Κάθε κόκκος άμμου και κάθε σταγόνα θάλασσας, έχουν να πουν μια ιστορία. Όχι από αυτές τις γλυκανάλατες, που θα διαβάσει κάποιος στα φτηνά βιβλιαράκια της τσέπης, για να γεμίσει τις ώρες μιας αδιάφορης μέρας. Ούτε από αυτές που στην αέναη σύγκρουση του άσπρου με το μαύρο, νικητής αναδεικνύεται πάντα ο καλός απέναντι στον κακό. Ιστορίες, που έγιναν βελονιές στο κέντημα που βαφτίστηκε Αμμόχωστος. Μια πόλη χωμένη στην άμμο, όποιο όνομα και αν την έδωσαν, παρέμενε πάντα αυτό που ήταν. Αμμόχωστος.
Του Μανώλη Καλατζή
Για μισό αιώνα, σκεπάστηκε και η λάμψη και η βουή και οι μυρωδιές της και οι άνθρωποι της, στη σκόνη. Δεν χώθηκε στην άμμο. Θάφτηκε στη βαρβαρότητα, αυτών που δεν σεβάστηκαν την ιστορία της και δεν αισθάνθηκαν το βάρος των τσιμεντένιων κουφαριών που στέκουν ακόμα στην άκρη της θάλασσας.
Την αποκάλεσαν πόλη φάντασμα, αλλά τίποτα από όσα έγιναν από τον Αύγουστο του 1974, δεν ήταν παιχνίδι φαντασίας. Μνημείο βαρβαρότητας και λάφυρο μιας επιδρομής, αλλά όχι φάντασμα.
Μπορεί να σταμάτησαν τους παλμούς της καρδιάς, αλλά δεν μπόρεσαν ποτέ να κλέψουν την ψυχή της.
Μια γειτονιά που αντιστέκεται
Στην πραγματικότητα η Αμμόχωστος δεν είναι τα ρημαγμένα ξενοδοχεία και οι λίγοι χορταριασμένοι δρόμοι με τα ιστορικά κτήρια που απέμειναν κενά. Είναι μια πόλη που εδώ και μισό αιώνα υφίσταται καθημερινό βιασμό. Το μόνο που έχει απομείνει ξεχασμένο στον χρόνο, είναι το Βαρώσι. Είναι οι γειτονιές έξω από τα τείχη της Αμμοχώστου, στις οποίες κατά τη Τουρκοκρατία οι Οθωμανοί είχαν εγκαταστήσει, με το έτσι θέλω του Χριστιανούς. «Varos» (Βαρώσι) από την τούρκικη λέξη που περιγράφει το προάστειο. Σώζεται οθωμανικό φιρμάνι με το οποίο διατάσσεται ο Τούρκος διοικητής της Κύπρου το 1573, να μεταφέρει τον ελληνικό πληθυσμό έξω από τα τείχη της πόλης. Το φιρμάνι σε μετάφραση του Ι.Κ. Περιστιάνη, αναφέρει μεταξύ άλλων: «…Όσον αφορά δε εις τούς απίστους οίτινες κατοικούν εντός της Αμμοχώστου, να τους διώξῃς εκείθεν και αφού κάμης προάστιον εις μέρος το οποίον να μη είναι ‘μετερίς΄ (περικεχαρακωμένον και δεσπόζον), να εγκαταστήσῃς τους απίστους εις εκείνο το προάστιον…».
Αυτό μόνο το προάστειο παρέμεινε ακατοίκητο από το 1974 και αποτέλεσε το διαπραγματευτικό χαρτί του εκβιασμού της Τουρκίας μέχρι σήμερα. Όλα δείχνουν πως η χρονική στιγμή που επελέγη για άνοιγμα της διέλευσης προς την παραλία και η απαλλαγή από το καθεστώς στρατιωτικής ζώνης για το 3,5% της περιοχής, δεν ήταν τυχαία. Ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδιασμού για σταδιακό άνοιγμα ολόκληρου του Βαρωσιού. Η Τουρκία μετά την επίτευξη του στόχου της για ανάδειξη του Ερσίν Τατάρ στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων, αποφάσισε να παίξει το χαρτί του ανοίγματος της Αμμοχώστου σε συνδυασμό με την πρόταση για αλλαγή της βάσης της επιδιωκόμενης λύσης στο Κυπριακό. Παρά το ότι το διεθνές περιβάλλον δεν ήταν ευνοϊκό για την Άγκυρα, το γεγονός ότι έχει θέσει επισήμως θέμα αναθεώρησης των ψηφισμάτων για την Αμμόχωστο και αλλαγής του πλαισίου λύσης, αποτελεί πρώτο βήμα κατοχύρωσης των τετελεσμένων, ποντάροντας στην «συμμαχία» του χρόνου.
