Ο Ιούλιος, μήνας πικρής και οδυνηρής μνήμης για την Κύπρο και τον Ελληνισμό, φέρνει στο μυαλό σκληρές και επώδυνες εμπειρίες, θλιβερά όσο και ντροπιαστικά συμβάντα από τη δική μας μικρή κοινωνία του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου και όσα βίωσε το καλοκαίρι του 1974 «με τις δυό λεπίδες του», κατά τη ρήση του ποιητή: Το πραξικόπημα και την εισβολή. Η κοινωνία του ΡΙΚ, κατ’ εικόνα και ομοίωση της περιρρέουσας εκείνης της εποχής, συνιστούσε ένα καθρέφτισμα “βίου και πολιτείας” της ίδιας της Κύπρου. Γι’ αυτό όσα συνέβησαν πριν από 50 χρόνια στο ΡΙΚ, είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ίδιας της ιστορίας της μικρής, αγαπημένης πατρίδας.
Το ΡΙΚ, μαζί με το Προεδρικό, την Αρχιεπισκοπή και το Εφεδρικό Σώμα της Αστυνομίας, ήταν από τους πρώτους και κύριους στόχους των πραξικοπηματιών. Το μοναδικό τότε μονοπωλιακό μέσο μαζικής ραδιοφωνικής και τηλεοπτικής πληροφόρησης έπρεπε να τεθεί υπό τον απόλυτο έλεγχο των αυτόκλητων σωτήρων. Για να μεταδίδονται τα μεγάλα ψέματα και τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα. Η Χούντα των Αθηνών «πρωτοτυπώντας σατανικά», κατά τον ευφυή χαρακτηρισμό τού τότε γενικού μας διευθυντή Ανδρέα Χριστοφίδη, αδιαφορώντας για θύματα, εκδήλωσε το πραξικόπημα σε ώρα αιχμής, 8:20 το πρωί, Δευτέρας 15ης Ιουλίου 1974, όταν η Λευκωσία ξυπνούσε ανακουφισμένη με τη σκέψη ότι πέρασε ένα ακόμη Σαββατοκύριακο χωρίς να επισυμβεί το φημολογούμενο κακό και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο. Γεμάτο κόσμο ήταν και το ΡΙΚ από μόνιμους υπαλλήλους, συνεργάτες, ηθοποιούς και καλλιτέχνες. Ο δημοφιλής ηθοποιός Ανδρέας Μούστρας ήταν το κυρίαρχο πρόσωπο στην καντίνα, έχοντας πάντα τριγύρω του πολλούς, που με τίποτα δεν ήθελαν να χάσουν τις χιουμοριστικές ατάκες του. Πιο πέρα, ο εξ Αμμοχώστου Γιώργος Κομίτης αγόρευε με το γνωστό θεατρικό του στυλ, ενώπιον άλλης ομάδας θαμώνων, επί φιλοσοφικών κατά προτίμηση θεμάτων. Ο Μιχάλης Πασιαρδής κρατώντας την πίπα του πήγαινε να πάρει τον σκέτο καφέ του. Ο Κύρος Ρωσσίδης στο στούντιο της τηλεόρασης, πρωινός-πρωινός, μόλις είχε ολοκληρώσει ένα ακόμη επεισόδιο κουκλοθεάτρου. Στο χαρακτηριστικό σπιτάκι έξω από το κάγκελο της εισόδου του ιδρύματος, δίπλα από τις αστυνομικές κατοικίες και το Εφεδρικό, υπήρχε πυρετώδης οργασμός, καθώς τα κινηματογραφικά συνεργεία ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν για το πρόγραμμα της ημέρας. Ο Ανδρέας Κωνσταντινίδης μόλις είχε φθάσει εκεί με το αυτοκίνητό του, κατέβηκε για να καθίσει στο τιμόνι η σύζυγός του έχοντας πλάι της τον γιο τους, τον μικρό Πόλυ.
Ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά
Και τότε, ξεκίνησε το κακό. Ένοπλοι στρατιώτες εμφανίστηκαν στην πύλη του ΡΙΚ πυροβολώντας. Βροχή οι σφαίρες, Έλληνες να κτυπούν Έλληνες και στη μέση ανυπεράσπιστοι και σοκαρισμένοι οι υπάλληλοι να μην καταλαβαίνουν ακόμα τι γινόταν.
