Πενήντα χρόνια από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή και, όπως είναι φυσικό, πολλοί καταφεύγουν σε άτομα που έζησαν τα τραγικά γεγονότα του 1974, για να ακούσουν τις αφηγήσεις τους και να καταλάβουν τι έγινε τότε.
Ακούγοντας από πρωταγωνιστές και μη τις καταθέσεις τους, διαπιστώνει κάποιος ότι οι αφηγητές επιδιώκουν συχνά τον υπερθετικό βαθμό, την υπερβολή και στο τέλος-τέλος να ηρωοποιήσουν τον εαυτό τους. Αυτό συνέβαινε κατά κανόνα στο παρελθόν, όταν η επικρατούσα πρακτική επέβαλλε στους πρωταγωνιστές να καταγράψουν σε «Απομνημονεύματα» τα κατορθώματά τους.
Παρόλο που τέτοια απομνημονεύματα θεωρούνται και είναι καλή πηγή για ιστορικούς μελετητές, είναι αναγκαίο να προσεγγίζονται πάντοτε με σκεπτικισμό έως και καχυποψία, ως προς την εγκυρότητα των γραφομένων. Τούτων λεχθέντων και ανταποκρινόμενος σε παράκληση δικών μου ανθρώπων, παρουσιάζω τη δική μου κατάθεση με τα δικά μου πεπραγμένα στους σημαδιακούς για την Κύπρο και τη ζωή μας μήνες Ιούλιο και Αύγουστο 1974. Τελειώνοντας την ανάγνωση, αν έχετε την απαραίτητη υπομονή, θα διαπιστώσετε την ορθότητα του τίτλου τού πονήματός μου: «Ένας παρ’ ολίγον ήρωας», όπερ σημαίνει ότι ήρωας δεν ήμουν, ούτε είμαι, θα μπορούσα, όμως, σήμερα να λογίζομαι ως τέτοιος και να γίνονται προς τιμήν μου μνημόσυνα, εμπνευσμένες ομιλίες, να κατατίθενται στεφάνια από υπουργούς και άλλους επισήμους, να έχω, ίσως, και κάποιον ανδριάντα στο χωριό μου!
Το πραξικόπημα
Το πραξικόπημα στις 15ης Ιουλίου 1974 με βρήκε στον Λυθροδόντα, το χωριό καταγωγής μου. Είχα πάρει την ετήσια άδειά μου από το ΡΙΚ και μάλιστα πρόλαβα να επισκεφθώ με φίλους μου το εντυπωσιακό για την εποχή ξενοδοχείο Sandy Beach στην Αμμόχωστο. Δεν θα ξεχάσω το μεγάλο κενό που ένοιωσα, όταν εκείνο το πρωί άκουσα τη γνωστή ανακοίνωση με τη φωνή της Μαίρης Κοντογιάννη από το ΡΙΚ ότι «η Εθνική Φρουρά επενέβη δια να σταματήσει τον αδελφοκτόνον πόλεμον» και ότι ο Μακάριος είναι ήδη νεκρός.
Η λέξη «ήδη» μού ακούστηκε πολύ παράξενα, επειδή ήξερα ότι δεν θα μπορούσε να την προσθέσει σε τέτοια είδηση ένας δημοσιογράφος του ΡΙΚ και μάλιστα παρεμπιπτόντως στο τέλος του κειμένου, γι’ αυτό και σιγοψιθύρισα στους γύρω μου «αυτό δεν είναι αλήθεια». Ήμουν υποστηρικτής του Μακαρίου, οι δε στενές προσωπικές σχέσεις μου με τον συγχωριανό μου Ευτύχιο Σαλάτα και άλλους αξιωματικούς του Εφεδρικού Σώματος έκαμναν αρκετά επισφαλή τη θέση μου. Μάλιστα, όταν σε κάποια φάση πήγα με το αυτοκίνητό μου στην πλατεία του χωριού, γνωστός συγχωριανός μου, με ύφος πανηγυρικό και ενθουσιώδες για την εκδήλωση του πραξικοπήματος, μου πέταξε εις επήκοον πολλών, «εν να κρατούν πολλύν τζαιρόν τα αυτοκίνητα τζαι τες θέσεις τους στο ΡΙΚ;», σκορπώντας ικανοποίηση στην ομήγυρη των ομοϊδεατών του.
