Το σκάνδαλο των υποκλοπών με το παράνομο λογισμικό Predator γνωστό και ως «Predatorgate» είχε τα πάντα: υποκλοπές πολιτικών, δημοσιογράφων και δικαστών, εξαγωγές παράνομου λογισμικού σε δικτατορικά καθεστώτα και παραιτήσεις υψηλόβαθμων κυβερνητικών στελεχών.
Δυο χρόνια μετά, όλα τα στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης εμφανίζονται να αποφεύγουν τον καταλογισμό σχετικών ευθυνών, γράφει σε δημοσίευμά τουτο Politico.
Σε μια έκθεση 300 σελίδων που είδε το περιοδικό, ο αναπληρωτής εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αχιλλέας Ζήσης υποστήριξε ότι μια σειρά παράνομων παρακολουθήσεων μέσω Predator ταυτόχρονα με επίσημες κρατικές παρακολουθήσεις ήταν συμπτωματικές και ότι οι κρατικές υπηρεσίες ή αξιωματούχοι δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για τη μόλυνση συσκευών με το παράνομο λογισμικό.
Η αναφορά κατατέθηκε στην εισαγγελέα Γεωργία Αδειλίνη, η οποία την περασμένη Τρίτηαποφάσισε να καταλογίσει πλημμεληματικές κατηγορίες σε στελέχη των εταιρειών που παρήγαγαν και αγόρασαν το παράνομο λογισμικό Predator και να βάλει την υπόθεση στο αρχείο.
Η αντιπολίτευση έσπευσε να επιτεθεί στα ευρήματα, αμφισβητώντας τη δικαστική ανεξαρτησία της χώρας και αποκαλώντας την «ημέρα ντροπής» για την Ελλάδα. Μια προσπάθεια να ζητηθεί νέα κοινοβουλευτική έρευνα μπλόκαρε από την κυβερνητική πλειοψηφία στο κοινοβούλιο την περασμένη Παρασκευή.
Το σκάνδαλο εκτυλίχθηκε τον Αύγουστο του 2022 με μια απόπειρα εγκατάστασης Predator στο τηλέφωνο του προέδρου του ΠαΣοΚ Νίκου Ανδρουλάκη, πρώην βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ακολουθούμενη από αποκαλύψεις ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είχε υποκλέψει το τηλέφωνο του Ανδρουλάκη με νόμιμα κρατικά εργαλεία.
Δημοσιογράφοι ερευνητές, οργανώσεις πολιτικών δικαιωμάτων και η ανεξάρτητη ΑΔΑΕ αποκάλυψαν σύντομα πώς η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) είχε υποβάλει μια διευρυμένη λίστα δημοσιογράφων και πολιτικών – συμπεριλαμβανομένου του μισού υπουργικού συμβουλίου – σε υποκλοπές και παρακολούθηση. Παράνομο λογισμικό παρακολούθησης τοποθετούνταν στα τηλέφωνα ορισμένων εξ αυτών ακριβώς την ίδια στιγμή.
Η αναφορά του κ.Ζήση επιβεβαίωσε ότι από τις 116 περιπτώσεις που εντοπίστηκαν ως στόχοι λογισμικού κατασκοπείας, 28 τηλεφωνικοί αριθμοί βρίσκονταν υπό νόμιμη κρατική επιτήρηση τη στιγμή της επιμόλυνσης με το παράνομο λογισμικό. Αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο το έκρινε ως «σύμπτωση», αναφέροντας ότι «οι δύο μέθοδοι παρακολούθησης δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους».
Η έκθεση αναγνώρισε ότι η ελληνική εταιρεία ανάπτυξης λογισμικού Intellexa συνδέεται με το Predator και περιλαμβάνει στοιχεία για τη σύνδεσή της με τον ελληνικό πάροχο λογισμικού Krikel, προμηθευτή της ελληνικής κυβέρνησης μεταξύ 2018 και 2022.
Τα ευρήματα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τέσσερις επιχειρηματίες – τρεις της Intellexa και ένας της Krikel – θα πρέπει να διωχθούν για «παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών» και «παράνομη πρόσβαση σε σύστημα πληροφοριών».
Αναπάντητα ερωτήματα
Ορισμένοι νομικοί εμπειρογνώμονες επέκριναν τα ευρήματα, επικρίνοντας πώς ο αναπληρωτής εισαγγελέας άφησε ανέγγιχτα πολλά στοιχεία και δεν συμβουλεύτηκε επαρκώς τα θύματα.
