικές διοικήσεις που έχει έδρα της την Φλώριδα. (Βλ. εδώ τις 6 Διοικήσεις που διοικούν τον κόσμο. Πρώτη η CENTRAL COMMAND). Η CENTCOM ιδρύθηκε το 1983 ως συνέπεια του Δόγματος Κάρτερ και με στρατηγικό στόχο τη τάχιστη ανάπτυξη αμερικανικών δυνάμεων στην περιοχή. Πέραν των ναυτικών και αεροπορικών τους βάσεων, πάνω από 40 χιλιάδες πεζοναύτες είναι αναπτυγμένοι στην περιοχή.
Όπως και με την περίπτωση της Ευρώπης, μεσοπρόθεσμα δεν διαφαίνεται διάθεση αποχώρησης τους από την περιοχή. Και τα επερχόμενα 4 χρόνια προεδρίας (και τελευταίας) του Τραμπ είναι ελάχιστα, αμελητέα θα έλεγα, για ριζοσπαστικές αλλαγές.
Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με Κύπρο και Ελλάδα, ισοτιμία σχέσεων ανάμεσα σε ΗΠΑ και των συμμάχων και συνεργατών της δεν νοείται. Ωστόσο ένας ηγεμόνας, όπως γράφει και ο Μακιαβέλλι, χρειάζεται αυλικούς για να νομιμοποιεί την εξουσία του ουσιαστικά, έτσι και οι αυλικοί χρειάζονται τον ηγεμόνα για την ασφάλειά τους και την ευημερία τους.
Αναφορικά με την Ελλάδα η αμερικανική ηγεμονία περιορίζεται από το γεγονός της συμμετοχής της στην Νατοϊκή συμμαχία η οποία με βάση το καταστατικό της (Συνθήκη της Ουάσιγκτον 1949 – Treaty of Washington ) είναι ένας πολιτικός διεθνής οργανισμός ισότιμων μελών και όχι μια στρατιωτική συμμαχία. Μπορεί να λειτουργήσει ως στρατιωτική συμμαχία μόνο συναινετικά. Είναι εδώ που εντοπίζεται η πλάνη «ένας για όλους και όλοι για ένα» του Άρθρου 5 περί Νατοϊκής αλληλεγγύης. Δεν υπάρχει αυτοματισμός. Και είναι εδώ που πατά ο Τραμπ για να κάνει το δικό του στην Ατλαντική Ευρώπη. Αλλά η συνθήκη αυτή προσφέρει και επιλογές σε Νατοϊκές χώρες και εκεί διαφαίνεται ποιες χώρες και υπό ποιες συνθήκες μπορεί να αυξήσουν τις επιλογές τους και να διευρύνουν την επιρροή τους.
Επιπλέον στην παρούσα συγκυρία και λόγω κυρίως του πολέμου στην Ουκρανία ειδικά αλλά και αυτού στη Γάζα, οι ΗΠΑ έχουν αναπτύξει αλλά και εμβαθύνει τις διμερείς σχέσεις τους με παραδοσιακούς και μη συμμάχους τους, ενώ τις έχουν περιορίσει με άλλους. Και το σκεπτικό εδώ είναι η διεύρυνση των επιλογών τους. Μέσα από αυτό το πρίσμα διακρίνεται μια «αναβάθμιση» στις σχέσεις Αθήνας και Ουάσινγκτον. Εναπόκειται στην Αθήνα να μεγιστοποιήσει την συνθήκη αυτή για να εξυπηρετήσει το εθνικό της συμφέρον.
Σε ό,τι αφορά στην Κύπρο, σε πρόσφατο κείμενο μου στον Φιλελεύθερο «Κύπρος και Ασφάλεια: Κύριος Μη Νατοϊκός Σύμμαχος των ΗΠΑ» 27 Οκτ., 2024, σελ. 21 – το αγγλικό κείμενο δημοσιεύθηκε την ίδια μέρα στην Cyprus Mail), έχω καταθέσει κάποιες εισηγήσεις πολιτικής έχοντας υπόψη βέβαια τις πρόσφατες θεσμικές εξελίξεις στις διμερείς σχέσεις ανάμεσα σε Λευκωσία και Ουάσιγκτον. Στο κείμενο μου αναφέρθηκα και σε πιθανή μελλοντική επίσκεψη του Κύπριου Προέδρου στον Λευκό Οίκο χωρίς να γνωρίζω πως μια τέτοια εξέλιξη ήταν ήδη στα σκαριά. Θεωρώ την επίσκεψη του Κύπριου Προέδρου στον Λευκό Οίκο ένα σημαντικό γεγονός που δεν επηρεάζεται ποσώς από την εκλογή Τραμπ.
Αυξάνονταιοικυπριακέςεπιλογές
Ολοκληρώνοντας θέλω να υπογραμμίσω κάτι που θεωρώ καθοριστικό. Δεν κατέχω τεκμήρια, αλλά εκτιμώ πως πίσω από τη θεαματική ανάπτυξη των σχέσεων Λευκωσίας και Ουάσιγκτον η κινούσα δύναμη είναι το Πεντάγωνο και όχι το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών. Μια επισταμένη μελέτη των όσων έχουν μέχρι τώρα δημοσιευθεί προς αυτό το συμπεράσματα εκεί οδηγεί. Είναι πολύ συγκεκριμένες ανάγκες του Πενταγώνου που εξυπηρετούνται από τις διμερείς συμφωνίες Κύπρου-ΗΠΑ . Ανάγκες δηλαδή της CENTCOM. Και αυτές οι εξυπηρετήσεις παρέχονται χωρίς «αλά Τούρκα» εκβιασμούς και παρατράγουδα. Εάν η υπόθεση εργασίας μου είναι ορθή, η εκλογή Τραμπ — με την έννοια πως θα επανέλθει ένα αλισβερίσι μεταξύ του και του Ερντογάν — δεν πρόκειται να επηρεάσει τα πράγματα.
Θα δημιουργήσουν όμως οι θετικές αυτές εξέλιξις μια κρίσιμη μάζα που να έχει και θετικές συνέπειες στο «Κυπριακό Ζήτημα» (“Cyprus Question”) όπως για πρώτη φορά από όσα γνωρίζω το χαρακτήρισαν οι Αμερικανοί σε αντίθεση με την Αγγλοτουρκική κατασκευή “Cyprus Problem”; Δεν γνωρίζω. Αυτό όμως που αντιλαμβάνομαι είναι πως για πρώτη φορά διακρίνεται μια αμερικανική θέση ενάντια στο τουρκικό βέτο που λειτουργούσε στο τρίγωνο Άγκυρας- Ουάσιγκτον – Λευκωσίας. Είναι για αυτό που στην Νατοϊκή Τουρκία ωρύονται πως «περικυκλώνονται» και πως απειλείται η ασφάλεια της. Ωρύονται διότι αυξανόταν οι επιλογές του κυπριακού κράτους – της Κυπριακής Δημοκρατίας – και περιορίζονται οι επιδρομικές δικές τους. Αν τώρα η Κυπριακή Δημοκρατία προσκληθεί από το Πεντάγωνο, γιατί αυτό αποφασίζει να γίνει και Κύριος Μη Νατοϊκός Σύμμαχος των ΗΠΑ (Major Non-NATO Ally of the US, τότε θα έχουμε μια μείζονα θετική εξέλιξη για το μέλλον και την ασφάλεια του τόπου.
*Πρώην πρέσβης της Δημοκρατίας στις ΗΠΑ Πρέσβης (Επί Τιμή)
Πηγή: Φilenews