Συγκεντρωθήκαμε ένας-ένας στο σωματείο μας, την «Εληά», γνωστό μακαριακό προπύργιο, όπου συνωμοτικά, από στόμα σε στόμα, μάθαμε αργότερα ότι ο Μακάριος ζούσε και βρισκόταν στην Πάφο. Εκεί έφεραν κάποια στιγμή και τον φίλο μου Μιχαλάκη Κωνσταντινίδη, κουνιάδο του Σαλάτα, υποτομεάρχη τής γνήσιας ΕΟΚΑ, με τραύματα στα μάτια και στο σώμα από έκρηξη βόμβας στα χέρια του την περίοδο του αγώνα. Δεν τον σεβάστηκαν. Τον κακοποίησαν άγρια. Ήταν κτυπημένος παντού. Στο ΡΙΚ δεν πήγα. Ήξερα ότι δεν θα ήμουν ευπρόσδεκτος. Πήγα, όμως, στη Λευκωσία την Πέμπτη ή την Παρασκευή, δεν θυμάμαι ακριβώς, θυμάμαι, ωστόσο, καθαρά ότι κάποια στιγμή η πρωτεύουσα άρχισε να αδειάζει από χιλιάδες άτομα που την εγκατέλειπαν τρομαγμένοι από τις φήμες ότι «ήρθαν οι Τούρκοι». Ήταν, βέβαια, ολοφάνερο ότι θα έρχονταν οι Τούρκοι, κάθε νουνεχής άνθρωπος το αντιλαμβανόταν, εκτός από τους αυτόκλητους σωτήρες μας και τους τυφλωμένους από φανατισμό συνοδοιπόρους τους.
Η εισβολή
«Ξύπνα, ήρταν οι Τούρτζιοι». Η μητέρα μου μπήκε αλαφιασμένη στο δωμάτιο και μου ανήγγειλε το αναμενόμενο νέο. Ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα της πατρίδας, όπως με έμαθαν οι γονείς μου, το σχολείο και η ελληνική μας ιστορία, σηκώθηκα, ντύθηκα βιαστικά, πήρα το ατομικό μου βιβλιάριο, μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα για την Κυθρέα, τόπο κατάταξής μου ως έφεδρος. Είχα υπηρετήσει στα τεθωρακισμένα Τ-34 τής 23ης ΕΜΑ, αλλά στη συνέχεια μετατάχθηκα στο πεζικό κατά τα ειωθότα.
Ήμουν λοχίας, ο προσωπικός μου φάκελος δεν επέτρεπε να γίνω αξιωματικός. Στον δρόμο για την Κυθρέα είδα απέναντι αλεξιπτωτιστές να πέφτουν από τον ουρανό. Αργότερα έμαθα από τη μετέπειτα σύζυγό μου Πόλυ, η οποία ήταν η εκφωνήτρια συνεχείας στο χουντο-κρατούμενο ΡΙΚ, ότι πηγαίνοντας χαράματα του Σαββάτου 20 Ιουλίου 1974 στο ίδρυμα για τη βάρδια της, είδε κι εκείνη τους αλεξιπτωτιστές να πέφτουν. Είπε στον περίφημο συνταγματάρχη Λιασκώνη, δερβέναγα τότε του ΡΙΚ, «κύριε συνταγματάρχα, πέφτουν αλεξιπτωτιστές, ήλθαν οι Τούρκοι», αλλά εκείνος ατάραχος απάντησε «άσκηση κάνουνε» και τη διέταξε να ανοίξει κανονικά την εκπομπή σαν να μη συνέβαινε τίποτε, με το «Σε υμνούμεν, Σ’ ευλογούμεν, Σοι ευχαριστούμεν, Κύριε» και πρωινή γυμναστική!
