Table of Contents
Σε καλό επίπεδο βρίσκεται η δημοσιονομική πορεία για την ελληνική οικονομία, κάτι που αναμένεται να συνεχίσει να υφίσταται και τη νέα χρονιά, εκτός κι αν υπάρξει ένα γεγονός που θα δημιουργήσει πολύ σημαντικές αναταράξεις.
Σε αυτήν την πορεία φαίνεται ότι συμβάλει σε ένα βαθμό και η ακρίβεια που πλήττει τα νοικοκυριά σε όλη τη χώρα, καθότι ενισχύει τα φορολογικά έσοδα (ιδίως από τους έμμεσους φόρους), «ανεβάζει» το ονομαστικό ΑΕΠ της Ελλάδας και κατ’ επέκταση μειώνει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό. Η συνολική μακροοικονομική εικόνα αποτυπώνεται θετικά τόσο από οίκους, όσο και από εγχώριους θεσμικούς φορείς, όπως η Τράπεζα της Ελλάδος, το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για την πραγματική οικονομική κατάσταση των πολιτών, όπως δείχνουν και τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Eurostat.
Είναι χαρακτηριστικό πως το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο τονίζει στην έκθεση που δημοσιοποίησε αυτήν την εβδομάδα ότι παρά το μη ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία αποδεικνύεται ανθεκτική και καταγράφει θετικές επιδόσεις σε διάφορους τομείς, όπως το ΑΕΠ.
Αυτή η θετική επίδοση οφείλεται κυρίως στην άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία σημείωσε αύξηση 2,2% κατά το α΄ εξάμηνο και στους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με θετική επίδραση στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου. Θετική είναι και η εξέλιξη της απασχόλησης, η οποία αυξήθηκε κατά 1,6% το Σεπτέμβριο του 2024 σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Αντίστοιχα, το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 9,3%, το οποίο είναι το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 15 ετών.
Ελληνική οικονομία: Το πρόβλημα μισθών και αγοραστικής δύναμης
Από την άλλη πλευρά, ο μέσος μισθός σε όρους αγοραστικής δύναμης παραμένει χαμηλός σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης, και η αύξησή του αποτελεί μία πρόκληση για την ελληνική οικονομία την επόμενη περίοδο. Στο πεδίο του πληθωρισμού, η κατάσταση είναι βελτιωμένη με σταδιακή αλλά περιορισμένη αποκλιμάκωση.
Στο παραπάνω φαίνεται ότι συνηγορούν και τα στοιχεία της Eurostat που δημοσιοποιήθηκαν κατά τις προηγούμενες ημέρες. Είναι χαρακτηριστικό πως στην προτελευταία θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά τη Βουλγαρία, παραμένει η Ελλάδα αναφορικά με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, το 2023 σε σχέση με το 2022. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανήλθε στο 68% του μέσου όρου της ΕΕ (από 67% το 2022 και 66% το 2019) και ήταν υψηλότερο μόνο από αυτό της Βουλγαρίας, όπου αυξήθηκε στο 64% από 62% το 2022 και 55% το 2019.
Μια ακόμη απότομη προσγείωση για την Ελλάδα ήρθε με τα νέα στοιχεία της Eurostat, τα οποία δείχνουν ότι οι οικονομικές συνθήκες για τους πολίτες είναι πολύ δύσκολες. Είναι ενδεικτικό ότι η Ελλάδα καταγράφει πτώση (η μόνη χώρα) στα ημερομίσθια των εργαζομένων για το τρίτο τρίμηνο του 2024.
Σε μια πλήρη ανατροπή του κυβερνητικού αφηγήματος περί αυξήσεων στους μισθούς ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία αποκαλύπτει ότι τα ωρομίσθια στην Ελλάδα μειώθηκαν το τρίτο τρίμηνο του 2024 (2,9%).
Μάλιστα η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα που καταγράφηκε μείωση μισθών ενώ σε όλες τις υπόλοιπες αυξήθηκαν από 1% έως και 17,1%.
Ελληνική οικονομία: Η θετική εικόνα
Ωστόσο, η πορεία της ελληνικής οικονομίας κρίνεται ως θετική τόσο από την Τράπεζα της Ελλάδος όσο και από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένει για το 2025 ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, στην ενδιάμεση έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική.
Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις της εγχώριας νομισματικής πολιτικής, η μεγέθυνση του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο 2,3% το 2024, για να επιταχυνθεί στο 2,5% το 2025 και να υποχωρήσει ελαφρά στο 2,3% το 2026 και στο 2,0% το 2027.
