Πέθανε τη Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου, λίγο πριν κλείσει τα 100 χρόνια, η Ζανέτ Ναχμία, η τελευταία επιζήσασα του Άουσβιτς στα Ιωάννινα.
Η Ζανέτ Ναχμία γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1925 από τον Χαΐμ και τη Ρεβέκκα, το γένος Μορδοχάι. Η οικογένεια είχε έξι παιδιά και ζούσε μέσα στο Κάστρο, απέναντι από τη Συναγωγή. Ο πατέρας της διατηρούσε ταβέρνα.
Η Ζανέτ πήγε σχολείο μέχρι την Ε’ δημοτικού στην Alliance Israélite Universelle και στη συνέχεια σταμάτησε για να βοηθάει τη μητέρα της στις δουλειές του πολυάριθμου νοικοκυριού τους. Τον Μάρτιο του 1944 οι Γερμανοί συνέλαβαν και εκτόπισαν όλη την οικογένεια στο στρατόπεδο του Άουσβιτς. Εκτός από το Άουσβιτς η Ζανέτ πέρασε από μία σειρά στρατοπέδων, όπως το Μάουτχαουζεν, το Γκέλεναου κ.ά.
Για ένα διάστημα, αναφέρει το epirusonline, υποχρεώθηκε σε καταναγκαστική εργασία σε εργοστάσιο στο Μπρέσλαου, στη σημερινή Πολωνία.
Από όλη την οικογένεια επιβίωσε μόνο η ίδια και ο μεγαλύτερος αδερφός της Μιχαέλ. Μετά την Απελευθέρωση επέστρεψε στα Γιάννενα και παντρεύτηκε τον Ισραέλ Τσίτο, επίσης επιζώντα του Άουσβιτς και άρχισαν να κτίζουν τη νέα τους ζωή. Απέκτησε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα.
«Ήταν απαραίτητο να΄χουμε μια πίτα για το Σάββατο»
«Το σπίτι μας ήταν μέσα στο κάστρο και οι περισσότεροι άνθρωποι στην γειτονιά μας ήταν Εβραίοι. Είχαμε ένα αξιόλογο σχολείο, τις Σχολές Alliance Israelite Universelle όπου μαθαίναμε τρεις γλώσσες: Ελληνικά, Εβραϊκά και Γαλλικά. Πήγα σχολείο μέχρι την Πέμπτη Δημοτικού. Δεν το τελείωσα ποτέ, γιατί αρρώστησε η μητέρα μου. Τα Σάββατα ήταν πάντα πολύ όμορφα. Τα σπίτια ήταν καθαρά, οι αυλές, τα παρτέρια, όλα έλαμπαν από καθαριότητα. Μαγειρεύαμε από την Παρασκευή, το Σάββατο δεν κάναμε καμία δουλειά».
«Ήταν απαραίτητο να΄χουμε μια πίτα για το Σάββατο. Κάποιες φορές ήταν τυρόπιτα ή σπανακόπιτα – τότε τη λέγαμε πίτα με λαχανικά. Το πρωί οι άντρες πηγαίνανε στη Συναγωγή και όταν γυρνούσαν τρώγαμε όλοι μαζί την πίτα. Πάντα είχαμε και ένα πιάτο με κρέας. Ανάβαμε τον φούρνο – τότε τα σπίτια είχαν χτιστούς φούρνους – […] οι γυναίκες ήταν υπεύθυνες για όλα τότε. Οι Παρασκευές και οι Πέμπτες ήταν ιδιαίτερα κουραστικές. Έπρεπε να ετοιμάσουμε το ψωμί. Η μητέρα μου συνήθιζε να σηκώνεται στις 4 τα ξημερώματα για να ζυμώσει και να αφήσει τη ζύμη να φουσκώσει, ενώ παράλληλα είχε ανάψει το φούρνο για να είναι έτοιμος για το ψήσιμο. Μετά έφτιαχνε πολλές άλλες λιχουδιές: έφτιαχνε μπισκότα και στο τέλος έψηνε ακόμα και καρύδια ή στραγάλια για εμάς τα παιδιά».
“Τα κορίτσια βοηθούσαμε την μητέρα στις δουλειές του σπιτιού. Πλέναμε τα ρούχα, και τις Παρασκευές όσο εκείνη μαγείρευε, καθαρίζαμε εμείς το σπίτι. Τα αγόρια πηγαίνανε στην ταβέρνα του πατέρα μας για να τον βοηθήσουν. Η ταβέρνα ήταν μόνο για άντρες, οι γυναίκες απαγορευόταν να πηγαίνουν εκεί».
(με πληροφορίες από την Ισραηλίτικη Κοινότητα Αθηνών)
Πηγή: To Vima