Στην Κυθρέα έζησα αυτό που καταμαρτυρούν όσοι έτρεξαν να καταταγούν εκείνο το πρωί: Σύγχυση, ανοργανωσιά, σκηνές αποσύνθεσης και διάλυσης. Δεν μας έδωσαν ούτε στρατιωτικές στολές, ούτε όπλα. Μας κατέγραψαν και μας είπαν να περιμένουμε για εντολές κάτω από τα δέντρα. Καμία προφύλαξη από τα αεροπλάνα που ήδη πραγματοποιούσαν επιθέσεις, χτύπησαν προηγουμένως και κοντά στον αστυνομικό σταθμό Κυθρέας. Σε κάποια στιγμή, δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε, είδαμε ένα τουρκικό αεροπλάνο να περνά από πάνω μας και να αφήνει μία εμπρηστική βόμβα λίγα μέτρα μακριά από εμάς. Ακούσαμε τις φωνές μιας γυναίκας που καλούσε σε βοήθεια. Πλησιάσαμε και είδαμε με ανακούφιση ότι δεν υπήρχαν θύματα, ούτε σοβαρές ζημιές.
Σβήσαμε τη φωτιά και επιστρέψαμε στις αυλατζιές του χωραφιού. Περιμέναμε. Κάποια στιγμή μας κάλεσε κάποιος, με καθόρισε επικεφαλής ομάδας εφέδρων, δίνοντάς μου ένα κυνηγετικό όπλο! Μόνο σε μένα, τον επικεφαλής λοχία. Όλοι οι άλλοι ήταν άοπλοι. Βγάλαμε όλη τη μέρα και το βράδυ σε κείνες τις αυλατζιές. Το απόγευμα, το τάγμα μας πραγματοποίησε επιθετική ενέργεια και κατέλαβε την Επιχώ, την Πέτρα του Διγενή, το Μπέκιογιου, τον Κορνόκηπο, τα Κνώδαρα, τον Ψυλλάτο, το Κουρού Μοναστήρι, τα Καλυβάκια και τα τρία τέταρτα της μεγάλης τουρκοκυπριακής κοινότητας τού Τζιάους. Ήταν από τις λίγες επιτυχείς επιθετικές ενέργειες της Εθνικής Φρουράς στην πρώτη φάση της εισβολής. Σημαντικό ρόλο στην επιχείρηση αυτή είχε ο εκ Κυθρέας Κύπριος αξιωματικός μας Στυλιανός Πετάσης. Εγώ και η άοπλη ομάδα μου δεν είχαμε κανένα ρόλο στην επιχείρηση αυτή.
Παραμείναμε άπραγοι στις αυλατζιές των χωραφιών της Κυθρέας. Όταν ολοκληρώθηκε η επιχείρηση, μεταφερθήκαμε όλοι στο Τζιάος. Μας έδωσαν όπλα (παλιά τυφέκια, βέβαια, αφού τα καλασνίκοφ… χρειάζονταν στα μετόπισθεν) και στολές. Εγκατασταθήκαμε σε τουρκικό στρατόπεδο που διέθετε και γήπεδο, όπου τις επόμενες μέρες παίζαμε ποδόσφαιρο. Τα πράγματα εκεί σίγουρα ήταν καλύτερα. Υπήρχε οργάνωση, κανονική σίτιση και πρόγραμμα, με βάση το οποίο φυλάγαμε σκοπιές μέρα και νύχτα.
