Αυτοί είναι οι 5 κίνδυνοι για το ΓεΣΥ – Τι δείχνει η πρώτη αξιολόγηση
Δεν κινδυνεύει με οικονομική κατάρρευση, ούτε λόγω φιλοσοφίας μονοασφαλιστικού χαρακτήρα και αρχιτεκτονικής. Οι κίνδυνοι για το ΓεΣΥ είναι πέντε και προκύπτουν από εξωγενείς παράγοντες.
Η κάθοδος ξένων επενδυτικών ταμείων μπορεί να προκαλέσει συνθήκες μονοπωλίου, το οποίο θα μειώσει τη διαπραγματευτική ισχύ του Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας. Η συνεχής αύξηση των παρόχων υπηρεσιών Υγείας μπορεί να οδηγήσει σε αχρείαστες πράξεις, οι οποίες θα επιβαρύνουν οικονομικά το σύστημα. Η μη ομαλοποίηση της λειτουργίας του ΟΚΥπΥ μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες περιπέτειες το ΓεΣΥ. Η ανυπαρξία νομοθεσιών που να διέπουν τον τρόπο λειτουργίας διαφόρων ομάδων επαγγελματιών δημιουργεί ήδη στρεβλώσεις. Τέλος, η νοοτροπία μεγάλης μερίδας πολιτών, δικαιούχων του συστήματος αλλά και παρόχων υπηρεσιών υγείας έχει ήδη προκαλέσει συμφόρηση και δυσλειτουργία σε αρκετές περιπτώσεις.
Η πρώτη έκθεση αξιολόγησης του ΓεΣΥ που έγινε από τον ΟΑΥ, καταγράφει λεπτομερώς, τόσο τους κινδύνους όσο και τις επιπτώσεις ή τις πιθανές επιπτώσεις εάν δεν υπάρξει σωστή παρακολούθηση της κατάστασης.
Στην πρώτη γραμμή των στρεβλώσεων, η έλλειψη νομοθεσιών η οποία είναι αποτέλεσμα της καθυστέρησης που εδώ και αρκετά χρόνια παρατηρείται στην ετοιμασία και ψήφιση από τη Βουλή νομοσχεδίων τα οποία θα προνοούν για τη λειτουργία διαφόρων ομάδων παρόχων υπηρεσιών υγείας (κάποια από τα νομοσχέδια έχουν ετοιμαστεί και αναμένεται ότι πολύ σύντομα θα κατατεθούν στη Βουλή για συζήτηση και ψήφιση).
«Μέχρι σήμερα το ΓεΣΥ συμβάλλεται με όλους τους παρόχους που τηρούν τις πρόνοιες των υφιστάμενων νομοθεσιών ως προς την εξασφάλιση της άδειας άσκησης του επαγγέλματος», αναφέρεται στην έκθεση αξιολόγησης και προστίθεται: «Σε αρκετές περιπτώσεις όμως διαφαίνεται ότι είτε δεν υπάρχουν νομοθεσίες, είτε οι υφιστάμενες νομοθεσίες δεν ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες».
Παραδείγματος χάριν:
>> Η λειτουργία των ακτινοδιαγνωστικών κέντρων δεν διέπεται από νομοθεσία.
>> Ο περί ιδιωτικών νοσηλευτηρίων νόμος αφορά μόνο στα νοσηλευτήρια του ιδιωτικού τομέα και όχι του δημοσίου και οι πρόνοιες για τη λειτουργία των Τμημάτων Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών είναι υποτυπώδεις.
>>Τα θέματα των κλινικών εργαστηρίων για τη λειτουργία ή όχι αιμοληπτικών κέντρων χρονίζουν.
>> Τα νομοσχέδια για τη ρύθμιση των κέντρων αποθεραπείας και αποκατάστασης αλλά και ανακουφιστικής φροντίδας εκκρεμούν.
