Μία απόρρητη και προσωπική επιστολή του Χριστόδουλου Βενιαμίν, τότε έπαρχου Λεμεσού προς τον υπουργό Εσωτερικών, Πολύκαρπο Γεωρκάτζη, ημερομηνίας 27 Ιανουαρίου 1964, περιγράφει την κατάσταση που επικρατούσε στην Κύπρο, μετά τα γεγονότα των Χριστουγέννων, μετά την τουρκοανταρσία.
Η επιστολή συνιστούσε μια αποτίμηση της κατάστασης αλλά και των προβλημάτων που διαμορφώθηκαν μετά από όσα συνέβησαν. Παράλληλα, ο Βενιαμίν είχε καταθέσει και εισηγήσεις για προστασία, ενίσχυση του κράτους και για την ασφάλεια, της χώρας και των πολιτών. Ο Βενιαμίν, αργότερα Γενικός Διευθυντής του υπουργείου Εξωτερικών, υπουργός Εσωτερικών και βουλευτής, έθεσε εγγράφως τις απόψεις του και δεν παρέλειψε να προβεί σε επικρίσεις για τη διαχείριση που γινόταν.
Υποδείκνυε στην επιστολή: «Είμαι της γνώμης ότι πλείστον μέρος της καταστάσεως εις ην ευρισκόμενα σήμερον οφείλεται εις το γεγονός ότι δεν ηδυνήθυμεν να επιβληθώμεν ως κράτος ευθύς ως εξεδηλώθη η ανταρσία και τούτο οφείλεται εις πλείστους λόγους αναφορά εις τους οποίους ουδένα σκοπό θα εξυπηρετήση. Δυστυχώς και τώρα τα μέτρα τα οποία λαμβάνομεν δεν φαίνεται να είναι ικανά εις το να μας παράσχουν την δυνατότητα επιβολής μας ως Κράτος και ίσως κάποτε να ευρωθώμεν προ χειροτέρας καταστάσεως καθ΄ ότι ο ρυθμός μετά του οποίου εργαζόμεθα φαίνεται να είναι αρκετά βραδύς και επίσης φαίνεται ότι διακατεχόμεθα από μιαν αναποφασιστικότητα εις το να προβώμεν εις τα απαραιτήτους ενέργειας διά την αντιμετώπισιν της καταστάσεως εσωτερικώς όσον είναι δυνατόν».
Ο Βενιαμίν εξηγώντας τα πιο πάνω έθεσε κάποιους λόγους, που αφορούσα την έλλειψη πλήρους ετοιμότητας, το φόβο επανάληψης των συγκρούσεων ενώ εστίαζε στην ανάγκη να μην δοθεί λαβή στην Τουρκία να επέμβει στρατιωτικά. Σημείωνε παράλληλα και την αδυναμία αντιμετώπισης τυχόν πιθανής επέμβασης της Τουρκίας. Θεωρώντας ότι οι πιο πάνω λόγοι είναι σοβαροί έθετε επί τάπητος τα δεδομένα. Υπογράμμιζε ότι η κατάσταση είναι πως η τουρκική κοινότητα έπαυσε να συμμετάσχει εις την διακυβέρνηση του τόπου και πως συνέχιζε να καταβάλλει προσπάθεια για τη δημιουργία χωριστής διοίκησης. Προσέθετε πως ο στόχος «έχει σε μεγάλο βαθμό επιτευχθεί» σημειώνοντας ότι οι ξένες δυνάμεις προς τις οποίες απευθύνθηκε η Κύπρος για συμπαράσταση «κλίνουν υπέρ των προσπαθειών της τουρκικής κοινότητας» και «την στιγμή ταύτην φαίνεται να μας υποβάλλουν εισηγήσεις ευνοούσας την δημιουργηθείσαν κατάσταση ‘’ντε φάκτο’’. Ημείς ως Κράτος φαίνεται να έχωμεν απορρίψη τας τοιαύτας εισηγήσεις παρά το γεγονός ότι ουδεμία άλλη χώρα, μη εξαιρουμένης και αυτής της Ελλάδος, επρομυμοποιήθη να μας παράσχη την συμπαράστασιν της εις την προσπάθεια μας ν΄’ αποφύγωμεν την αναγνώρισιν της δημιουργηθείσας καταστάσεως…»
Περαιτέρω, γίνεται αναφορά στη διεθνοποίηση του προβλήματος για να υποδειχθεί ότι αναμένεται ότι θα υπάρξει καθυστέρηση.
Στην επιστολή ο Βενιαμίν επαναλάμβανε τους φόβους για τουρκική εισβολή και τόνιζε πως το όλο το θέμα πρέπει να αντιμετωπισθεί υπό τον εξής φακόν: «Η τουρκική κοινότης έλαβε τα όπλα εναντίον του Κράτους και επιδιώκει την δημιουργίαν χωριστής διοικήσεως δι’ αυτήν. Η Τουρκία, εν συνεννοήσει, υποστηρίζει την τοιαύτη προσπάθειαν, η οποία φαίνεται να τυγχάνη και των ευλογιών των μεγάλων Δυνάμεων». Ο Χριστόδουλος Βενιαμίν αναφέρει στην επιστολή πως από τη στιγμή που «δεν θα δεχθούμε τα τετελεσμένα, τότε να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα από πλευράς του κράτους».
Στη μακρά επιστολή του προς τον τότε υπουργό Εσωτερικών, υποστήριζε πως παράλληλα προς οποιαδήποτε ενέργεια για προώθηση της επίλυσης διεθνώς, επιβάλλεται η λήψη μέτρων στο εσωτερικό:
Α) Την αύξηση της αστυνομικής δύναμης σε βαθμό που να μπορεί να αντιμετωπίσει μεμονωμένα επεισόδια και συγκρούσεις και να είναι σε θέση να επιβάλλει το νόμο και την τάξη.