Στο μεταξύ έπεσε η Χούντα, επέστρεψε στην Αθήνα ο Καραμανλής, στη Λευκωσία παραιτήθηκε ο Σαμψών και ανέλαβε ο Κληρίδης. Οι αλλαγές συνέτειναν στο να ξεθαρρέψουμε και να αρχίσουμε τις συζητήσεις, κατηγορώντας φανερά πλέον τη Χούντα και την ΕΟΚΑ Β’ ότι με το πραξικόπημα πρόσφεραν στο πιάτο την Κύπρο στην Τουρκία. Δεν άργησε να το πληροφορηθεί ο διοικητής μας, ο οποίος με κάλεσε στο γραφείο του, για να με προειδοποιήσει ότι με τη συμπεριφορά μου δημιουργώ κατάσταση απειθαρχίας στον στρατό. Θυμάμαι ότι τον προειδοποίησα και εγώ (διέθετα ένα μικρό ραδιοφωνάκι και άκουγα ειδήσεις και σχόλια κυρίως από το BBC World Service), ότι οι Τούρκοι είχαν σχέδιο να επεκτείνουν περαιτέρω την κατοχή εδαφών και ότι αυτό θα γινόταν σύντομα. Μερικές μέρες αργότερα, βγήκα στην αναφορά και ζήτησα άδεια. Με κάλεσε στο γραφείο του και με ρώτησε γιατί ζητώ άδεια. Του απάντησα ότι έγινε ανακοίνωση από το ΡΙΚ που ζητούσε όλοι οι υπάλληλοί του να παρουσιαστούν στο ίδρυμα. Κοιτώντας με απαξιωτικά μού είπε ότι αυτό που ουσιαστικά επιζητούσα ήταν να εγκαταλείψω τη θέση μου και να πάω στην ασφάλεια του ΡΙΚ, αντί στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Μου έδωσε, όμως, την άδεια να πάω και να επιστρέψω το βράδυ.
Πίσω στο Τζιάος
Έφθασα στο ΡΙΚ και βρήκα όλο το προσωπικό συγκεντρωμένο στο στούντιο τηλεόρασης και τον διορισθέντα από τους πραξικοπηματίες γενικό διευθυντή Σπύρο Παπαγεωργίου να τους μιλά. Δεν έμεινα για πολύ. Είχα πάρει την απόφασή μου: Θα επέστρεφα στο Τζιάος. Πήγα από εκεί στο χωριό μου, είδα τους γονείς μου, πέρασα για λίγο από το σωματείο της «Εληάς», όπου πολλοί φίλοι μού είπαν πως όλα ήταν προδομένα και με παρότρυναν να μείνω μαζί τους, μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Δεν πείσθηκα. Επέστρεψα στο Τζιάος. Τυχαία απόφαση; Συνειδητή; Αντίδραση στην προσβλητική συμπεριφορά του διοικητή μου; Δεν ξέρω.
Η ουσία είναι ότι αν έμενα, θα είχα την ίδια τύχη με τους άλλους συγχωριανούς μου. Γνωστός πραξικοπηματίας, ο Α.Χ., πήγε στον Λυθροδόντα μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου και φρόντισε (για να τους τιμωρήσει όπως ο ίδιος είπε, επειδή ήταν μακαριακοί), να αποσταλούν όλοι στη γραμμή της Μιας Μηλιάς. Πολλοί το πρόβλεψαν και το είπαν τότε: «Θα μαυροφορήσει όλο το χωριό»! Όπως και έγινε, καθώς ο Λυθροδόντας μετρά είκοσι συνολικά πεσόντες ή αγνοούμενους. Οδηγήθηκαν στην περιοχή ευθύνης τού Τάσου Μάρκου, βορειοδυτικά από εκεί που ήμουν εγώ. Ήταν το σημείο της γραμμής άμυνας που έσπασε πρώτο τα χαράματα της 14ης Αυγούστου, στη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής. Όπως μου τα αφηγήθηκαν διασωθέντες ή αιχμάλωτοι χρόνια αργότερα, στο πλαίσιο της συγγραφής του βιβλίου μου «Μνήμη και Τιμή, πεσόντες και αγνοούμενοι του Λυθροδόντα», Λευκωσία 2006, η αποχώρηση έγινε χωρίς σχέδιο.
