…αλλάζει η ψυχή, λάμπει ο ουρανός και η γη, ρυάκια αποκτούν ήχο, ανεμώνες και ματσικόριδα γεμίζουν τα δάση και η θάλασσα και ο νους ηρεμούν!
Η φύση και ο άνθρωπος επιτέλους συμβαδίζουν, συναγελάζονται, αλλά το «επί γης ειρήνη και έν ανθρώποις ευδοκία» που λέγαμε παλιά, είναι παλιομοδίτικο δεν το λέμε! Τα πέριξ αδιανόητα και απάνθρωπα, τα δικά μας ευσεβοποθητά, πλην όμως Σιβυλλιακά, τα ευρύτερα, αυτά της μεγάλης οικογένειας, ανούσια, επιφανειακά και χιλιοειπωμένα. Ευτυχώς που μόνον ο ήλιος και η φύση έχουν τη δυνατότητα να τα στέλνουν σε άλλο παράρτημα του εγκεφάλου μας που ανοίγει και κλείνει κατά το δοκούν.
Κινήσαμε λοιπόν, τούτη τη λαμπερή Πρωτοχρονιά με εκλεκτή παρέα για να καταλάβουμε και να εμπεδώσουμε τι είναι αυτό που νοματίζει Χρυσές τις Παναγίες της γειτονιάς μου. Ο δρόμος μας έφερε στη Γιαλιά – από το αιγιαλία, Γιαλούσα, να θυμάστε πάντα μια είναι η Κύπρος! Προορισμός μας το Γεωργιανό μοναστήρι το οποίο φέρει την ονομασία «Παναγία Χρυσογιαλιώτισσα». Λέγεται ότι στην αρχαία εποχή τα περίφημα, λόγω εγγύτητας με τα δάση μας, ναυπηγεία της Γιαλιάς έδωσαν στον Αλέξανδρο τα πλοία του για να καταλάβει την Τύρο!
Πριν από το 74 ήταν ένα μεικτό χωριό που αναπτύχθηκε στις δύο όχθες μιας πανέμορφης κοιλάδας σήμερα γεμάτη από πορτοκαλιές και λεμονιές. Για τους σημερινούς τόπακες που εκτιμούν τα παραδοσιακά φαγητά και τα απαράμιλλα κλέφτικα, το χωριό ήταν συνώνυμο με το εστιατόριο Μύλος του κυρίου Ανδρέα και της κυρίας Χρυσής, που στεγαζόταν στο παλιό σχολείο. Δυστυχώς έφυγαν από τη Γιαλιά, αλλά όσοι θέλουν μπορείτε να τους βρείτε στην Πλατεία του Κάμπου της Τσακίστρας και θα με θυμηθείτε.
Το δάσος της Γιαλιάς κρύβει ένα Γεωργιανό Μοναστήρι, ένα εντυπωσιακό, πετρόκτιστο, ιδιόμορφο κτίσμα που κάποτε ήταν πλήρως τοιχογραφημένο. Τώρα εύλογα θα με ρωτήσετε από τη Γεωργία πώς βρέθηκαν στη Γιαλιά; Τι είναι αυτό που τους έφερε εδώ; Οι πηγές λένε ότι ιδρύθηκε τον 10 αιώνα από τον Γεωργιανό βασιλιά Ναβίτ Γ’ (963-1001), πέρασε σεισμούς και καταποντισμούς και επισκευάστηκε από τη Γεωργιανή βασίλισσα Θαμάρ (1184-1210). Αναφορές για την παλαιάν μονήν Γιαλίαν έχει και ο Γεώργιος Βουστρώνιος στο Χρονικόν του.
Το μοναστήρι αποτελείται από το καθολικό αφιερωμένο στην Παναγία και ένα μικρό Άγιο Γεώργιο. Στον περιβάλλοντα χώρο αποθήκες, στέρνες, βοηθητικά κτίσματα, σίγουρα μια κοινότητα μοναχών βρήκε εδώ την ευδαιμονία και τη σωτηρία της ψυχής τους. Είναι σημαντικός χώρος προσκυνήματος για Γεωργιανούς, το Υπουργείο Πολιτισμού της Γεωργίας, έκανε ανασκαφές, συντήρησε και κάλυψε το μοναστήρι με μια προστατευτική στέγη (σκέφτομαι τα ψηφιδωτά της Πάφου που ακόμη χάσκουν στον ήλιο).