Πολλά ονόματα μια πόλη
Η πρώτη αναφορά στο όνομα της Αμμοχώστου γίνεται σε ένα σύγγραμμα του 4ου αιώνα μ.χ, το οποίο σώζεται, αλλά δεν σώζεται το όνομα του γεωγράφου που το έγραψε. Ο άγνωστος γεωγράφος που έκανε τον περίπλου της Κύπρου αναφέρει ότι υπάρχει μια περιοχή, που την τοποθετεί στο σημείο που βρίσκεται το Βαρώσι, η οποία «πόλις έστιν έρημος λεγομένη αμμόχωστος». Δηλαδή πόλη χωμένη στην άμμο. Καθορίζει το σημείο αυτό, σε απόσταση περίπου 9,5 χιλιόμετρα από την αρχαία Σαλαμίνα, όπου έχουν ανακαλυφθεί και τα ερείπια της πόλης. Η Σαλαμίνα χτίστηκε από τους απογόνους του Αίαντα μετά τον Τρωϊκό πόλεμο και πήρε το όνομα από τον τόπο καταγωγής τους, την Σαλαμίνα του Σαρωνικού. Ωστόσο τέσσερις αιώνες νωρίτερα, από τον άγνωστο γεωγράφο, ο Στράβων, περιγράφοντας την περιοχή ανέφερε πως μετά τη Σαλαμίνα υπήρχε μια πόλη που ονομαζόταν Αρσινόη. Η Αρσινόη ήταν μία από τις πόλεις που είχε ιδρύσει στη Κύπρο ο Πτολεμαίος Β’ Φιλάδελφος, δίνοντας το όνομα της συζύγου του. Τα ιστορικά στοιχεία κατέδειξαν πως επρόκειτο για την Αμμόχωστο, η οποία αποτελούσε το λιμάνι της Σαλαμίνας. Λόγω της γεωγραφικής θέσης της πόλης γινόταν συνεχώς στόχος επιδρομών και για αυτό προστατεύεται και από τεράστια τείχη. Όταν η αραβική επιρροή στη Μεσόγειο εξασθένησε στα μέσα του 8ου μ.χ αιώνα, οι Βυζαντινοί μπόρεσαν να κυριαρχήσουν και στη Κύπρο. Εκείνη την περίοδο, η Αμμόχωστος ήκμασε και συνέχισε να αναπτύσσεται και μετά την κατάληψη της από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο το 1191. Η πόλη, ως Famagusta, έγινε μήλον της Έριδος μεταξύ των μεγάλων ναυτικών δυνάμεων της εποχής, με Φράγκους, Γενουάτες και Ενετούς να την διεκδικούν και να την αποκτούν κατά διαστήματα. Από τους Φράγκους την πήραν οι Γενουάτες, το 1373, για να την επανακαταλάβουν οι Φράγκοι το 1464. Το 1489 η Αμμόχωστος παραδόθηκε στους Ενετούς και η πόλη έπεσε στα χέρια των Οθωμανών το 1571, μετά από πολιορκία 11 μηνών. Ονομάστηκε Gazimagusa. Επτά χρόνια αργότερα, το 1578 οι κάτοικοι της Αμμοχώστου εξεγέρθηκαν κατά των Τούρκων, με υποκίνηση των Ενετών και η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα. Ακολούθησαν πολλές εξεγέρσεις μέχρι το 1668, με το ίδιο πάντα αποτυχημένο αποτέλεσμα. Η Αμμόχωστος παρέμεινε στα χέρια των Τούρκων ως το 1878, που πούλησαν ολόκληρη τη Κύπρο στους Βρετανούς. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η πόλη είχε πέσει σε μαρασμό και η ανάπτυξη της σηματοδοτήθηκε από τα έργα υποδομής που έκαναν οι Βρετανοί. Οι Τούρκοι παρέμειναν στην εντός των τειχών πόλη, ενώ οι Έλληνες ανάπτυξαν την παραλιακή περιοχή, το Βαρώσι. Εκείνη την περίοδο, εκσυγχρονίστηκε το λιμάνι το οποίο έγινε ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Μεσογείου, ενώ δημιουργήθηκε και σιδηρόδρομος που ένωνε την Αμμόχωστο με τη Λευκωσία, διευκολύνοντας τις μετακινήσεις και το εμπόριο. Το 1960 με την