Όλα ήταν αποτέλεσμα τυχαίων επιλογών, σε κρίσιμες στιγμές, σ’ έναν προδομένο πόλεμο, με προδιαγεγραμμένο το τέλος του. Κάποιοι πήραν τυχαία μια κατεύθυνση και σώθηκαν, άλλοι, το ίδιο τυχαία, κάποιαν άλλη, εγκλωβίστηκαν, αρκετοί εκτελέστηκαν, άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι, υπέστησαν τα πάνδεινα στις φυλακές της Τουρκίας, αλλά επέστρεψαν. Τους πιο άτυχους η κατεύθυνση που πήραν τους οδήγησε στη Βώνη, το μικρό χωριό δίπλα από την Κυθρέα. Πέρασαν ένα βράδυ στο σπίτι της Φρόσως Δήμου. Σαράντα άτομα. Ανάμεσά τους οκτώ συγχωριανοί μου. Την επομένη, 15 Αυγούστου, σύμφωνα με την κατάθεση της Φρόσως Δήμου «ήρτεν ο Χαλίλης από την Επιχώ, ο Σαλαχίλ και ο Ασάφ, ο γιος του Φάχρι από το Μπέκιογιου και τους πήραν…». Τους εκτέλεσαν όλους εν ψυχρώ.
Η αποχώρηση από το Τζιάος και ο δρόμος προς την Αμμόχωστο
Το ξημέρωμα της 14ης Αυγούστου 1974, μας βρήκε σκοπούς στα πρόχειρα χαρακώματα του Τζιάους. Είχα πλάι μου ένα παιδί από το Καϊμακλί, που δεν γνώριζα ούτε καν το όνομά του. Είχαμε τον ατομικό μας οπλισμό (τυφέκια) και ένα τριαντάρι πολυβόλο. Κάποια στιγμή είδα σε κοντινή απόσταση ένα μεταγωγικό αεροπλάνο να υπερίπταται σε χαμηλό ύψος και προσπάθησα να του ρίξω, αλλά το τριαντάρι έπαθε εμπλοκή. Η ώρα περνούσε. Κανένας δεν μας είπε τι να κάνουμε. Γύρω στο μεσημέρι, κοιτάζοντας στα κοντινά χαρακώματα αλλά και στη γύρω περιοχή δεν είδα καμιά κίνηση και διαπίστωσα ότι όλοι οι στρατιώτες και αξιωματικοί είχαν φύγει. Νωρίτερα είχα δει τον λοχαγό μας (Μ. Π.) να σηκώνει ένα μεταλλικό κάλυμμα και να κρύβεται στον υπόγειο χώρο που είχε από κάτω. Δεν ξέρω πότε έφυγε. Η ουσία είναι ότι κανείς δεν μας είπε τι να κάνουμε. (Αποκαλυπτικές πληροφορίες για το θέμα αυτό παραθέτει σε συνέντευξή του σε μένα ο ταξίαρχος εν αποστρατεία Στυλιανός Πετάσης, στο προαναφερθέν βιβλίο μου, σελ. 155).
Στο μεταξύ ακούγαμε καθαρά τις φωνές των Τούρκων του Τζιάους που πανηγύριζαν. Ήταν φανερό ότι πληροφορήθηκαν ότι έσπασε η γραμμή της Μιάς Μηλιάς και ότι τα τεθωρακισμένα ερχόντουσαν προς το μέρος μας. Οι Τούρκοι βιάζονταν να φθάσουν στο Τζιάος, γι’ αυτό και τα τεθωρακισμένα κινήθηκαν γρήγορα, χωρίς τη συνοδεία πεζικού για εκκαθαρίσεις, όπως συμβαίνει συνήθως. Αυτό βοήθησε πολλούς στρατιώτες να διαφύγουν και να σωθούν, εκμεταλλευόμενοι το κενό που δημιουργήθηκε μεταξύ των αρμάτων και του πεζικού. Πρόσεξα ότι στην είσοδο του στρατοπέδου, δίπλα από συστάδα δέντρων όπου είχα σταθμευμένο και το αυτοκίνητό μου, υπήρχαν μερικοί στρατιώτες.