Β) Την αναδιοργάνωση οιωνδήποτε άλλων μας δυνάμεων κατά τρόπο ώστε να είναι έτοιμοι να υποβοηθήσουν το Κράτος σε μια ολοκληρωτική σύρραξη ( σ.σ. εννοούσε προφανώς ένοπλες ομάδες, που ως γνωστό στη συνέχεια συγκροτήθηκαν δραστηριοποιήθηκαν, όπως οι ομάδες Λυσσαρίδη, Σαμψών κλπ).
Γ) Την λήψη πιθανός ορισμένων νομοθετικών μέτρων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τα οποία εγείρονται λόγω της αποχώρησης των Τουρκοκυπρίων από το υπουργικό συμβούλιο.
«Δεν πιστεύω ότι ο ελληνικός λαός θ΄ανεχθή την κατάληψιν της νήσου»
Ο Χριστόδουλος Βενιαμίν στην επιστολή του προς τον Πολύκαρπο Γεωργκάτζη, αναφέρει πως αντιλαμβάνεται ότι καταβάλλονται προσπάθειες για αύξηση της δύναμης της Αστυνομίας κατά 600 πρόσωπα. Μια τέτοια αύξηση, υποδεικνύει, είναι ανεπαρκής προσθέτοντας ότι θα πρέπει να προσβληθούν και ειδικοί αστυνομικοί πέραν των 600.
Αναφερόμενος ειδικά στη Λεμεσό, ανέφερε πως παρά τη συμφωνία της 8ης Ιανουαρίου για κατάπαυση του πυρός και τη συγκατάθεση της κυβέρνησης όπως μη ερευνώνται μέλη μιας κοινότητας υπό μελών της άλλης, κατόρθωσε μετά από επιμονή:
- Να διατηρήσει το δικαίωμα έρευνας και συλλήψεως από την Αστυνομία και την Χωροφυλακή οιοδήποτε προσώπου ανήκοντος εις την άλλην, κοινότητα.
- Την συνεχή περιπολία της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής σε όλη την επαρχία ασχέτως εάν οιαδήποτε περιοχή ή κοινότητα κατοικείται αποκλειστικά από Τούρκους.
- Την κατ΄ ουδένα λόγο αναγνώριση των αποσκιρτησάντων Τούρκων ως χωριστή Αστυνομία.
- Την τοποθέτηση οδοφραγμάτων και έρευνα οχημάτων και προσώπων όπου υπάρχει εύλογος υποψία ότι παρανομούν.
Ο Χριστόδουλος Βενιαμίν επιμένει στην ενίσχυση του κράτους και της λειτουργίας του με τρόπο που να μην δημιουργείται η εντύπωση ότι υπάρχει άλλη οντότητα, στη χώρα. Προτείνει και τη δημιουργία μηχανισμού ενημέρωσης των κρατικών υπαλλήλων, κεντρικά και επαρχιακά.
Για το φόβο τουρκικής επέμβασης, παρόλο που αναγνωρίζει ότι δεν γνώριζε τα διπλωματικά δεδομένα, αναφέρει πως όσα εξαγγέλλει η Τουρκία τα πράττει για εκφοβισμό και όχι για τα υλοποιήσει. Κατέληξε δε και στα εξής:
Α) Επέμβαση της Τουρκίας θα συνεπήγετο μοιραίας την ανάμειξιν της Ελλάδος διότι δεν πιστεύω ότι ελληνικός λαός θ΄ανεχθή την κατάληψιν της νήσου υπό της Τουρκίας με την Ελλάδα μένουσαν ως απλός θεατής.
Β) Φαίνεται ότι την πιθανότητα μιάς τοιαύτης συρράξεως μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος, παρά τας διαβεβαιώσεις της Κυβερνήσεως της Ελλάδος περί αντιθέτου σοβαρώς έχει υπόψιν και η αμερικανική κυβέρνησις. Τούτο δε μου ελέχθη σχετικώς προ ολίγων ημερών υπό μέλους της Αμερικανικής πρεσβείας εν Κύπρω.
Γ) Μία σύρραξις μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας μοιραίως θα ενέπλεκε το ΝΑΤΟ. Διερωτώμαι εάν ποτέ η Αμερική και Αγγλία θα εριψοκινδύνευον μία τοιαύτην πιθανότητα.
Η επιτυχία των επιδιώξεων μας, νομίζω ότι πολύ θα εξαρτήθη εκ της ιδικής μας στάσεως. Όσον περισσότερον σταθερά και επίμονος τόσο περισσότεραι, κατά την γνώμην μου, αι ελπίδες επιτυχίας».
Μια διάσταση που θέτει και αφορά την αύξηση της Αστυνομικής Δύναμης είναι και το γεγονός ότι το Κράτος δεν μπορεί να στηρίζεται σε εθελοντές. «Η ύπαρξις της χώρας κινδυνεύει και ημείς προσπαθούμε να επικρατήσωμεν με δωρεάν επιστρατεύσεις. Είμεθα κράτος, διαθέτομεν πόρους, έχομεν ανάγκην δυνάμεως ασφαλείας τας οποίας πρέπει να δημιουργήσωμεν εις τακτικόν σώμα το ταχύτερον. Νομίζω ότι τίποτα πλέον επείγον και πλέον λογικό δεν υπάρχει», ανέφερε.
Η επιστολή κοινοποιήθηκε και στον Πρόεδρο Μακάριο.
- Η επιστολή είναι από το Αρχείο του αείμνηστου πρέσβη Άντρου Νικολαίδη, το οποίο παραχωρήθηκε στο Κέντρο Μελετών Τάσσος Παπαδόπουλος.
Πηγή: Φilenews