>>Τα νομοσχέδια, των ασθενοφόρων και άλλων υπηρεσιών παραμένουν σε εκκρεμότητα.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, «παρ’ όλο που το ΓεΣΥ μπορεί να προχωρήσει στον καθορισμό δικών του επιπρόσθετων κριτηρίων, πέραν αυτών που προβλέπει η νομοθεσία, αναμφιβόλως, θα βοηθούσε τα μέγιστα η ύπαρξη εκσυχρονισμένων νομοθεσιών οι οποίες θα ρύθμιζαν τα πιο πάνω θέματα και θα συνέβαλαν στη βελτίωση της αποδοτικότητας του συστήματος».
Ευλογία αλλά και κατάρα για το ΓεΣΥ, η μαζική συμμετοχή παρόχων υπηρεσιών υγείας. Όπως επισημαίνεται, «σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες (ιατροί, νοσηλευτήρια, φαρμακεία, κλινικά εργαστήρια, ακτινοδιαγνωστικά κέντρα, άλλοι επαγγελματίες υγείας) η συμμετοχή είναι πέραν του 90% ενώ, σε κάποιες κατηγορίες, φθάνει το 100%».
Αυτό «αυξάνει τον υγιή ανταγωνισμό και ενισχύει τη διαπραγματευτική θέση του ΟΑΥ, δίνει επιλογές στους δικαιούχους, προωθεί τον υγιή ανταγωνισμό και επιτρέπει την εύκολη πρόσβαση των ασθενών προς τους παρόχους για λήψη υπηρεσιών».
Η ανησυχία προκύπτει για το «κατά πόσο ο ρυθμός εγγραφής νέων παρόχων θα συνεχιστεί με τρόπο που θα οδηγήσει σε υπερπροσφορά υπηρεσιών, με κίνδυνο οι πάροχοι στην προσπάθεια τους να επιβιώσουν οικονομικά να προσφεύγουν σε κακές πρακτικές με αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα των υπηρεσιών και φυσικά στην αποδοτικότητα του συστήματος».
Ήδη, όπως διαπιστώνεται, «οι συνέπειες υπερπροσφοράς υπηρεσιών παρουσιάζονται στην κατηγορία των φαρμακείων και κλινικών εργαστηρίων όπου υπάρχει πίεση για αύξηση του προϋπολογισμού ώστε οι συμμετέχοντες πάροχοι να παραμείνουν βιώσιμοι». Παράλληλα, ήδη εκφράζεται ανησυχία εξαιτίας ενδείξεων, για το γεγονός ότι «κάποιοι ιατροί, υποβάλλουν τους ασθενείς σε διαδικασίες/ υπηρεσίες, οι οποίες, πιθανόν, να είναι αχρείαστες. Αυτό, πέραν της σπατάλης, μπορεί να αποβεί σε βάρος της υγείας των ασθενών». Στην έκθεση εντοπίζεται, επίσης, τάση υπερκατανάλωσης από πλευράς πολιτών: «Η ύπαρξη μεγάλου αριθμού κλινικών εργαστηρίων, αιμοληπτικών κέντρων, ακτινοδιαγνωστικών κέντρων δημιουργεί τον κίνδυνο προκλητής ζήτησης, κάτι που σταδιακά αν δεν αντιμετωπιστεί, θα δημιουργήσει πιέσεις στον προϋπολογισμό».
Εκείνο που προβληματίζει περισσότερο, για τη συνέχεια, είναι η έλευση ξένων επενδυτικών ταμείων. «Η έλευση ξένων επενδυτικών ταμείων έχει επιφέρει κυρίως θετικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων. Από την άλλη, όμως, αν μελλοντικά τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια συγκεντρωθούν κάτω από το ιδιοκτησιακό καθεστώς 2-3 επενδυτικών ταμείων, αυτό θα αυξήσει την εξάρτηση του ΓεΣΥ έναντι των συγκεκριμένων ταμείων, θα περιορίσει τον υγιή ανταγωνισμό και κατ’ επέκταση θα επηρεάσει αρνητικά την αποδοτικότητα του συστήματος».