Τρέξαμε και πήγαμε κι εμείς εκεί. Ήμασταν επτά συνολικά, οι δύο μάλιστα αδέλφια συγχωριανοί μου, ο Ανδρέας και ο Σάββας, παιδιά του Φαίδωνα Ιωάννου Κούστρουππου. Στριμωχτήκαμε όπως-όπως στο Lancia και με μεγάλη ταχύτητα βγήκαμε στον κύριο δρόμο Λευκωσίας-Αμμοχώστου. Σε κάποια απόσταση είδαμε και τα πρώτα τεθωρακισμένα που πλησίαζαν στο Τζιάος. Με τα όσα είδα όταν βγήκαμε στον δρόμο Λευκωσίας-Αμμοχώστου, ζωντάνεψαν εικόνες από τη μικρασιατική καταστροφή. Στρατιώτες ανάκατοι με πολίτες. Εποχούμενοι και πεζοί. Και ζώα. Αυτοκίνητα, τρακτέρ, μποξάδες, μερικές βαλίτσες, ένα τσούρμο κατατρεγμένων.
Πήρα τον δρόμο για την Αμμόχωστο. Λίγο πιο κάτω, σταματήσαμε σε πρόχειρο μπλόκο που το στελέχωναν μέλη της Στρατιωτικής Αστυνομίας. Μας είπαν ότι είχαν εντολή να μας στέλλουν όλους στο χωριό Νέα Σπάρτη (πρώην Γαϊδουράς), όπου θα γινόταν συγκέντρωση και αναφορά όλων των μονάδων. Κίνησα προς τα εκεί. Κάποιος από τους συνεπιβάτες αντέδρασε, είπε ότι αν πηγαίναμε εκεί θα μας έστελλαν πάλι στις μάχες, ενώ όλα είχαν τελειώσει και δεν υπήρχε πια κανένα νόημα. Είπε ακόμη ότι γνώριζε δρόμο που θα μας οδηγούσε προς Άσσια και Λύση, και από εκεί να φύγουμε στα χωριά μας.
Σταμάτησα το αυτοκίνητο, τους είπα ότι δεν τους μιλούσα ως λοχίας (όλοι οι άλλοι ήταν απλοί στρατιώτες), ότι εγώ θα πήγαινα στο σημείο που μας είπαν και ότι ήσαν ελεύθεροι να αποφασίσουν μόνοι τους τι θα έκαμναν. Επικράτησε σιγή. Τελικά αποφάσισαν όλοι να με ακολουθήσουν. Μάθαμε μετά ότι ίλη τουρκικών αρμάτων πήγε προς την Άσσια, όπου υπήρξαν πολλά θύματα. Η τυχαία επιλογή μας μάς έσωσε κι αυτήν τη φορά. Πολλοί άλλοι από το τάγμα μας, μάθαμε αργότερα, δεν πρόλαβαν να φύγουν έγκαιρα, πιάστηκαν αιχμάλωτοι και εκτελέστηκαν. Άξια αναφοράς είναι και η περίπτωση εννέα στρατιωτών από τη μονάδα μας (μαζί τους και ο συγχωριανός μου Νίκος Αγαπίου, πατέρας τριών ανήλικων παιδιών), οι οποίοι επάνδρωναν φυλάκιο στον Κορνόκηπο, μικρό τουρκοκυπριακό χωριό δίπλα από το Τζιάος.
