Το τραυματικό στοιχείο έχει εκλείψει από τις ούτως ή άλλως κυμαινόμενες ελληνογερμανικές σχέσεις, μετά τη βαθιά κρίση της μνημονιακής περιόδου και τις αλλαγές συσχετισμών και δεδομένων, σε διμερές και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η περίοδος των τελευταίων ετών και ιδίως το διάστημα μετά την επίσημη έξοδο της Ελλάδας από το καθεστώς της ασφυκτικής δημοσιονομικής (και εμμέσως πολιτικής) επιτήρησης, έχει συνδυαστεί και με μια γενικότερη ύφεση της σχέσης Αθήνας – Βερολίνου. Υπό αυτό το πρίσμα, η επίσκεψη του προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της ΓερμανίαςΦρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ γίνεται σε ένα διαφορετικό κλίμα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ούτως ή άλλως εξ αρχής και κυρίως μετά την αποχώρηση της Ανγκελα Μέρκελ δεν θεωρούσε τη Γερμανία προνομιακό συνομιλητή, γνωρίζοντας ότι άλλες στρατηγικές επιλογές στο εσωτερικό της Ενωσης, αλλά και διεθνώς με την ευρύτερη έννοια, προσέφεραν δυνητικά περισσότερα οφέλη.
Επιπλέον, το σχετικά μακρό διάλειμμα της δημοσιονομικής χαλαρότητας λόγω πανδημίας αφαίρεσε από την κυβέρνηση του Βερολίνου τις δυνατότητες διαρκών παρεμβάσεων και άσκησης πιέσεων στα κέντρα λήψης αποφάσεων των Βρυξελλών, όπου επικράτησαν αντιλήψεις μάλλον ασύμβατες με τις γερμανικές δημοσιονομικές εμμονές και παράλληλα έδωσαν μεγάλο βαθμό ελευθερίας στις κυβερνήσεις των μελών της Ενωσης.
Βρυξέλλες αντί Βερολίνου
Σαφής επιλογή του Πρωθυπουργού ήταν να καλλιεργήσει σε ένα διαφορετικό επίπεδο την ελληνογερμανική επικοινωνία και συζήτηση, παρακάμπτοντας το Βερολίνο και εστιάζοντας στις Βρυξέλλες. Αυτό έγινε σαφές και εξακολουθεί να εκδηλώνεται στην προνομιακή σχέση και το ειδικό στάτους συνομιλητή που έχει ο έλληνας πρωθυπουργός με τη γερμανίδα πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν ο πλέον ένθερμος υποστηρικτής της επανεκλογής της, γνωρίζοντας και ότι η σχέση της με τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Ολαφ Σολτς βρίσκεται εδώ και χρόνια σε ένα μεταίχμιο. Υπήρξε άλλωστε προβληματική από την περίοδο κατά την οποία και οι δύο ήταν υπουργοί στην κυβέρνηση συνασπισμού της Ανγκελα Μέρκελ.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η ελληνογερμανική σχέση φαίνεται ότι έχει υπερβεί τα σημεία τριβής των προηγούμενων ετών, δίχως να σημαίνει ότι αυτή την περίοδο είναι ανέφελη, για διαφορετικούς λόγους.
Η αντιστροφή της οικονομικής συγκυρίας έχει συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην απουσία εντάσεων, καθώς η Γερμανία βρίσκεται πλέον σε συνθήκη ύφεσης, ενώ η Ελλάδα παραμένει σε αναπτυξιακή τροχιά.
Χαρακτηριστική της ατμόσφαιρας που επικρατεί μεταξύ των δύο χωρών στην παρούσα συγκυρία ήταν η πρόσφατη Διεθνής Εκθεση της Θεσσαλονίκης. Παρά το γεγονός ότι η Γερμανία ήταν η τιμώμενη χώρα, ο καγκελάριος Σολτς δεν παρέστη και η κυβέρνηση του Βερολίνου εκπροσωπήθηκε από τον αντικαγκελάριο Ρόμπερτ Χάμπεκ.
