Table of Contents
Κοινή είναι η πεποίθηση σε πολιτικούς, οικονομολόγους, τραπεζίτες και επιχειρηματίες στην Αθήνα ότι η θριαμβευτική επικράτηση και εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ θα επιδράσει πολλαπλώς, ιδιαιτέρως στο πεδίο των ιδεών και των αντιλήψεων στην Ευρώπη και στον κόσμο. Η καταγραφείσα ευρύτατη συντηρητική στροφή πιστεύουν πως δεν θα αφήσει ανέπαφη και την πολιτική ζωή στη χώρα μας, όπου εδώ και χρόνια ασκούνται πάμπολλες εθνο-λαϊκιστικές, συνωμοσιολογικές και αντισυστημικές, κατά βάση, δυνάμεις που βρίσκουν ευήκοα ώτα στις ασθενέστερες και εν πολλοίς περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες.
Θρησκόληπτοι, αντιεμβολιαστές, εθνικιστές, πατριδοκάπηλοι και νεοσυντηρητικοί που υπερασπίζονται τα παραδοσιακά οικογενειακά πρότυπα και διεκδικούν κατά τις διακηρύξεις των οπαδών του Τραμπ «την επιστροφή στη λογική», κόντρα στις ακρότητες, όπως λένε, των δικαιωματιστών, συγκροτούν πλέον υπολογίσιμα ποσοστά και πιέζουν τη συγγενεύουσα Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη, που μέχρι πρότινος επέμενε στην ούλτρα φιλελεύθερη εκδοχή των πραγμάτων και στην πολιορκία του Κέντρου, παρότι πύκνωναν στο εσωτερικό της οι φωνές για «επιστροφή στις ρίζες και στις παραδοσιακές αξίες».
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι προσεχώς ο κ. Μητσοτάκης, υπό το βάρος και της αμερικανικής στροφής και του νέου προτύπου που φέρνει ο Ντόναλντ Τραμπ, θα πιέζεται εσωτερικά ώστε η Νέα Δημοκρατία να ανακτήσει τη χαμένη λαϊκότητά της και να εγκαταλείψει τον ιδιότυπο ελιτισμό που συνοδεύει την ηγεσία του. Και μαζί να αποτινάξει τη φθορά που η περίπου εξαετής διακυβέρνησή του σχεδόν αναπόφευκτα επιφέρει.
Ο ίδιος βέβαια συνεχίζει να υπερασπίζεται την ορθότητα της πολυδιάστατης, όπως την ορίζει, εκσυγχρονιστικής πολιτικής του, υπερασπιζόμενος τη βεβαιότητά του ότι επιμένοντας θα φέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, τα οποία και θα κριθούν στο τέλος της τετραετίας. Θεωρεί ότι ο οδικός χάρτης της επαναπομείνασας τριετίας είναι επαρκής και ικανός να ξεπεράσει τα όποια κύματα φθοράς και να διατηρήσει την πρωτιά του κόμματός του στις εκλογές του 2027.
Πολλοί αμφισβητίες
Παρά ταύτα, πολλοί είναι εκείνοι που αμφισβητούν την ικανότητα της κυβέρνησής του να παραγάγει σημαντικά αποτελέσματα, να υπηρετήσει πραγματικά τις μεταρρυθμίσεις, να διεισδύσει στον πυρήνα των διαρθρωτικών προβλημάτων που βασανίζουν τη χώρα και να την ελευθερώσει από την επικοινωνιακή της ρηχότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι και αυτή ακόμη η εμβληματική, κατά την κυβερνητική επιχειρηματολογία, ψηφιακή μετάβαση αμφισβητείται, επειδή, όπως διαπιστώνουν οι περισσότεροι, απλώς ψηφιοποίησε τη γραφειοκρατία, δεν απάλλαξε τους πολίτες από το μέγα βάρος των δικαιολογητικών, παρά επέτρεψε τη διεκπεραίωσή τους ηλεκτρονικά από το σπίτι, χωρίς φυσική παρουσία στις κρατικές υπηρεσίες.
Επιπλέον εκτιμούν ότι το τρέχον κυβερνητικό σχήμα δεν διακρίνεται για την ορμή του, ούτε για τις εμπνεύσεις του και πλέον περιορίζεται σε διαχείριση του χρόνου. Δεν είναι λίγοι έτσι εκείνοι που πιστεύουν ότι ο κ. Μητσοτάκης, παρά τη διακηρυγμένη θέση του πως θα ηγηθεί του κόμματός του στις εκλογές του 2027, προπαρασκευάζει συστηματικά και οργανωμένα τη διεκδίκηση μιας υψηλής ευρωπαϊκής θέσης.
Στους αθηναϊκούς κύκλους συζητείται εντόνως ότι ο κ. Μητσοτάκης επιθυμεί να διαδεχθεί τον σοσιαλδημοκράτη πορτογάλο πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα, η θητεία του οποίου το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα επιδίωξε και πέτυχε να είναι μισή και να λήξει σε δυόμισι χρόνια, στα τέλη του 2026.