Ο επικεφαλής έφεδρος αξιωματικός πήρε μήνυμα για οπισθοχώρηση, χωρίς, όμως, οδηγίες προς τα πού να κατευθυνθούν. Ένας από τους εννιά, ο Γιώργος Κωνσταντίνου, δάσκαλος από την Αραδίππου και αργότερα υπάλληλος στο Τμήμα Τελωνείων, αφού απέκτησε και πτυχίο νομικής, κατέγραψε όλα τα γεγονότα όσο τα είχε νωπά στη μνήμη του, μου τα έδωσε μαζί με συμπληρωματική του συνέντευξη και τα δημοσίευσα αυτούσια στο βιβλίο μου που προανέφερα (σελ. 113-118). Όπως είπε, όλα εξελίχθηκαν σε κλίμα σύγχυσης και αβεβαιότητας. Ήταν θέμα προσωπικής απόφασης και επιλογής του καθενός τι θα έκαμνε. Οι έξι , μεταξύ των οποίων ο έφεδρος αξιωματικός και ο Γιώργος, αποφάσισαν να φύγουν και τελικά σώθηκαν ύστερα, όμως, από περιπετειώδη πορεία και πολλές διλημματικές αποφάσεις, ως επί το πλείστον τυχαίες. Ο Νίκος και άλλοι δύο παρέμειναν εκεί και μπήκαν στον κατάλογο των αγνοουμένων. Τους είχε υποσχεθεί από πριν ο λεγόμενος Ανεμόχοτζιας του Τζιάους ότι αν συνέβαινε κάτι θα τους έσωζε. Είχε πρακτικά δείξει ότι το εννοούσε. Δυστυχώς όμως δεν…
Περασμένα μεσάνυχτα στην εγκαταλειμμένη Αμμόχωστο
Στη Νέα Σπάρτη έγινε σύνταξη τάγματος. Από τον δικό μου λόχο παρουσιαστήκαμε γύρω στα είκοσι άτομα, αντί εκατόν είκοσι. Κάτι ανάλογο συνέβη και με τους άλλους λόχους. Δείγμα της άτακτης υποχώρησης, της απουσίας ηγεσίας, των συνθηκών σύγχυσης και διάλυσης. Απόφαση του διοικητή ήταν να παραταχθούμε εκεί και να συγκροτήσουμε νέα γραμμή άμυνας. Στη μέση του κάμπου της Μεσαορίας, χωρίς φυσικά εμπόδια, χωρίς τον κατάλληλο οπλισμό, χωρίς ηθικό. Παραμείναμε στο σημείο εκείνο μέχρι αργά το βράδυ. Πήραμε τότε διαταγή να κατευθυνθούμε προς την Αμμόχωστο. Είδα μια έρημη πόλη. Πρόσεξα καπνούς από βομβαρδισμένα κτήρια. Δεν σταματήσαμε. Η φάλαγγα οχημάτων έφθασε στις Βρετανικές Βάσεις, στο δυόμισι μίλι. Εκεί, ύστερα από διαβουλεύσεις, πήραμε εντολή να τοποθετήσουμε όλοι τον ατομικό μας οπλισμό σε ένα φορτηγό αυτοκίνητο της Ε.Φ., για να περάσουμε από τις βάσεις άοπλοι. Τέτοιο ρεζιλίκι. Τέτοια ταπείνωση. Μετά την άτακτη οπισθοχώρηση, τις ανθρώπινες απώλειες, την κατάληψη εδαφών, το κουρέλιασμα της αξιοπρέπειας. Θλιβερό κατάντημα. Δεν κάμνω τον ήρωα, η αλήθεια όμως είναι ότι τα δικά μας όπλα που ήταν όλα τοποθετημένα στον χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου μου δεν τα παραδώσαμε, ούτε και τα έψαξαν οι Εγγλέζοι.