Ενώ είμασταν εκεί και ψάχναμε την επιγραφή «Ας συγχωρηθεί ο Νικολός από τον Θεό» και θαυμάζαμε τα αχνάρια των τοιχογραφιών έφθασε ένα μικρό λεωφορείο με Γεωργιανές που αγωνιούσαν να δουν το μοναστήρι και να μάθουν την ιστορία του. Παραμένει ένα εκπληκτικό πάντρεμα της φύσης με τον άνθρωπο και το Θείο, μια στιγμή τούτης της μεγάλης διάρκειας της ιστορίας μας.
Μια άλλη χρυσή Παναγία με ένα περίεργο όνομα ήταν ο επόμενός μας σταθμός. Η Παναγία Χρυσολάκουρνα έξω από το χωριό Στενή. Ο δρόμος από το χωριό ανηφόριζε, η θέα έκοβε την ανάσα! Όλος ο κόλπος της Χρυσοχούς, ο Ακάμας, η θάλασσα, το φράγμα της Ευρέτου, μικροί και ταπεινοί οικισμοί με πετρόκτιστα δείγματα της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση. Γύρω μας βράχοι, φαράγγια, ανεμώνες μέχρι που φτάσαμε και αντικρύσαμε μια μεγαλειώδη βασιλική.
Παλιά ένα από τα αρχαιότερα μοναστήρια της Πάφου, αρχική τοιχογραφημένη βασιλική του 12ου αιώνα που πέρασε από πολλές επεμβάσεις κατά τη διάρκεια της πολύβουης ιστορίας μας μέχρι που ο καταστρεπτικός σεισμός του 1953 στην Πάφο κατάφερε να τη ρίξει κατάχαμα. Ευτυχώς το Τμήμα Αρχαιοτήτων ανάλαβε με χορηγία του Ιδρύματος Λεβέντη να αναστηλώσει το μνημείο, προσφέροντας του έτσι μια νέα ζωή. Η ονομασία σύμφωνα με τον μελετητή των τοπωνυμίων μας τον Μενέλαο Χριστοδούλου, προέρχεται ίσως από το lacuna, η λίμνη… Μεσαιωνικοί οικισμοί σίγουρα υπήρχαν στην περιοχή, οι παλαιοί χάρτες δείχνουν ότι έσφυζε από ζωή του νησί, πεδιάδες, βραχώδεις κοιλάδες, φαράγγια, ποτάμια που τα προδίδουν οι καλαμιώνες της περιοχής ακόμη και σήμερα.
Από τη Χρυσολάκουρνα ανεβήκαμε στη Λυσό, ανιχνεύσαμε τα κατάλοιπα της γοτθικής αρχιτεκτονικής στην εκκλησία της, στα πόδια μας ο βορράς, ο χιονισμένος Ταύρος, οι λαμπρές πόλεις του Βυζαντίου το Ανεμούριον, η Σελεύκεια, η Ελαιούσα Σεβαστή. Απόσταση μηδαμινή, ανάμεσά μας το πέλαγο της Καραμανιάς. Από τη Λυσό φθάσαμε στη Πελαθούσα, περάσαμε από το μεταλλείο και πεζέψαμε για να μαζέψουμε μολόχες και λαψάνες, στην Παναγία τη Χόρτενη. Μπορεί σ’ αυτήν να μην έχει δοθεί το προσωνύμιο «χρυσή», παραμένει όμως ως έργο τέχνης τοποθετημένο σε ένα γλυκό τοπίο, να τριγυρίζετε από πεδιάδες σπαρμένες πράσινες, με όχτους γεμάτους οσονούπω από τα αγρέλια και μάραθους.
Έμεινε για ένα μελλοντικό σημείωμα μια άλλη «χρυσή» που με συντροφεύει τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής μου, η Παναγία η Χρυσοπατερίτισσα. Η δική της ιστορία, το δικό της δάσος, το δικό της φράγμα, η δική της παρουσία κάθε 15γουστο στη ζωή μου με σημάδεψαν και μου δίνουν ακόμη ένα λόγο να έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα για την περιοχή.
Ελεύθερα, 5.1.2025
Πηγή: Philenews