Η γυναίκα του Ανδρέα λιποθύμησε στο τιμόνι. Ο ίδιος, άρπαξε τον γιο του και προσπάθησε ενστικτωδώς να τον προστατεύσει με το σώμα του σε παρακείμενο αυλάκι. Ο Χάρης Τριλλίδης αντιδρώντας ψύχραιμα έβγαλε το άσπρο του πουκάμισο, το τοποθέτησε πρόχειρα σ’ ένα σκουπόξυλο και το κουνούσε από ένα παράθυρο του κινηματογραφικού συνεργείου, για να καταλάβουν οι επιτιθέμενοι ότι επρόκειτο για γραφείο εργαζομένων και όχι για φυλάκιο του Εφεδρικού. Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα για να εμφανιστούν οι ένοπλοι στους διαδρόμους του ΡΙΚ, ούτε υπήρχε πια αμφιβολία σε κανέναν ότι επρόκειτο για πραξικόπημα. Όσοι βίωσαν το κακό, έχουν να αφηγηθούν σκηνές αλλόκοτες που δεν χωρά ο ανθρώπινος νους. Έλληνες αξιωματικοί και Κύπριοι στρατιώτες μπήκαν στο ΡΙΚ πυροβολώντας ανεξέλεγκτα, βρίζοντας χυδαία με απίστευτο φανατισμό, πληγώνοντας τον μοναδικό αστυνομικό φρουρό στον πυργίσκο του ΡΙΚ, μαντρώνοντας τους υπαλλήλους και επισκέπτες πρώτα στον διάδρομο, ύστερα στο στούντιο της τηλεόρασης και κατόπιν, χρησιμοποιώντας μια μεγάλη ομάδα υπαλλήλων σαν ανθρώπινη ασπίδα, τους οδήγησαν εκτός κτηρίου, προκειμένου να κάμψουν την ούτως ή άλλως υποτυπώδη αντίσταση των λιγοστών στελεχών του Εφεδρικού, καθώς οι περισσότεροι είχαν ξενυχτίσει σε καίριες θέσεις φοβούμενοι εκδήλωση πραξικοπήματος και άλλοι είχαν καλύψει την επιστροφή του Προέδρου Μακαρίου από τη θερινή κατοικία του Τροόδους. Από τους πυροβολισμούς άρπαξε φωτιά το βεστιάριο κι ο σκηνογράφος Στέφανος Αθηαινίτης παρακολουθούσε ανήμπορος να διασώσει τα πολύτιμα κουστούμια θεατρικών παραστάσεων που άφησαν εποχή, ενώ ο Κύρος μόλις πρόλαβε και προστάτεψε τις κούκλες του μέσα από τη φωτιά και τους καπνούς, με τη βοήθεια των ηθοποιών. Ο περιβόητος αντισυνταγματάρχης Λιασκώνης και ο διαβόητος Ροκάς μπήκαν μανιασμένοι και απειλώντας τούς πάντες στο στούντιο ραδιοφώνου, όπου η εκφωνήτρια συνεχείας Τασούλα Μελετίου, τρομοκρατημένη, διατάχθηκε να ετοιμάσει αμέσως τον εθνικό ύμνο και στρατιωτικά εμβατήρια. Πλάι της στεκόταν η Μαίρη Κοντογιάννη, εμφανώς πιο ψύχραιμη, που ετοιμαζόταν να αρχίσει στις 08:30 τη δική της εκπομπή. Στον δισκοφόρο ακουγόταν «Το πουκάμισο το θαλασσί» με τον Νταλάρα, που διακόπηκε απότομα για να αρχίσουν τα εμβατήρια. Ο Λιασκώνης έβγαλε από την τσέπη ένα χαρτί και το έδωσε στην Τασούλα να το διαβάσει. Η Τασούλα έτρεμε από αγωνία και φόβο, δεν ήταν σε θέση να ελέγξει τον εαυτό της, ούτε να διαβάσει το κακογραμμένο στο χέρι κείμενο και πολύ περισσότερο ούτε να το εκφωνήσει. Παρενέβη τότε η Κοντογιάννη και το διάβασε. Ο κόσμος άκουσε άφωνος και αποσβολωμένος: «Έλληνες, η Εθνική Φρουρά επενέβη, δια να σταματήσει τον αδελφοκτόνον πόλεμον. Πάσα αντίστασις εις την νήσον έχει εκλείψει. Ο Μακάριος είναι ήδη νεκρός». Η Τασούλα ευγνωμονεί τη Μαίρη γιατί, λέει, την έσωσε. Η ίδια η Μαίρη και η φωνή της ταυτίστηκαν με τη μισητή εκείνη ανακοίνωση και το μεγάλο ψέμα. Το γεγονός σημάδεψε οριστικά και ανεξίτηλα τη ζωή της, μέχρι τον πρόωρο θάνατό της.