Οπως αποκαλύφθηκε, κατά τη συνάντηση της γερμανικής αντιπροσωπείας με τον Πρωθυπουργό αναδείχθηκε το βασικό και κυρίαρχο θέμα της περιόδου, στο οποίο φαίνεται ότι θα δοκιμαστεί πάλι η ελληνογερμανική σχέση: Το Προσφυγικό. Κατά πληροφορίες, ο αντικαγκελάριος είχε προσέλθει στη συνάντηση με τον Πρωθυπουργό με την πρόταση της οικονομικής ενίσχυσης προκειμένου να κατασκευαστούν υποδομές για την επιστροφή προσφυγικών πληθυσμών, η οποία απορρίφθηκε από την ελληνική πλευρά. Λίγες εβδομάδες αργότερα η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωνε αιφνιδιαστικά τις προθέσεις και τα μονομερή σχέδιά της για την εφαρμογή αυστηρών συνοριακών ελέγχων και την επιστροφή προσφύγων σε χώρες πρώτης εισόδου. Εκτοτε πυροδοτήθηκε μια ευρύτερη συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη. Παραμένει σε εκκρεμότητα το τι θα σημάνει η αυστηροποίηση της πολιτικής στο Προσφυγικό και πώς θα στηριχθούν (και) από τη Γερμανία οι χώρες πρώτης υποδοχής, όπως η Ελλάδα.
Σημείο τριβής η Τουρκία
Πέραν αυτού του σημείου τριβής, προβληματική παράμετρος για τις ελληνογερμανικές σχέσεις ήταν και παραμένει η ειδική σχέση Γερμανίας – Τουρκίας. Υπάρχει μια ιστορική διάσταση σε αυτό το πεδίο, όμως η συγκυρία αναδιαμορφώνει διαρκώς τη συνθήκη, είτε λόγω της πολιτικής επιρροής των τουρκικών πληθυσμών στη Γερμανία, είτε λόγω του ούτως ή άλλως ανεπτυγμένου δικτύου οικονομικών και επιχειρηματικών συμφερόντων στις δύο χώρες.
Στο διάστημα των τελευταίων μηνών παρουσιάζεται και μια νέα πιθανή αφορμή επιδείνωσης των σχέσεων, καθώς η Γερμανία ήρε προσφάτως, έστω μερικώς, το εμπάργκο της πώλησης εξοπλιστικών συστημάτων στην Τουρκία και άνοιξε τον δρόμο για πωλήσεις πυραυλικών συστημάτων εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Παράλληλα, όπως έγινε φανερό και στην πρόσφατη συνάντηση του Ταγίπ Ερντογάν με τον Ολαφ Σολτς στην Αγκυρα, η γερμανική κυβέρνηση δεν δείχνει να απορρίπτει το τουρκικό αίτημα για πώληση μαχητικών τύπου Eurofighter στην Τουρκία, έστω και αν τον πρώτο λόγο σε αυτή τη συζήτηση έχει η Βρετανία.
Αξιοσημείωτη παράμετρος πάντως ως προς αυτά είναι ότι η περίοδος προσέγγισης μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας και η διαδικασία που διαρκεί ήδη περισσότερο από ενάμιση χρόνο ξεκίνησαν με γερμανική πρωτοβουλία και με μία εν μέρει μυστική συνάντηση στις Βρυξέλλες, τον Δεκέμβριο του 2022, ανάμεσα στη διπλωματική σύμβουλο του Πρωθυπουργού Αννα-Μαρία Μπούρα και τον συνεργάτη του Ταγίπ Ερντογάν Ιμπραήμ Καλίν. Η συνάντηση είχε γίνει στα γραφεία της γερμανικής αντιπροσωπείας στις Βρυξέλλες, παρουσία του συμβούλου Εξωτερικής Πολιτικής και Ασφάλειας του καγκελαρίου Σολτς και πρώην πρεσβευτή στην Αθήνα, Γενς Πλέτνερ.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, στην Αθήνα εξακολουθεί να θεωρείται αγκάθι για τις διμερείς σχέσεις η εμφανής τήρηση ίσων αποστάσεων του Βερολίνου μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας. Και, υπό αυτό το πρίσμα, η εξέλιξη της ελληνοτουρκικής συζήτησης και επικοινωνίας πιθανολογείται ότι θα εξελιχθεί σε μια καθοριστικής σημασίας παράμετρο και για το επίπεδο των ελληνογερμανικών σχέσεων.
Πηγή: To Vima