«Δεν ήρθα εδώ για να τρέξω για εμένα. Ήρθα να τρέξω για την Ελλάδα και τους Έλληνες».
Ο Ελληνοκύπριος μαραθωνοδρόμος Στέλιος Κυριακίδης ήταν ο αθλητής που κατάφερε να ευαισθητοποιήσει την Αμερική και κατ’ επέκταση τη διεθνή κοινότητα να προσφέρουν βοήθεια στην καθημαγμένη τότε Ελλάδα. Ήταν ο πρώτος που συνειδητοποίησε, ότι όταν οι συνθήκες το απαιτούν, ο αθλητισμός πρέπει να μπαίνει στην υπηρεσία της κοινωνίας.
Παιδί μιας πολυμελούς αγροτικής οικογένειας γεννήθηκε στις 4 Μαίου του 1910, στο Στατό, ένα μικρό χωριό λίγο έξω από την Πάφο. Από νωρίς διακρίνεται για τις επιδόσεις του στους δρόμους μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων.
Το 1934 εγκαθίσταται στην Αθήνα και δύο χρόνια αργότερα προσλαμβάνεται ως εισπράκτορας από την Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών – Πειραιώς. Την ίδια χρονιά εντάσσεται στην εθνική ομάδα στίβου και συμμετέχει ως μαραθωνοδρόμος στους Ολυμπιακούς αγώνες του Βερολίνου. Εκεί γνωρίζεται με τον νεαρό Αμερικανό μαραθωνοδρόμο Johnny Kelley, ο οποίος αφού του εκφράζει το θαυμασμό του για τις επιδόσεις του τον προσκαλεί στο διάσημο μαραθώνιο της Βοστόνης. Το 1938, μετά από επίσημη πρόσκληση, Ο Κυριακίδης λαμβάνει για πρώτη φορά μέρος στον πιο απαιτητικό μαραθώνιο της εποχής και γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό από την ελληνική ομογένεια. Δεν καταφέρνει όμως να τερματίσει, επειδή τα καινούργια αθλητικά παπούτσια που του είχαν χαρίσει οι ομογενείς του πλήγωσαν τα πόδια. Εμφανώς απογοητευμένος αλλά και απόλυτα αποφασισμένος ο Κυριακίδης τους Υποσχέθηκε: «Κάποια μέρα θα επιστρέψω και θα κερδίσω αυτόν τον αγώνα». Ήταν μια δέσμευση που τότε φάνταζε ουτοπία, υλοποιήθηκε όμως με τον πιο ηχηρό τρόπο οκτώ χρόνια αργότερα.
Τα χρόνια της κατοχής υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολα για τον Κυριακίδη και την οικογένεια του , όπως και για όλους τους Έλληνες. Η Χώρα υπέφερε από το ναζιστικό στρατό κατοχής, τις κακουχίες, την πείνα. Ως πνεύμα φιλελεύθερο και ανήσυχο, βρίσκει τρόπο να συνεισφέρει αποτελεσματικά στην αντίσταση. Ως εισπράκτορας της Ηλεκτρικής Εταιρείας είχε την ευκαιρία να περνάει από τα γερμανικά μπλόκα και μετέφερε κρυφά τα μηνύματα μεταξύ των αντιστασιακών ομάδων. Το 1943 συλλαμβάνεται στην πλατεία του Χαλανδρίου από ναζιστική περίπολο μαζί με άλλους 49 Έλληνες πολίτες, με τη διαταγή για εκτέλεση ως αντίποινα για το φόνο ενός Γερμανού αξιωματικού. Όμως ο αξιωματικός που τους συνέλαβε, που ήταν και εκείνος μαραθωνοδρόμος, τον άφησε ελεύθερο μόλις είδε στο πορτοφόλι του την ταυτότητα του και την κάρτα διαπίστευσης των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου.
Ο γιος του Δημήτρης Κυριακίδης θυμάται: «Μια άλλη φορά, όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στο σπίτι μας, βρήκαν ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου. Στην πρώτη σελίδα ήταν ο Χίτλερ.“Χάιλ Χίτλερ!” είπαν και εξαφανίστηκαν. Έτσι εδόθη εντολή να μην πηγαίνει κανείς στο σπίτι του Κυριακίδη.» Τότε, ο Στέλιος Κυριακίδης άρχισε να κρύβει στο υπόγειο του σπιτιού του τους συμμάχους που έπεφταν με τα αλεξίπτωτα, μέχρι να οργανωθεί η διαφυγή τους στη Μέση Ανατολή.
Μετά τη λήξη του πολέμου, ενώ όλα τα κράτη προσπαθούσαν να επουλώσουν τις πληγές τους και είχε ξεκινήσει η ανοικοδόμηση της Ευρώπης, η Ελλάδα συνέχιζε να υποφέρει, βυθιζόμενη στο πιο βαθύ κοινωνικό και πολιτικό σκοτάδι, που μόνο ένας εμφύλιος μπορεί να προκαλέσει. Το 1946 η Ελλάδα ήταν μια καθημαγμένη χώρα, χωρίς δουλειές, χωρίς υποδομές, χωρίς βασικά αγαθά, αλλά κυρίως γεμάτη από ταλαιπωρημένους ανθρώπους χωρίς ελπίδα.