«Η έρευνα ήταν ελλιπής και επιφανειακή», είπε ο κ. Ζαχαρίας Κεσσές, δικηγόρος που υπερασπίζεται τον δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη, ένα από τα θύματα του spyware που ήταν επίσης υπό κρατική επιτήρηση.
Ο κ. Κεσσές υποστήριξε ότι ο εισαγγελέας απέτυχε να διερευνήσει το πώς η παράνομη παρακολούθηση κορυφαίων υπουργών, πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών είναι δυνητικά σοβαρά κακουργήματα. «Χορηγήθηκε προνομιακή μεταχείριση και ασυλία στα μέλη της υπηρεσίας κατασκοπείας και σε όσους ήταν υπεύθυνοι για την εποπτεία της», είπε.
Η έκθεση θεωρεί ότι μόνο τα τηλέφωνα του Κουκάκη και της πρώην υπαλλήλου της Meta, Άρτεμις Σίφορντ, μολύνθηκαν από το παράνομο λογισμικό Predator, χαρακτηρίζοντας όλες τις άλλες περιπτώσεις ως απόπειρες. Όμως οι δικηγόροι των θυμάτων λένε ότι υπάρχουν και άλλοι που μολύνθηκαν, συμπεριλαμβανομένου του πρώην υπουργού Χρήστου Σπίρτζη.
Ο Ζήσης δεν ζήτησε επίσης το άνοιγμα των λογαριασμών των εταιρειών που συνδέονται με την Intellexa.
Η κυβέρνηση έχει επανειλημμένα απορρίψει τους ισχυρισμούς ότι οι ευθύνες για το σκάνδαλο αγγίζουν τον ίδιο τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, λέγοντας ότι οι όποιες παρανομίες έχουν πραγματοποιηθεί από «βρώμικα δίκτυα» εντός των υπηρεσιών πληροφοριών.
Το σκάνδαλο έχει οδηγήσει σε παραίτηση τον Γρηγόρη Δημητριάδη και τον Παναγιώτη Κοντολέων, που ήταν επικεφαλής της ΕΥΠ. Και οι δύο κλήθηκαν από τις δικαστικές αρχές να καταθέσουν στα τέλη του περασμένου μήνα, αλλά όχι ως ύποπτοι. Ο Δημητριάδης κλήθηκε τον Ιούνιο να καταθέσει μόνο ως μάρτυρας και δεν έγινε ποτέ έρευνα στην κατοικία του, παρόλο που είχε αρχικά ζητηθεί από τις δικαστικές αρχές.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης, του οποίου ο φάκελος φέρεται να καταστράφηκε από την κρατική υπηρεσία παρά τις νομικές απαιτήσεις ότι όλοι οι φάκελοι πρέπει να φυλάσσονται για δύο χρόνια, άσκησε έφεση για τον χειρισμό της υπόθεσής του από την κυβέρνηση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το Predator εξήχθη στο Σουδάν και τη Μαδαγασκάρη από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Το υπουργείο είπε αργότερα ότι διενεργούσε εσωτερική έρευνα, αλλά δεν ανακοίνωσε ποτέ τα αποτελέσματα ή εάν υπήρχαν κυρώσεις.
Οι δικαστικές αποφάσεις εγείρουν για ακόμη μια φορά ερωτήματα για την ανεξαρτησία της ελληνικής δικαιοσύνης, αναφέρει το Politico.
Τον Μάρτιο, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ανακοίνωσε ένα «πρώτο στο είδος του» πακέτο κυρώσεων κατά της Intellexa και της ηγεσίας της, αφού η εταιρεία ενεπλάκη στη στοχοποίηση κυβερνητικών αξιωματούχων των ΗΠΑ. Η ανακοίνωση αποτελεί την πρώτη φορά που η κυβέρνηση επιβάλλει κυρώσεις σε μια εμπορική οντότητα κατασκοπευτικού λογισμικού.
«Οι υποκλοπές μέσω της κρατικής υπηρεσίας δεν μπορεί να είναι ανεξέλεγκτες και αδικαιολόγητες», δήλωσε ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ Χρήστος Ράμμος.
Τα ευρήματα του Ζήση «απογοήτευσαν όλους εμάς, απλούς πολίτες και νομικούς, που θέλουμε να πιστεύουμε στην ακεραιότητα του ελληνικού συστήματος δικαιοσύνης», δήλωσε ο Νίκος Αλιβιζάτος ομότιμος καθηγητής συνταγματικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Πηγή: To Vima