Αναμφίβολα η σημαντικότερη αλλαγή του ανασχηματισμού ήταν η μετακίνηση του Κωστή Χατζηδάκη από το υπουργείο Οικονομικών στην Αντιπροεδρία της κυβέρνησης και η παράδοση του κρισιμότερου ίσως κυβερνητικού χαρτοφυλακίου στον μέχρι πρότινος υπουργό Παιδείας, με επιτυχέστατη προηγούμενη θητεία στο υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Κυριάκο Πιερρακάκη.
Ο κ. Χατζηδάκης, παραδίδοντας το υπουργείο Οικονομικών στον μόλις 42 ετών φέρελπι πολιτικό, δεν έκρυψε ότι θα παρακολουθεί από τη νέα του θέση τα τεκταινόμενα στην οικονομία, σπεύδοντας μάλιστα να περιγράψει την παρακαταθήκη του.
Επαίρεται ο νυν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και πρωθυπουργεύων κατά μια εκδοχή ότι παρέδωσε πλεονασματικό προϋπολογισμό και πως αυτό δεν έτυχε παρά πέτυχε επειδή εφαρμόστηκαν οι κατάλληλες πολιτικές. Επέμενε μάλιστα κατά την τελετή παράδοσης – παραλαβής ότι η επίτευξη πλεονάσματος σπάνια συναντάται στην ιστορία των μεταπολιτευτικών προϋπολογισμών και σχεδόν εκμαίευσε από τον κ. Πιερρακάκη ότι η δημοσιονομική σταθεροποίηση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής σταθερότητας και βάση της διεκδικούμενης ανάπτυξης μακράς διαρκείας.
Τα συνετά βήματα
Οι πιο καχύποπτοι ένιωσαν ότι κ. Χατζηδάκης μιλούσε σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι ο διάδοχός του δεν θα μετακινηθεί ούτε πόντο από τη γραμμή των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, παρά θα επιμείνει στη στείρα οικονομική πολιτική των μικρών συνετών βημάτων που μπορεί να φαντάζουν ασφαλή και σίγουρα, αλλά πολύ απείχαν από τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί τα προηγούμενα χρόνια και ταίριαζαν με την ατμόσφαιρα, με το κλίμα που επικράτησε μετά την πανδημία και δημιουργούσε την αίσθηση ότι η Ελλάδα είναι σε θέση να κάνει άλματα προόδου και πραγματικά να ελευθερωθεί από τα βάρη της προηγούμενης μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι ο κ. Χατζηδάκης υπήρξε υπερσυντηρητικός στη θητεία του στο υπουργείο Οικονομικών, ότι απέφυγε το όποιο ρίσκο, αρνήθηκε κατηγορηματικά τις μεγάλες παρεμβάσεις στη φορολογία, δεν ευνόησε όπως θα έπρεπε πολιτικές δυναμικής ανάπτυξης και περιορίστηκε σε μικρές, λελογισμένες κατά τον ίδιο, κινήσεις και επιλογές που επέτρεψαν μεν τη σταθεροποίηση, αλλά αποδεδειγμένα πια δεν επέτρεψαν τα διεκδικούμενα άλματα ανάπτυξης και οικονομικής προόδου που η διεθνής και η εσωτερική συνθήκη επέτρεπαν.
Το ελατήριο δεν δούλεψε
Οι επιτευχθέντες ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης μπορεί να ήταν όντως υψηλότεροι των μέσων ευρωπαϊκών, αλλά απείχαν κατά πολύ από τις επιδόσεις που πέτυχαν άλλες χώρες οι οποίες βρέθηκαν σε αντίστοιχη θέση στα χρόνια της κρίσης. Το ελατήριο της ανάπτυξης δεν δούλεψε στην ελληνική περίπτωση όπως δούλεψε, για παράδειγμα, στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία. Ρυθμούς ανάπτυξης 5% και 6% δεν είδαμε ποτέ στην Ε
λλάδα μετά την κρίση, παρότι οι αξίες και οι αμοιβές υποχώρησαν δραματικά από τις σκληρές πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόστηκαν στη χώρα μας. Οι πολιτικές οι οποίες εφαρμόστηκαν τα προηγούμενα δύο χρόνια προφανώς φέρουν σοβαρό μερίδιο ευθύνης επειδή απλούστατα δεν ήταν ικανές να ενεργοποιήσουν το ελατήριο ανάπτυξης.
Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτημα: θα μπορέσει άραγε ο κ. Πιερρακάκης να κάνει τη διαφορά, να επιχειρήσει δηλαδή αλλαγές στο μείγμα της οικονομικής πολιτικής και να δώσει τα φτερά που χρειάζεται η ελληνική οικονομία για να πετάξει; Ή θα παραμείνει και εκείνος δεσμευμένος από την παρακαταθήκη και τη σκληρή γραμμή των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών του «επόπτη» κ. Χατζηδάκη;
Μικρά περιθώρια
Επί του παρόντος ο κ. Πιερρακάκης δηλώνει πως ενημερώνεται και δεν μπορεί να προσφέρει απαντήσεις πριν δει λεπτομερώς το περιβάλλον, πριν αξιολογήσει τους περιορισμούς, τις δυνατότητες και τους πόρους που έχει στη διάθεσή του.