Κατά την Τράπεζα της Ελλάδος, η βασικότερη συνιστώσα της οικονομικής μεγέθυνσης εκτιμάται ότι θα είναι η κατανάλωση, ενώ οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά.
Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Σχετικά με το 2025 η έκθεση του Γραφείου τονίζει ότι οι εκτιμήσεις και παραδοχές της Έκθεσης του Προϋπολογισμού βάσει των οποίων διαμορφώνεται τόσο η εκτίμηση για ανάπτυξη 2,3% για το 2025 όσο και ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος για 2,4% του ΑΕΠ για το ίδιο έτος είναι ρεαλιστικές. Η εκτίμηση του Γραφείου για τον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας για το 2025 εμπεριέχεται σε ένα εύρος πρόβλεψης που διαμορφώνεται μεταξύ 2,2% και 2,5%.
Προκλήσεις και Ταμείο Ανάκαμψης
Ωστόσο, όλοι οι αναλυτές (και οι 3 προαναφερόμενοι) δείχνουν να συμφωνούν στο ότι οι μακροοικονομικές προβλέψεις για την ελληνική οικονομία υπόκεινται σε αβεβαιότητες, ενώ σε μεσοπρόθεσμο διάστημα υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις.
Στους σημαντικότερους κινδύνους συγκαταλέγονται οι γεωπολιτικές εντάσεις λόγω των πολεμικών συρράξεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Επιπλέον, η οικονομική επιβράδυνση ή στασιμότητα, που καταγράφουν οικονομίες της Ευρώπης, αποτελεί σημαντική αβεβαιότητα για την εξέλιξη των μακροοικονομικών δεικτών στην Ελλάδα. Όπως και το ότι από το 2026 και μετά θα σταματήσουν να εισρέουν στην Ελλάδα τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Σε βασικό πυλώνα ανάπτυξης αναδεικνύονται οι επενδύσεις, με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής να εκτιμά ρυθμό μεγέθυνσης των συνολικών επενδύσεων διαμορφώνεται σε ένα εύρος πρόβλεψης μεταξύ 7,1% και 9,5%, με πιθανότερη εκτίμηση για το 2025. Το εύρος των προβλέψεων του Γραφείου συναρτάται άμεσα με τη διάθεση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στην πραγματική οικονομία. Η μεγάλη αύξηση των επενδύσεων αναμένεται να μειώσει και το επενδυτικό κενό που αντιμετωπίζει η χώρα μας, κυρίως εξαιτίας της μεγάλης κρίσης των μνημονίων που πέρασε.
Το «αγκάθι του δημογραφικού
Από την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος δε λείπουν και οι προειδοποιήσεις για το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας μας.
Η εξέλιξη αυτή που προδιαγράφεται από τώρα για τα επόμενα χρόνια, απαιτεί την υιοθέτηση ενεργητικών πολιτικών και προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης στην αγορά εργασίας που θα έχουν ως στόχο την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών και των νέων στο εργατικό δυναμικό, τον περιορισμό του αριθμού των μακροχρόνια ανέργων και την επανένταξη στο εργατικό δυναμικό όσων έχουν αποθαρρυνθεί, τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Παράλληλα όμως, επισημαίνει ότι απαιτούνται και στοχευμένες πολιτικές όσον αφορά την ένταξη των μεταναστών και την προσέλκυση ξένων εργαζομένων για να αντιμετωπιστούν οι ήδη παρατηρούμενες ελλείψεις στον αγροτικό τομέα και στους κλάδους που σχετίζονται με τον τουρισμό και τις κατασκευές.
Δεδομένων των περιορισμών που θέτουν οι δημογραφικές εξελίξεις, απαιτείται η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας προκειμένου να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική, επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Τα τελευταία χρόνια η παραγωγικότητα της εργασίας ανέκαμψε, επανερχόμενη σε πορεία σύγκλισης με τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα και εκτιμάται ότι το 2024 θα διαμορφωθεί στο 57,9% της παραγωγικότητας της εργασίας στην ευρωζώνη (και στο 63,3% της παραγωγικότητας στην ΕΕ-27). Παρ’ όλα αυτά, η απόσταση που πρέπει να καλύψει η ελληνική οικονομία όσον αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας είναι πολύ μεγάλη και θα απαιτήσει μακρόχρονη προσπάθεια καταλήγει η ΤτΕ.
Διαβάστε ακόμη στον ot.gr:
Ελληνική οικονομία: Σε πτώση οι μισθοί, στον «πάγο» η αγοραστική δύναμη – Τι συμβαίνει στην Ελλάδα;
Πηγή: ToVima.gr