Table of Contents
Η κινητικότητα, που ακόμα δεν είναι πρόοδος, στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό έχει ερεθίσει το «πατριωτικό» μέτωπο. Προτού φουσκώσει αυτό το κύμα εν όψει και της επίσκεψης του τούρκου υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν στην Αθήνα, στις 8 Νοεμβρίου, ο Πρωθυπουργός φρόντισε να κάνει σαφές προς όλους, ειδικά στο εσωτερικό της ΝΔ, ότι δεν θα γίνει ανεκτή καμία διαφοροποίηση στελέχους του κόμματος και καμία υπονόμευση της προσπάθειας διαλόγου με την Τουρκία.
Το διπλό μέτωπο της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά
Αναμφίβολα η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει ένα διπλό μέτωπο, εξίσου διαβρωτικό, από τα δεξιά της και στο εσωτερικό της, με τους δύο πρώην πρωθυπουργούς Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά να διαφωνούν με τον ελληνοτουρκικό διάλογο, όπως και ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος. Στο εσωτερικό της Κοινοβουλευτικής Ομάδας το κλίμα βαραίνει, όπως διαπιστώνουν οι υπουργοί που έχουν επιφορτιστεί με το «μασάζ» στους βουλευτές.
Η συμμετοχή είναι μικρή και τα παράπονα μεγάλα. Σε αυτά περίοπτη θέση κατέχει, εκτός από την ακρίβεια, το Μεταναστευτικό, το οποίο αν συνδυαστεί με τα ελληνοτουρκικά απειλεί να δημιουργήσει ένα επικίνδυνο μείγμα. «Είναι άλλο να καταθέτουν ερωτήσεις οι βουλευτές για την ακρίβεια, που σε έναν βαθμό πιέζουν και τους υπουργούς να κάνουν περισσότερα», σχολιάζουν κυβερνητικές πηγές, «και άλλο να προσχωρήσουν σε αντιλήψεις περί ενδοτικότητας».
Στην κυβέρνηση αποφεύγουν να σχολιάσουν τους πρώην πρωθυπουργούς, παρότι την περασμένη Τετάρτη ο Σαμαράς σε εκδήλωση στην Κύπρο διατύπωσε σαφέστατες αιχμές κατά των «ήρεμων νερών», που «όταν οδηγούν σε σιωπηλή αποδοχή τετελεσμένων φέρνουν πάντα τεράστιες φουρτούνες».
Η τοποθέτηση Σαμαρά, ενώ ο πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης βρισκόταν εκτός Κύπρου, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις στη Μεγαλόνησο. Αλλοι τον επαίνεσαν και άλλοι τον κατηγόρησαν ότι συντάσσεται με όσους κατά βάθος υποστηρίζουν τη διχοτόμηση. Ο Χριστοδουλίδης, την ίδια ώρα, βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, για την τριμερή υπό τον Αντόνιο Γκουτέρες.
Δύο γραμμές από την Τουρκία
Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών εμφανίζεται με δύο γραμμές, τη σκληρή του βαθέος κράτους, της οποίας ηγείται ο πρώην πρεσβευτής της χώρας στην Αθήνα και νυν γενικός διευθυντής του υπουργείου Μπουράκ Οζουγκεργκίν, και μια πιο διαλλακτική την οποία εκπροσωπεί ο Χακάν Φιντάν. Η πρώτη μετά το ναυάγιο στο Κραν Μοντανά, υποστηρίζει τη λύση των δύο κρατών στην Κύπρο και θέτει την αναγνώριση της κυριαρχικής ισότητας ως προϋπόθεση οποιουδήποτε διαλόγου.
Φαίνεται, όμως, ότι η ελληνική πλευρά έπεισε την τουρκική ότι η εσωτερική κυριαρχία μπορεί να αποσυνδεθεί από τη διεθνή προσωπικότητα, σε ένα μοντέλο τύπου Σκωτίας. Η ιδέα αυτή διευκόλυνε τον Φιντάν να επιτρέψει στον Τατάρ να πάει στη Νέα Υόρκη, κάτι που μέχρι την τελευταία στιγμή φάνταζε πολύ δύσκολο, όπως λένε πηγές με γνώση του παρασκηνίου.
Στην Αθήνα προετοιμάζονται για την έλευση του Φιντάν εκτιμώντας ότι αυτή θα συμβάλει στο θετικό κλίμα. «Διαφορετικά», παρατηρούν διπλωματικές πηγές, «δεν θα συμφωνούσε ο τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν κατά τη συνάντησή του με τον Μητσοτάκη, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, στην πραγματοποίησή της». Στις δύο πλευρές του Αιγαίου δεν υπάρχουν ψευδαισθήσεις ότι Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται κοντά σε συμφωνία.
Ο Γιώργος Γεραπετρίτης δηλώνει επανειλημμένως ότι αυτό που θα διερευνηθεί είναι αν μπορεί να υπάρξει ένα κοινό πλαίσιο για να προχωρήσει η συζήτηση στο στάδιο που θα αφορά την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. «Δεν είμαστε ακόμα εκεί» διευκρινίζει.
Αλλη προσέγγιση
Πράγματι, διότι η Ελλάδα επιμένει ότι με την Τουρκία υπάρχει μία και μόνο διαφορά ως αντικείμενο διαπραγμάτευσης και η Τουρκία, διά του ίδιου του Ερντογάν την προηγούμενη εβδομάδα, επιμένει στην «ολιστική προσέγγιση», δηλαδή όλα τα αιτήματά της ταυτόχρονα στο τραπέζι του διαλόγου.
Ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών αισθάνεται τον διχασμό που, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ανάλογα με την περίοδο, βίωσαν και άλλοι προκάτοχοί του. «Σήμερα η Ελλάδα είναι πιο ισχυρή από ποτέ διεθνώς», δηλώνει, «έχουμε την αυτοπεποίθηση να συζητήσουμε και δύσκολα θέματα».
Στο εσωτερικό η «Ελλάδα της αυτοπεποίθησης» εκλαμβάνεται από μια μερίδα της κοινής γνώμης ως «Ελλάδα της ενδοτικότητας». Θα μπορέσει άραγε η κυβέρνηση να κάνει το επόμενο βήμα, αν το κλίμα γίνει πολεμικό, ακόμα και αν η ίδια διαβεβαιώνει ότι τίποτα δεν θα γίνει χωρίς τη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων και τη συναίνεση του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας; Αντίστοιχα προβλήματα, αν και σε μικρότερο βαθμό, έχει και ο Ερντογάν.
Μολονότι οι εθνικιστές συμμετέχουν στην κυβέρνησή του και τούρκοι αναλυτές θεωρούν ότι έχει ήδη εξασφαλίσει τη συναίνεσή τους, διάφορες ακροδεξιές δυνάμεις γίνονται όλο και πιο επικριτικές για την προσέγγιση με την Ελλάδα. Προς το παρόν η παρέμβασή τους είναι μικρή.
Στην Ελλάδα διάφοροι διερωτώνται αν ο τούρκος πρόεδρος έχει ειλικρινή διάθεση για κατευνασμό. «Η Τουρκία προσεγγίζει τα θέματα από μια πιο ρεαλιστική και πραγματιστική σκοπιά. Η προσωπική ειλικρίνεια ενός ηγέτη δεν έχει και τόση σημασία όση το αν προχωρά σταθερά προς μια κατεύθυνση. Αυτή τη στιγμή ο Ερντογάν δεν υποχωρεί, και αυτό είναι αρκετό» σχολιάζει ο Μουσταφά Αϊντίν, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Καντίρ Χας.
Η αλλαγή πολιτικής της Αγκυρας
Κατά την άποψή του, ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία επηρέασε πολύ την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, η κυβέρνηση προτεραιοποίησε την επίδειξη ισχύος παντού, όχι μόνο απέναντι στην Ελλάδα. «Αυτό της κόστισε, και τον τελευταίο ενάμιση χρόνο υπάρχει μια τάση για αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής και μια προσπάθεια διερεύνησης της δυνατότητας επαναπροσέγγισης με αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων το Ισραήλ, οι ΗΠΑ, η Ελλάδα, κ.ά. Με κάποιες τα πράγματα εξελίχθηκαν καλά, όπως με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Αίγυπτο, με το Ισραήλ όχι όπως αναμενόταν επειδή ξέσπασε ο πόλεμος. Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα και η επαναπροσέγγιση θα πρέπει να κατανοηθεί ως κάτι πιο δομικό, όχι ως κάτι συγκυριακό» σημειώνει.
Αλλη τουρκική πηγή εκτιμά ότι αν υπάρχει τελικά κάποια συμφωνία, ο Ερντογάν είναι πολιτικά ισχυρός να διαχειριστεί την κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας του και να την επιβάλει. «Δεν θα έχει αντιπολίτευση από τους εθνικιστές, οι οποίοι στις αρχές του ’00 ήταν ισχυροί, αλλά τώρα συγκυβερνούν, ούτε το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), οι κεμαλιστές δηλαδή, θα αντιταχθεί πλήρως σε μια συμφωνία, ειδικά αν υπάρχει προοπτική εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου και προσφυγή στη διεθνή δικαιοδοσία» παρατηρεί.
Γενικά, υπάρχει η εντύπωση ότι το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» δεν θα αποτελέσει εμπόδιο. «Ο Ερντογάν δεν χρησιμοποιεί αυτό το αφήγημα τελευταία και έχει απομονώσει όσους προωθούσαν αυτή την ατζέντα» λέει ο Αϊντίν. «Τα αισθήματα όμως μένουν και διατηρείται ευρέως η αίσθηση ότι θα πρέπει να υπερασπιστούμε τα συμφέροντά μας στη θάλασσα. Πιστεύω ότι και οι δύο ηγέτες θα χρειαστεί να προετοιμάσουν την κοινή γνώμη τους. Αν δεν το κάνουν, μπορεί να στραφεί εναντίον τους» προσθέτει.
Σε διάφορους κύκλους στην Αθήνα υπάρχει η σκέψη ότι ο Ερντογάν φροντίζει πλέον για την πολιτική κληρονομιά του και γι’ αυτό επιλέγει τα ήρεμα νερά. Στην Τουρκία κανένας δεν έχει αυτή την εικόνα, αντιθέτως θεωρούν ότι θα διεκδικήσει ακόμα μια θητεία. «Αν ο Ερντογάν φρόντιζε για την κληρονομιά του, αυτή θα αφορούσε το εσωτερικό της χώρας, τι κράτος θα παραδώσει στους επόμενους» εξηγούν οι συνομιλητές μας. Σε αυτή τη φάση η κατάσταση είναι πολύ ευαίσθητη και πολύ ρευστή. Ακόμα και παράγοντες που δεν σχετίζονται με τις δύο χώρες μπορεί να επιδράσουν αρνητικά, όπως το ενδεχόμενο ίδρυσης κουρδικού κράτους στη Συρία, το οποίο απορρίπτει η Τουρκία, αλλά επηρεάζει τον τρόπο σκέψης της για την ασφάλεια στην περιοχή.
Πηγή: To Vima