«Εγώ, ρε, είμαι με τον Μακάριο!»
Στο στούντιο της τηλεόρασης μαντρωμένοι οι υπάλληλοι του ΡΙΚ, κατάχαμα, με απέραντη λύπη και απόγνωση, άκουσαν από τα μεγάφωνα την ανακοίνωση. Κάποιοι, λίγοι, δεν έκρυβαν τη χαρά τους. Μερικοί πανηγύρισαν κιόλας, αναφωνώντας «Χριστός Ανέστη» και, αφελώς, «Έρχεται η Ένωση». Ο Κώστας Χαραλαμπίδης ψιθύρισε στους διπλανούς του, «Έρχονται οι Τούρκοι». Ο Ροκάς, με το πιστόλι στο χέρι και με πλατύ χαμόγελο θριάμβου, φώναξε εις επήκοον όλων: «Και τώρα που ο κωλόπαπας πέθανε, ποιος είναι μαζί του;». «Εγώ» ακούστηκε η αγέρωχη φωνή της Λόλας Σκουταρίδου, μεταφράστριας, εθελόντριας στον αγγλικό στρατό στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, «Εγώ, ρε, ήμουν, είμαι και θα είμαι με τον Μακάριο». Ο Ροκάς όπλισε και έστρεψε το πιστόλι προς τη Λόλα. Εκείνη ούτε που το κούνησε. Οι γύρω της, προσπαθώντας να προστατευθούν έκαναν με νεύματα σινιάλο στον αφιονισμένο αξιωματικό «άστην, δεν είναι καλά». Πίσω της ακριβώς η Παναγιώτα Αβάνη καταλαβαίνοντας ότι δεν μπορούσε να συγκρατηθεί, θέλοντας κι αυτή να φωνάξει «κι εγώ είμαι με τον Μακάριο», έκλεισε το στόμα της με τα χέρια και λιποθύμησε. Η Λόλα, όταν σε λίγο έφεραν από τον πυργίσκο στο στούντιο τον πληγωμένο αστυνομικό φρουρό, όρθωσε ξανά το ανάστημά της και ζήτησε επιδέσμους, για να τον περιθάλψει. Σε λίγο, οι πραξικοπηματίες προχώρησαν σε συλλήψεις και οδήγησαν στην ανάκριση την Αιμιλία Ορφανίδου, τον Δημήτρη Αντρέου και τη Ρίτα Κουρούπη Καλλινίκου. Από τα μικρόφωνα του ΡΙΚ συνεχίστηκε να μεταδίδεται ότι ο Μακάριος ήταν νεκρός. Όσο περνούσε η ώρα, ωστόσο, πλήθαιναν και οι ψίθυροι μεταξύ των εγκλωβισμένων υπαλλήλων ότι ο Μακάριος δεν ήταν νεκρός. Και τούτο επιβεβαιώθηκε.
«Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις…»
Ένας άλλος υπάλληλος του ΡΙΚ με έδρα την Πάφο, ο μακαριστός Νίκος Νικολαΐδης, υπεύθυνος του υποσταθμού του ΡΙΚ στον Κόλπο των Κοραλλίων, δεν χρειάστηκε καιρό ούτε είχε αμφιταλαντεύσεις ως προς το τι έπρεπε να κάμει. Έχοντας άριστη τεχνική κατάρτιση και ανταποκρινόμενος σε χρόνο ρεκόρ στο κάλεσμα του αντιστασιακού κινήματος στην Πάφο, έστησε στο εργαστήρι του έναν πομπό, ένωσε μικρόφωνα κι έγινε ευθύς η φωνή της αντίστασης, η φωνή της δημοκρατίας. Άγνωστες, ακατέργαστες φωνές θαρραλέων νέων της Πάφου, αντιπαραβάλλοντας στα εμβατήρια τη μουσική του Θεοδωράκη, κάθισαν μπροστά στα μικρόφωνα και ξαναζωντάνεψαν το έπος του Πολυτεχνείου. Η φωνή τους αποκαθήλωσε τους πραξικοπηματίες: «Μην ακούτε τους ψευδολόγους του ΡΙΚ. Ο Μακάριος δεν είναι νεκρός. Είναι ζωντανός». Σε λίγο, από την ίδια συχνότητα ακούστηκε και η φωνή του: «Ελληνικέ Κυπριακέ Λαέ, γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις, γνωρίζεις ποίος σου ομιλεί, είμαι ο Μακάριος. Δεν είμαι νεκρός, όπως η Χούντα των Αθηνών και οι εδώ εκπρόσωποί της θα ήθελαν. Είμαι ζωντανός. Και είμαι μαζί σου. Πρωταγωνιστής και σημαιοφόρος στον κοινόν αγώνα. Πρόβαλε παντοιοτρόπως αντίστασιν εις την Χούνταν…».
Τι αντίσταση να προβάλει όμως ο λαός; Χωρίς σχέδιο δράσης, χωρίς ηγεσία, χωρίς μέσα, ανέτοιμος και απροετοίμαστος για το κακό που γνώριζε ότι ερχόταν, που όλοι το οσμίζονταν, που πολλοί το πληροφορήθηκαν από έγκυρες πηγές και το κοινοποίησαν στον Μακάριο. Οι αξιωματικοί του Εφεδρικού τού υπέδειξαν επιτακτικά, να μην πάει στη θερινή κατοικία του Τροόδους, μετά την καταπελτική επιστολή του προς Γκιζίκη. Εκείνος επέμενε: «Δεν θα τολμήσουν να κάμουν πραξικόπημα. Εγώ είμαι ο στόχος τους…». Αργότερα δήλωσε ότι τους πίστωνε και με πατριωτισμό!
Όμως εκείνοι και οι πάτρωνές τους είχαν τα δικά τους άνομα σχέδια. Απολύτως συνταιριασμένα με ευρύτερα ατλαντικά συμφέροντα και πάγιους τουρκικούς σχεδιασμούς.Δύο σε ένα και στο θυσιαστήριο η φτωχή Κύπρος: Πραξικόπημα πρώτα, εισβολή στη συνέχεια. Το σκηνικό στημένο και οι κομπάρσοι στις θέσεις και τους ρόλους τους.
Το ΡΙΚ στο καθήκον
Μέσα σε κείνο το κακό, με ολύμπια ψυχραιμία, ο μοναδικός Λύσανδρος Αβρααμίδης είπε για να τον ακούσουν οι γύρω του: «Ζούμε την ιστορία εν τω γίγνεσθαι. Έχουμε υποχρέωση να την καταγράψουμε». Μόλις σταμάτησαν οι πυροβολισμοί και από τα μικρόφωνα του ΡΙΚ ο επικεφαλής του Εφεδρικού Παντελάκης Πανταζής, παρουσία του Λιασκώνη και με ένοπλους πραξικοπηματίες να τον περιστοιχίζουν, με καταπονημένη φωνή ζήτησε να σταματήσει κάθε αντίσταση, τα κινηματογραφικά συνεργεία ξεκίνησαν δουλειά. Κι άρχισαν την καταγραφή: Στο καμένο και κτυπημένο από τα τανκς Προεδρικό, στη μισό-κατεστραμμένη Αρχιεπισκοπή, στην πολυκατοικία Καλησπέρα, στα μπλόκα με τους ενόπλους γενειοφόρους. Η κάμερα του ΡΙΚ θα καταγράψει λεπτομερώς και τη θορυβώδη συνέντευξη του εγκάθετου της Χούντας Νίκου Σαμψών, που αίφνης έγινε Νικόλαος. Λίγο αργότερα στο ΡΙΚ, ο Λιασκώνης θα διατάξει τον μοντέρ Γιάννη Καραολή, να αφαιρέσει από το πλάνο του «προέδρου» τους δύο ενόπλους που φαίνονταν όρθιοι πίσω του. Μέχρι εκεί έφθασε ο δυστυχής, έχοντας την εντύπωση ότι ο Γιάννης δεν ήταν μοντέρ αλλά… θαυματοποιός.
Πηγή: Φilenews