Η αλήθεια είναι ότι οι νέοι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες, που υιοθετήθηκαν πέρυσι το καλοκαίρι και ορίστηκαν από την ανάγκη να ελεγχθούν τα χρέη της πανδημίας, δεν επιτρέπουν μεγάλα περιθώρια ευελιξίας στις χώρες με πολύ υψηλά χρέη, όπως η Ελλάδα.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο κ. Πιερρακάκης αφιέρωσε τις πρώτες μέρες ανάληψης των καθηκόντων σε ενημερώσεις από τον αρμόδιο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους υφυπουργό κ. Πετραλιά ακριβώς για να κατανοήσει τους περιορισμούς και τα περιθώρια ευελιξίας που μπορεί να έχει στη διάθεσή του. Το νέο ευρωπαϊκό καθεστώς δημοσιονομικών κανόνων, ειδικά για τις χώρες με υψηλά χρέη, απαιτεί αυστηρό έλεγχο των κρατικών δαπανών, των λεγόμενων «καθαρών δαπανών», προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα χρέη δεν θα αυξάνονται.
Κοινώς θέτει «κόφτες» και απαιτεί μικρές λελογισμένες αυξήσεις ανεξαρτήτως των όποιων επιδόσεων στο σκέλος των εσόδων. Φέτος, για παράδειγμα, οι αυξήσεις των κρατικών δαπανών ορίστηκε να μην υπερβούν το 3%, παρότι ο προϋπολογισμός του 2024 απέδωσε πλεόνασμα από την υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων.
Πολιτική βούληση
Είναι η δομή των νέων δημοσιονομικών κανόνων τέτοια που δεν επιτρέπει στις υπερχρεωμένες χώρες να μοιράζουν κατά το δοκούν την όποια δημοσιονομική επιτυχία, παρά να διαθέτουν το μεγαλύτερο μέρος των υπερεσόδων στην αποπληρωμή των χρεών. Από αυτές τις προβλέψεις πηγάζει και η άρνηση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος σε επαναφορά του 13ου και του 14ου μισθού στους δημοσίους υπαλλήλους και στους συνταξιούχους.
Προβλέπουν ωστόσο εξαιρέσεις και δίδουν δυνατότητες στη χρηματοδότηση και υποστήριξη νέων καλά υποστηριζόμενων αναπτυξιακών και επενδυτικών πολιτικών. Στον βαθμό λοιπόν που η ελληνική οικονομία συνεχίσει να παράγει δημοσιονομικά υπερ-πλεονάσματα είναι θέμα πολιτικής βούλησης να διαθέσει το 50% αυτών σε νέες, εμπνευσμένες, αναπτυξιακού χαρακτήρα πολιτικές. Κοινώς ο νέος υπουργός Οικονομικών δεν έχει εντελώς τα χέρια του δεμένα.
Ψηφιοποίηση
Εχει εργαλεία και ευκαιρίες. Μπορεί, για παράδειγμα, να αξιοποιήσει έτσι περαιτέρω τις εμπειρίες από το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, να επιμείνει στην ταχύτερη ψηφιοποίηση της οικονομίας και να επιτύχει ακόμη καλύτερες επιδόσεις στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στην πάταξη του λαθρεμπορίου των καυσίμων και των τσιγάρων, ανακτώντας κρίσιμους πόρους για άλλες επενδυτικές πολιτικές ή ακόμη και για ουσιαστικές αλλαγές στην άμεση και έμμεση φορολογία. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να μείνει καθηλωμένος και αδρανής.
Εχει εμπειρίες και κατανόηση των συνθηκών, μπορεί να αντιληφθεί το βάρος του ύψους των φορολογικών συντελεστών που παραμένουν αμετάβλητοι στα αυτά ποσοστά και στις ίδιες κλίμακες σχεδόν μια δεκαετία. Το φορολογικό βάρος επιβάλλεται πια να μειωθεί ώστε να ανασάνουν δραστηριότητες, να ενισχυθούν οι μισθωτοί, να ξαναζεσταθεί η κατανάλωση και διά αυτών να υπάρξει ένα νέο κύμα προσδοκιών και επενδύσεων.
Η προηγούμενη σκληρή γραμμή που ήθελε το κράτος συνεταίρο διά μέσου των φόρων δεν αντέχεται πια και δεν αποτελεί λύση για μια οικονομία που διεκδικεί την αναγέννησή της. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση που συνοδεύει τον νέο υπουργό Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας.
Πηγή: ToVima.gr