ανεξαρτησία και την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Βαρώσι έγινε το τουριστικό κέντρο της περιοχής. Η ανάπτυξη αυτή συνεχίστηκε μέχρι και το 1974, που η πόλη καταλήφθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εισήλθαν χωρίς ουσιαστική αντίσταση, καθώς οι κάτοικοι από τον φόβο των σφαγών βρήκαν καταφύγιο σε γειτονικές περιοχές. Έκτοτε μέχρι και πριν τρία χρόνια το Βαρώσι ως Gazimagusa, παρέμενε έρημο, καθώς είχε χαρακτηριστεί στρατιωτική περιοχή και ελεγχόταν – και ελέγχεται – από τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής. Η πρώτη κίνηση σημειώθηκε με το άνοιγμα του παραλιακού μετώπου και το πικ νικ Ερντογάν το 2020. Ακολούθησε η εξαγγελία για άνοιγμα του 3,5% της περίκλειστης πόλης, η οποία δεν έτυχε και της καλύτερης υποδοχής από την διεθνή κοινότητα, με τον ΟΗΕ και την ΕΕ να ζητούν άμεση ανάκληση όλων των ενεργειών που έγιναν, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Αντιθέτως η Τουρκία και το κατοχικό καθεστώς συνεχίζουν τις εργασίες ανοίγματος μεγαλύτερων περιοχών.
Όμηρος πέντε δεκαετίες
Το Βαρώσι είναι μόλις το 17% του Δήμου Αμμοχώστου, όλα κι όλα λίγα περισσότερα από 6 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Μόνο αυτό το κομμάτι δεν είχε εποικιστεί, καθώς ήταν αμιγές ελληνοκυπριακό ως το 1974. Επίσης είναι η βιτρίνα της πόλης, με μεγάλα ξενοδοχεία και τουριστικές επιχειρήσεις. Στις 16 Αυγούστου του 1974 όταν μπήκαν οι Τούρκοι, αφού είχαν προηγηθεί βομβαρδισμοί, βρήκαν άδεια σπίτια, εγκαταλελειμμένα ξενοδοχεία, γεμάτα ψυγεία και το φαγητό των Βαρωσιωτών στα πιάτα. Οι 43.000 κάτοικοι, έφυγαν από την πόλη με μια βαλίτσα, με την βεβαιότητα ότι σε λίγα 24ωρα θα περάσει η μπόρα και θα επιστρέψουν. Πέρασαν 49 χρόνια και ακόμα η βαλίτσα της επιστροφής είναι δίπλα στη πόρτα των νέων τους σπιτιών, που τα θεωρούν προσωρινά. Αυτά τα χρόνια πολλές φορές ετοιμάστηκαν να γυρίσουν και πάντα η απογοήτευση διαδεχόταν τη λαχτάρα και τη νοσταλγία. Μέρα με τη μέρα μένουν και λιγότεροι. Ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός και αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι Τούρκοι. Το Βαρώσι το 1974 σφραγίστηκε και ουδείς εισερχόταν στη πόλη χωρίς την άδεια του τουρκικού στρατού. Τα σπίτια λεηλατήθηκαν και ότι έμεινε όρθιο το «τρώει» η βροχή, ο αέρας και ο ήλιος. Πόλη φάντασμα την χαρακτήρισε για πρώτη φορά το 1977 ο Σουηδός δημοσιογράφος Jan-Olof Bengston, ο οποίος την επισκέφθηκε μαζί με το σουηδικό απόσπασμα της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ. Είχε γράψει στην εφημερίδα Kvallsposten: « Ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος γέμισε ρωγμές και στα πεζοδρόμια βλάστησαν θάμνοι. Σήμερα – Σεπτέμβριος 1977 – τα τραπεζάκια που σερβίρεται το πρόγευμα είναι εκεί, η μπουγάδα απλωμένη στα σχοινιά, και οι ηλεκτρικοί λαμπτήρες αναμμένοι. Το Βαρώσι είναι μια πόλη φάντασμα».