Τέταρτο κίνδυνο για το ΓεΣΥ αποτελεί το τεράστιο κενό που φαίνεται να εντοπίζεται στην μετανοσοκομειακή διαχείριση ασθενών, κυρίως ανθρώπων άνω των 70 ετών. Όπως αναφέρεται στην έκθεση αξιολόγησης, από τα πρώτα τέσσερα χρόνια λειτουργίας του ΓεΣΥ διαπιστώνεται ότι «υπάρχουν αρκετοί ηλικιωμένοι ασθενείς, οι οποίοι, ειδικά μετά από μια εγχείρηση, αδυνατούν να αυτοεξυπηρετηθούν. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι συγγενείς πιέζουν τα νοσηλευτήρια να κρατήσουν τους ασθενείς για μεγαλύτερη περίοδο από ότι δικαιολογείται από την κλινική κατάσταση τους, μέχρις ότου να καταφέρουν να εξεύρουν ειδικό κέντρο που θα τους αναλάβει».
Αυτό, όπως επισημαίνεται, «μειώνει την αποδοτικότητα του συστήματος, αφού οι κλίνες των νοσηλευτηρίων δεν αξιοποιούνται με το καλύτερο δυνατό τρόπο και κρατούνται για υπηρεσίες οι οποίες στην ουσία είναι εκτός συστήματος. Το μεγαλύτερο βάρος αυτών των περιπτώσεων αναλαμβάνεται από τον ΟΚΥπΥ, εξ ου και το γεγονός ότι ο μέσος χρόνος παραμονής των ασθενών στο ΟΚΥπΥ είναι γύρω στις 5 ημέρες σε σύγκριση με τον ιδιωτικό τομέα που είναι γύρω στο 2,5 μέρες». Στο Ηνωμένο Βασίλειο, σημειώνεται, «το φαινόμενο αυτό είναι πολύ έντονο και έχει δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα στην πρόσβαση σε ενδονοσοκομειακές υπηρεσίες».
Δύσκολη εξίσωση η οικονομική σχέση με τον ΟΚΥπΥ
Οι ιδιαιτερότητες του Οργανισμού Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας και η οικονομική συνεργασία του με τον ΟΑΥ, αναλύεται εκτενώς στην έκθεση αξιολόγησης του ΓεΣΥ.
«Κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του ΓεΣΥ ο ΟΚΥπΥ έχασε μερίδιο αγοράς σε τομείς που αφορούν τις «κανονικές/ συνήθεις» υπηρεσίες υγείας. Αναμφιβόλως, όμως, συνεχίζει να διατηρεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε συγκεκριμένους τομείς όπως τα ενδονοσοκομειακά περιστατικά και αρκετά “δύσκολα” περιστατικά, π.χ. εντατικές ενηλίκων και παίδων, ΤΑΕΠ, παθολογικά περιστατικά ηλικιωμένων και χρόνιων ασθενών, εξειδικευμένες κλινικές χαμηλής ζήτησης».
Όσον αφορά στις αμοιβές που λαμβάνει ο ΟΚΥπΥ, το θέμα «αποτελεί μια δύσκολη εξίσωση». «Πέραν των “κανονικών” υπηρεσιών όπου ο ΟΚΥπΥ είναι λογικό να αμείβεται στην ίδια βάση με τα υπόλοιπα νοσηλευτήρια, ο ΟΚΥπΥ καλείται να καλύψει “ειδικές” ανάγκες εντός και εκτός πλαισίου ΓεΣΥ. Αυτές οι ιδιαιτερότητες απαιτείται να αναγνωρίζονται από τον ΟΑΥ και το κράτος και να αποζημιώνονται καταλλήλως».
Ο κίνδυνος για το ΓεΣΥ «προκύπτει στην περίπτωση όπου το ΓεΣΥ καταβάλλει αμοιβές προς τον ΟΚΥπΥ δυσανάλογες των υπηρεσιών που παρέχονται. Αυτό σημαίνει ότι θα καταστρατηγηθεί η αρχή “money follows the patient”, με αρνητικές συνέπειες όσον αφορά στην ομαλή λειτουργία του συστήματος».