Έξω από τη Λάρνακα, όπου κάναμε στάση τις πρωινές ώρες της 15ης Αυγούστου, ακούσαμε από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να λέει ότι «η Κύπρος κείται μακράν» και πως ήταν αδύνατο για την Ελλάδα να παρέμβει στρατιωτικά, για να βοηθήσει. Επόμενος προορισμός μας ήταν το Κίτι. Οι πληροφορίες έλεγαν ότι αναμενόταν νέα τουρκική απόβαση εκεί. Με τι οπλισμό και ποιο ηθικό θα αντιμετωπίζαμε νέα απόβαση δεν γνωρίζω, πάντως τελικά δεν έγινε τίποτε και στις 16 Αυγούστου καταλήξαμε στα Λεύκαρα. Θυμούμαι ότι κοιμηθήκαμε στο δάπεδο ενός ξωκλησιού, το οποίο είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ ξανά ύστερα από χρόνια. Απολύθηκα περί τα τέλη Αυγούστου και επέστρεψα στο ΡΙΚ. Ο Λιασκώνης και ο Παπαγεωργίου είχαν φύγει, στους διαδρόμους όμως και στην καντίνα του ΡΙΚ κυκλοφορούσαν ακόμη οπλισμένοι γενάδες με τα μαύρα που μας απειλούσαν. Γι’ αυτό ο παυθείς γενικός μας διευθυντής Ανδρέας Χριστοφίδης επέστρεψε αργότερα, με πρωτοβουλία του Γλαύκου Κληρίδη.
Eπιμύθιον
Όσο άφρον, εθνικά απαράδεκτο και προδοτικό, όπως περίτρανα αποδείχθηκε, ήταν το πραξικόπημα της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β’, άλλο τόσο εγκληματική και προδοτική ήταν η στάση των τότε ηγετικών στελεχών του ΓΕΕΦ και του ΓΕΣ Ελλάδος. Με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να καταλάβουν το 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας υπό μορφή περιπάτου, αφού οι αυτόκλητοι σωτήρες μας αντέδρασαν με μεγάλη καθυστέρηση έχοντας δήθεν διαβεβαίωση ότι «οι Τούρκοι κάνουν άσκηση και κινήσεις εκφοβισμού», πιστεύοντας αφελώς ότι «όπου να ΄ναι έρχεται η Ένωση». Επιλήσμονες ανώτατοι αξιωματικοί, ανάξιοι της ηρωικής παράδοσης του ελληνικού στρατού, εγκατέλειψαν πρώτοι τις θέσεις τους, αφήνοντας στο έλεος του Θεού και των Τούρκων τους στρατιώτες τους. Κάποιοι (στο βιβλίο μου αναφέρονται ονομαστικά) τίμησαν τη στολή τους, παρέμειναν στις θέσεις τους και μερικοί θυσιάστηκαν για την Κύπρο. Οι επώνυμες μαρτυρίες είναι πολλές, όπως των αξιωματικών Κώστα Παπακώστα (πρώην υπουργού), Ευτύχιου Σαλάτα, Στυλιανού Πετάση και Χριστόδουλου Λευκαρίτη στο προαναφερθέν βιβλίο μου, και του εξ Αμμοχώστου νομικού-ανεξάρτητου πολιτευτή Πάνου Ιωαννίδη, στη συγκλονιστική, λεπτομερή, έγγραφη μαρτυρία του «Η προδοσία της Αμμοχώστου», στην οποία κατονομάζει τον μέγα ένοχο της εγκατάλειψης της πόλης του Ευαγόρα. Με ελάχιστες εξαιρέσεις που οφείλονται σε προσωπικές πρωτοβουλίες μεμονωμένων ατόμων, το αν θα εσώζετο ή θα εχάνετο κάποιος ήταν θέμα τυχαίας επιλογής μιας συγκεκριμένης στιγμής. Δόξα τω Θεώ, εμείς φανήκαμε τυχεροί. Εκατοντάδες άλλοι όχι. Εμείς «παρ’ ολίγον ήρωες» και οι ένοχοι ατιμώρητοι, κάποιοι εξ αυτών μάλιστα επιβραβεύτηκαν.
Πηγή: Φilenews