Οπως ο δρόμος για την κόλαση είναι σχεδόν πάντα στρωμένος με καλές προθέσεις, έτσι και οι κυβερνήσεις ξεκινούν με την πρόθεση να συγκροτήσουν μικρά και ευέλικτα σχήματα υπουργών, αλλά στην τελική καταλήγουν να απαρτίζονται από έναν μακρύ κατάλογο υπουργών και υφυπουργών οι οποίοι, με εξαίρεση τις πρώτες εθιμοτυπικές συνεδριάσεις, είναι αδύνατον να χωρέσουν όλοι μαζί στην ίδια αίθουσα.
Γέννημα της δεκαετίας του 1980, όπως και οι συχνοί ανασχηματισμοί, το φαινόμενο των πολυπληθών κυβερνητικών σχημάτων διαιωνίζεται μέχρι τις μέρες μας σε βαθμό που η Ελλάδα να κατέχει σταθερά εδώ και δεκαετίες το ρεκόρ στον αριθμό των προσώπων που στελεχώνουν τις κυβερνήσεις της.
Δεν είναι μόνον τα υπουργεία, οι ονομασίες τους, αλλά και η ιεραρχική σειρά τους, που αλλάζουν κάθε φορά που κάποια κυβέρνηση θέλει να επιδείξει υπαρκτή ή μη μεταρρυθμιστική διάθεση.
Είναι και ότι όταν ξεκινά να σχηματίζεται ή να ανασχηματίζεται μια υπουργική ομάδα προστίθενται νέες θέσεις αναπληρωτών υπουργών, υπουργών Επικρατείας και υφυπουργών, με αποτέλεσμα τα πρόσωπα που απαρτίζουν την κυβέρνηση να τριπλασιάζονται.
Η ιστορική στήλη του Βήματος στο inbox σου
Γίνε μέλος του καθημερινού newsletter που αποκαλύπτει όσα συμβαίνουν στο πολιτικό παρασκήνιο και απόκτησε πρόσβαση σε αποκλειστικό περιεχόμενο. ΕΓΓΡΑΦΗ
Υποσχέσεις που δεν τηρούνται
Το πιο ενδιαφέρον και συνάμα παράδοξο στοιχείο αυτής της μεγέθυνσης των υπουργικών σχημάτων είναι ότι τις περισσότερες φορές οι επιλογές έχουν «προσωποπαγή» χαρακτηριστικά. Δηλαδή οι θέσεις που δημιουργούνται και τα επιπλέον αξιώματα, είτε αναπληρωτών υπουργών είτε υφυπουργών, συχνότατα δεν υπακούουν σε υπαρκτές ανάγκες που σχετίζονται με τη λειτουργία της κυβερνητικής και κατ΄ επέκταση της κρατικής μηχανής. Αντίθετα, είναι επιλογές οι οποίες προσαρμόζονται στο «διαμέτρημα» και στην προσωπική ισχύ πίεσης την οποία διαθέτει το πολιτικό πρόσωπο ή ο τεχνοκράτης που επιλέγεται για τη συγκεκριμένη θέση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο σημερινός πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης προτού αναλάβει καθήκοντα είχε δηλώσει ότι θα καταργούσε τον θεσμό του αναπληρωτή υπουργού, έτσι ώστε η διοίκηση των υπουργείων να είναι ενιαία και να μην υπάρχουν συγκρούσεις για τις αρμοδιότητες.
Ετσι, στην πρώτη κυβέρνηση που όρκισε τον Ιούλιο του 2019 δεν υπήρχαν αναπληρωτές υπουργοί, με μία και μόνη εξαίρεση, που ήταν ο ορισμός του κ. Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη ως αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών. Εξαίρεση, η οποία, όπως διευκρινίστηκε, θεωρήθηκε αναγκαία ώστε ο έχων το χαρτοφυλάκιο των Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο ΥΠΕΞ να έχει υπουργικό status και να κάθεται ισότιμα γύρω από το ίδιο τραπέζι με τους ομολόγους του από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σε πολλές από τις οποίες δεν υπάρχουν υφυπουργοί. Βέβαια όταν μετακινήθηκε ο κ. Βαρβιτσιώτης στο υπουργείο Ναυτιλίας, δεν διορίστηκε νέος αναπληρωτής στο υπουργείο Εξωτερικών.
Στην πορεία του χρόνου, ωστόσο, δημιουργήθηκαν κι άλλες θέσεις αναπληρωτών που άλλες καταργήθηκαν και άλλες διατηρούνται. Μετά τον ανασχηματισμό της περασμένης Παρασκευής το συγκεκριμένο αξίωμα κατέχουν οι κ.κ. Ν. Παπαθανάσης (στο υπουργείο Οικονομίας με αρμοδιότητα τις επενδύσεις), Ι. Βρούτσης (Αθλητισμού) και Κ. Κυρανάκης (ο οποίος αναβαθμίστηκε για να αναλάβει το χαρτοφυλάκιο των Μεταφορών) και Ειρήνη Αγαπηδάκη (Υγείας).
Οι διαφορές ανάμεσα στους αναπληρωτές υπουργούς και στους υφυπουργούς είναι ουσιώδεις, καθώς οι πρώτοι αφενός έχουν το δικαίωμα της νομοθετικής πρωτοβουλίας, δηλαδή να συντάσσουν και να προωθούν νομοσχέδια στη Βουλή, και, αφετέρου, το «προνόμιο» να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις των υπουργικών συμβουλίων.
Η μεγαλύτερη ελληνική παραδοξότητα είναι ότι οι περισσότερες κυβερνήσεις ξεκινούν τη θητεία τους με στόχευση για μικρά υπουργικά σχήματα, αλλά συν τω χρόνω τα κυβερνητικά στελέχη αυξάνονται και πληθύνονται. Τα παραδείγματα είναι άπειρα.