Σενάρια για στροφή και διαδοχή
Στη βάση αυτού του ενδεχομένου τα σενάρια δίνουν και παίρνουν, επιμένοντας ότι ο κ. Μητσοτάκης θα επιδιώξει μια βελούδινη μετάβαση στις Βρυξέλλες, προετοιμάζοντας βεβαίως τη συντηρητική στροφή και τη διαδοχή στην ηγεσία του κόμματός του. Τα σενάρια, υπό το πρίσμα πάντα του επικρατήσαντος νεοσυντηρητικού αμερικανικού προτύπου, φέρουν τον υπουργό Αμυνας Ν. Δένδια ως επικρατέστερο διάδοχό του, σε αυτή την υποτιθέμενη εν πλω αλλαγή, ο οποίος όπως μεταδίδουν οι σεναριολογούντες έχει ήδη προσεγγίσει και συνδέεται πια με τον κεντρογενή εκσυγχρονιστή υπουργό Παιδείας Κ. Πιερρακάκη, ώστε να διατηρηθεί η επαφή με τον άλλο πόλο, που παρά την πίεση που θα δέχεται από τη νεοδεξιά στροφή θα συνεχίσει να διατηρεί σημαντική επιρροή στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Οι θιασώτες του συγκεκριμένου σεναρίου επισημαίνουν την παρουσία του κ. Δένδια στη συνάντηση που είχε ο κ. Μητσοτάκης στο σπίτι του στα Χανιά με Ρεπουμπλικανούς γερουσιαστές στα τέλη του περασμένου καλοκαιριού.
Κάτι τέτοιο βεβαίως προϋποθέτει την υποχώρηση του διεκδικητή της νεοδημοκρατικής ηγεσίας υπουργού Οικονομικών Κ. Χατζηδάκη, ο οποίος απολάμβανε και απολαμβάνει την εμπιστοσύνη του Πρωθυπουργού και κατ’ ορισμένους είχε κερδίσει υπόσχεση υποστήριξης σε ενδεχόμενη νεοδημοκρατική αλλαγή. Τώρα ωστόσο υπό το βάρος των νέων συνθηκών η όποια διεκδίκησή του φαντάζει ασθενική, παρότι χαίρει εκτιμήσεως σε πολιτικούς και επιχειρηματικούς κύκλους για την «αθόρυβη αποτελεσματικότητα» που τον χαρακτηρίζει, όπως λένε.
Ντόμινο κρίσιμων επιλογών
Το βασικό σενάριο λοιπόν, στον βαθμό που εξελιχθεί, προφανώς δεν μπορεί να περιοριστεί σε αλλαγή κορυφής, παρά θα συνοδεύεται από ντόμινο κινήσεων και επιλογών σε κρίσιμες θέσεις. Με πρώτη βεβαίως εκείνη της εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Στο παρόν περιβάλλον η εκδοχή παραμονής της κυρίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου στην Ηρώδου Αττικού φαντάζει πλέον αδύναμη, έως μηδενική. Μέχρι πρότινος πιθανοί υποψήφιοι για τον προεδρικό θώκο φέρονταν οι κ.κ. Π. Πικραμμένος και ο Κ. Τασούλας. Αλλά εσχάτως οι πληροφορίες φέρουν τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα να κερδίζει την εύνοια του κ. Μητσοτάκη. Και αυτό γιατί εκτιμάται ότι πέραν των άλλων θα τύχει και της υποστήριξης του Αντώνη Σαμαρά, με τον οποίο συνδέεται φιλικά από τα χρόνια των μνημονίων και της συγκυβέρνησης, μεταξύ 2012 και 2014, στη διάρκεια της οποίας ο κ. Στουρνάρας υπηρέτησε ως υπουργός Οικονομικών. Ο ίδιος όταν ερωτάται υπερασπίζεται μεν την κυρία Σακελλαροπούλου, αλλά δεν κρύβει ότι δεν είναι διατεθειμένος να συνταξιοδοτηθεί από την πολιτική. Κοινή είναι η πεποίθηση πως αν τον επιλέξει ο Πρωθυπουργός θα αποδεχθεί χωρίς επιφυλάξεις.
Στην περίπτωση τώρα που εξελιχθεί το συγκεκριμένο σενάριο, οι φήμες θέλουν τον υπουργό Ενέργειας και Περιβάλλοντος Θ. Σκυλακάκη να διεκδικεί τη θέση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως και τον υπουργό Μεταφορών Χρ. Σταϊκούρα να έχει εκδηλώσει σχετικό ενδιαφέρον. Το μειονέκτημα και των δύο έγκειται στο γεγονός ότι πρόκειται για αμιγώς πολιτικά πρόσωπα. Κάτι που έχει να συμβεί από την επιλογή του Ιωάννη Μπούτου το 1993, η οποία παρεμπιπτόντως δεν είχε μεγάλη διάρκεια. Εκτοτε οι διοικητές της Τράπεζας της Ελλάδας προέρχονταν από τα σπλάχνα της ή είχαν μακρά εμπειρία και διαδρομή στην τραπεζική αγορά. Τον Ιωάννη Μπούτο διαδέχθηκε ο Λουκάς Παπαδήμος και εκείνον ο Ν. Γκαργκάνας. Ακολούθως τη σκυτάλη πήραν ο Γιώργος Προβόπουλος και ο Γιάννης Στουρνάρας, που παραμένει έως τώρα και η εξαετής θητεία του εξαντλείται τον Μάιο του 2026.
Πηγή: To Vima