Τότε, ο Κυριακίδης ένιωσε έντονα το ηθικό του χρέος, να ξεπεράσει τον εαυτό του, για να πετύχει κάτι για τους συμπατριώτες του που κυριολεκτικά πεινούσαν. Έτσι ο αδύναμος, απροπόνητος και υποσιτισμένος Κυριακίδης, κόντρα σε κάθε λογική, κόντρα σε κάθε ιατρικό και αθλητικό κανόνα, παίρνει τη μεγάλη απόφαση να επιστρέψει στη Βοστόνη και να διεκδικήσει μια νίκη όχι για τον εαυτό του, αλλά για το λαό των 7 εκατομμυρίων Ελλήνων. «Έχω ένα όραμα. Θέλω να πάω στην Αμερική και να συμμετάσχω ξανά στο μαραθώνιο της Βοστόνης, έτσι ώστε να κάνω γνωστά σε όλο τον κόσμο τα δεινά που περνάει ο ελληνικός λαός.»
Έτσι, πουλώντας αρκετά από τα έπιπλα του σπιτιού του και με χορηγία 1000 δολαρίων από την Ηλεκτρική Εταιρεία, φτάνει στη Βοστόνη. Οι Αμερικανοί γιατροί αρνούνταν να του επιτρέψουν τη συμμετοχή του στον αγώνα λόγω της κλονισμένης υγείας του από την πείνα και την εξάντληση, σε συνδυασμό με τη μεγάλη απόσταση του Μαραθωνίου, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να υπογράψει αναλαμβάνοντας την ευθύνη. Στον αγώνα, που διεξάγεται στις 20 Απριλίου του 1946, ο Κυριακίδης ακολουθεί μια άκρως επαγγελματική και αποτελεσματική στρατηγική. Στο πρώτο μισό του αγώνα πηγαίνει σιγά στις κατηφόρες, ενώ μετά αρχίζει να αναπτύσσει ταχύτητα. Στο 32 χμ. πλησιάζει την πρώτη εξάδα και μετά προπορεύεται μαζί με τον Kelley, ώσπου τελικά φτάνει πρώτος στη γραμμή του τερματισμού σε χρόνο 2 ώρες 29 λεπτά και 27 δευτερόλεπτα.
Όταν ο Πρόεδρος Truman ρώτησε τον Kelley πώς έχασε από τον τόσο αδύναμο Έλληνα αθλητή, η απάντηση του κορυφαίου μαραθωνοδρόμου ήταν αποστομωτική. «Κύριε Πρόεδρε, πώς θα μπορούσα να κερδίσω έναν τέτοιο αθλητή; Εγώ έτρεχα για τον εαυτό μου, εκείνος έτρεχε για έναν ολόκληρο λαό.» Και στην ερώτηση του Truman προς τον Κυριακίδη, τί θα ήθελε να κάνει ο Πρόεδρος για εκείνον, έδωσε την απάντηση που θα μείνει στην Ιστορία. «Κύριε Πρόεδρε δε ζητώ τίποτα για Εμένα. Το μόνο που ζητώ είναι να στείλετε ρούχα και τρόφιμα στα 7 εκατομμύρια Έλληνες που λιμοκτονούν». Έτσι, συγκεντρώθηκε το ποσό των 250000
Δολαρίων για την ενίσχυση των Ελλήνων, ενώ παράλληλα μαζεύτηκαν από δωρεές των Αμερικανών τόνοι από τρόφιμα, ρούχα και φάρμακα, το επονομαζόμενο πακέτο Κυριακίδη, τα οποία εστάλησαν στην Ελλάδα. Ένα μήνα αργότερα, αφού κατάφερε να ευαισθητοποιήσει περαιτέρω την αμερικανική πολιτική και την κοινωνία και να εξασφαλίσει και άλλη βοήθεια, επέστρεψε στην Αθήνα, όπου φωταγωγήθηκε η Ακρόπολη και έγινε δεκτός από πλήθος κόσμου με τιμές ήρωα. Από τη στιγμή που έφτασε, περνούσε συνεχώς το μήνυμα της ενότητας και της αλληλεγγύης. «Οι Αμερικάνοι θα μας βοηθήσουν αλλά ζητούν από εμάς εθνική συμφιλίωση».
Τα επόμενα χρόνια συνέχισε να προσφέρει οικονομική και ηθική βοήθεια στους συμπολίτες του που τη χρειάζονταν, προσπαθώντας παράλληλα να εντάξει στη ζωή
των Ελλήνων τον αθλητισμό. Με δική του πρωτοβουλία διοργανώθηκε ο πρώτος μαραθώνιος της Αθήνας το 1955. Ο Κυριακίδης πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου του 1987 στην Αθήνα. Ο παγκόσμιος αυτός θρύλος μας εμπνέει μέχρι και σήμερα ως φωτεινό πρότυπο ηρωισμού και αλληλεγγύης, που κάνει πράξη τη ρήση του Μακρυγιάννη, «είμαστε στο εμείς και όχι στο εγώ».
Άρθρο του Γιώργου Σταμάτη, Βουλευτή Επικρατείας της ΝΔ.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