Το πρώτο υπουργικό σχήμα που όρκισε ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981 είχε 38 μέλη, αλλά σε τέσσερα χρόνια είχαν γίνει 44. Η νέα κυβέρνηση του ιδρυτή του ΠαΣοΚ που σχηματίστηκε τον Ιούλιο του 1985 ξεκίνησε με 41 υπουργούς και υφυπουργούς, ο αριθμός των οποίων έπειτα από αλλεπάλληλους ανασχηματισμούς (είναι η εποχή με τους περισσότερες κυβερνητικές αλλαγές) εκτινάχθηκε στους 57.
Με ακόμη χαμηλότερα τον πήχη ξεκίνησε τη θητεία της η κυβέρνηση που σχημάτισε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τον Απρίλιο του 1990 και η οποία απαρτιζόταν από 37 στελέχη. Τρία χρόνια αργότερα, ωστόσο, με συνεχείς προσθήκες το άθροισμα υπουργών και υφυπουργών ανέβηκε στους 49.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου που έλαβε εκ νέου τη σκυτάλη το φθινόπωρο του 1993 ξεκίνησε με 43, αλλά γρήγορα ανέβηκε στους 52. Ο Κώστας Σημίτης, που τον διαδέχθηκε τον Ιανουάριο του 1996, μείωσε και πάλι τον αριθμό των κυβερνητικών στελεχών που στην οκταετή διακυβέρνησή του κυμαίνονταν στην περιοχή των 42-43 υπουργών και υφυπουργών και ανέβηκε μόνο ελαφρώς την περίοδο της προετοιμασίας των Ολυμπιακών του 2004.
Στο ίδιο πάνω-κάτω επίπεδο διατηρήθηκε και ο αριθμός των προσώπων που μετείχαν στις κυβερνήσεις του κ. Κώστα Καραμανλή, ο οποίος όρκισε 44 πρόσωπα στο πρώτο σχήμα του 2004 και 41 τρία χρόνια αργότερα.
Το «έργο» επαναλήφθηκε με τον Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος στην πρώτη του ορκωμοσία πλαισιωνόταν από 39 υπουργούς και υφυπουργούς, αλλά αργότερα και με αφορμή ανασχηματισμούς, που ένας εξ αυτών ανακοινώθηκε μετά τα μεσάνυκτα, ο αριθμός τους αυξήθηκε και πάλι. Με αποτέλεσμα η διάδοχη κυβέρνηση ειδικού σκοπού υπό τον Λουκά Παπαδήμο να αποτελείται από 48 μέλη.
Οι ελπίδες, εξάλλου, για «συμμάζεμα του κράτους» που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της μνημονιακής επέλασης απεδείχθησαν φρούδες. Η κυβέρνηση συνεργασίας που σχημάτισε οΑντ. Σαμαράς τον Ιούλιο του 2012 είχε 36 μέλη στην εκκίνησή της.
Η διάδοχη συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ξεκίνησε επίσης από τους 38 υπουργούς και υφυπουργούς, πλην, όμως, στους επόμενους ανασχηματισμούς που έκανε ο κ. Αλ. Τσίπρας τα μέλη της κυβέρνησής του έφθασαν τους 48.
Οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης – Οι συνθέσεις
Από τη θεωρία στην πράξη
Οι νέες ελπίδες οι οποίες δημιουργήθηκαν και ήθελαν το «επιτελικό κράτος» που δρομολόγησε η κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη τον Ιούλιο του 2019 να επιτυγχάνει εκεί που είχαν αποτύχει ακόμη και οι «τροϊκανοί», δεν επιβεβαιώθηκαν. Η «πεπατημένη» τής συν τω χρόνω αύξησης των κυβερνητικών στελεχών επικράτησε και έτσι από 53 υπουργούς και υφυπουργούς που είχε η πρώτη κυβέρνηση του σημερινού Πρωθυπουργού, στη σύνθεσή της συμμετέχουν πλέον 62 υπουργοί και υφυπουργοί, που αποτελεί τον μεγαλύτερο αριθμό που υπήρξε ποτέ.
Το βασικό επιχείρημα με το οποίο οι θιασώτες των πολυπληθών σχημάτων, όπως ο Πρωθυπουργός, δικαιολογούν τη συνεχή μεγέθυνση των κυβερνήσεων είναι ότι στη χώρα μας δεν λειτουργεί αποτελεσματικά η δημόσια διοίκηση και «στην Ελλάδα δεν γίνεται απολύτως τίποτε αν δεν υπάρχει οδηγία-εντολή πολιτικού προϊσταμένου».
Τόσο η θεωρία, ωστόσο, όσο και η πράξη, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τον ρόλο… παρατηρητή που διεκδικούν κυβερνητικά στελέχη που βρέθηκαν στον τόπο της τραγωδίας των Τεμπών, μαρτυρούν ότι οι εγνωσμένες αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης δεν ξεπερνιούνται με την αύξηση των υφυπουργών που τις περισσότερες φορές αναλαμβάνουν θέσεις με κριτήρια είτε γεωγραφικής προέλευσης είτε διατήρησης εσωκομματικών και άλλων ισορροπιών.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στις παραμονές των ανασχηματισμών μαζί με τα αγωνιώδη κυβερνητικά στελέχη, μολύβια κατεβάζει και ο δημόσιος τομέας που σε μεγάλο βαθμό αισθάνεται και είναι προσαρμοσμένος στην πελατειακή λογική που συνήθως συνοδεύει τις επιλογές υπουργών και υφυπουργών.
Πηγή: To Vima