Σκωτσέζικο ντους για επιστροφή
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας είχε περιγράψει το κυπριακό ως «ιστορία χαμένων ευκαιριών». Τέτοιες ευκαιρίες χάθηκαν και για την Αμμόχωστο, και όπως πολλοί εκτιμούν κάθε νέα εξέλιξη είναι χειρότερη της προηγούμενης.
Το 1978 οι Τούρκοι είχαν προτείνει την παραμονή της πόλης υπό τουρκοκυπριακό έλεγχο και επιστροφή μόνο κάποιων επιχειρηματιών σε λίγα ξενοδοχεία. Η πρόταση τους προέβλεπε ουσιαστικά τη νομιμοποίηση της κατοχής με την κατακράτηση όλου του οικονομικού ιστού της πόλης (ξενοδοχεία, δημόσια κτήρια, λιμάνι εκκλησίες, σχολεία κλπ). Η πρόταση απορρίφθηκε από την ελληνοκυπριακή πλευρά και την ίδια χρονιά κατατέθηκε το αγγλο-αμερικανικό -καναδικό σχέδιο που προέβλεπε επιστροφή όλων των ελληνοκυπρίων κατοίκων στην πόλη και ταυτόχρονη διαπραγμάτευση για συνολική λύση του κυπριακού. Ωστόσο η κυβέρνηση Σπύρου Κυπριανού, απέρριψε το σχέδιο μόνο και μόνο γιατί προερχόταν από δυτικές χώρες και αυτό θα δημιουργούσε πρόβλημα στη σχέση με τον ΟΗΕ και βεβαίως την Σοβιετική Ένωση. Το συγκεκριμένο σχέδιο δεν ικανοποιούσε τους Τούρκους, οι οποίοι ανάσαναν με ανακούφιση όταν το απέρριψαν οι Ελληνοκύπριοι και έτσι μπορούσαν να τους φορτώσουν την επίδειξη αδιαλλαξίας.
Το 1979 επισκέπτεται τη Κύπρο ο ΓΓ του ΟΗΕ, Κουρτ Βαλντχάϊμ και σε συνάντηση με τον τότε Πρόεδρο Σπύρο Κυπριανού και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς, καταφέρνει να επιτύχει συμφωνία για την Αμμόχωστο, αποσυνδεδεμένη από τις όποιες εξελίξεις για συνολική επίλυση του κυπριακού. Στη συμφωνία αναφερόταν πως: «Προτεραιότητα θα δοθεί στην επίτευξη συμφωνίας για την επανεγκατάσταση στα Βαρώσια υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών ταυτόχρονα με την έναρξη της μελέτης από τους συνομιλητές των συνταγματικών και εδαφικών πτυχών μιας συνολικής διευθέτησης. Μόλις επιτευχθεί συμφωνία για τα Βαρώσια θα εφαρμοστεί, χωρίς να αναμένεται η έκβαση των συζητήσεων για άλλες πτυχές του κυπριακού προβλήματος». Η τουρκική πλευρά δεν τίμησε την υπογραφή της, όπως το έπραξε πολλές φορές, απειλώντας με εποικισμό των Βαρωσίων.
Το θέμα της επιστροφής της Αμμοχώστου ήταν ανοιχτό και το 2004 με το Σχέδιο Ανάν και το 2017 κατά τις συνομιλίες στο Κραν Μοντανά. Το 2004 το «όχι» στο δημοψήφισμα συμπαρέσυρε και όλες τις πρόνοιες του, όπως και το 2017 με τη κατάρρευση των συνομιλιών στις οποίες είχε κατατεθεί και χάρτης.
Ψηφίσματα… στα αζήτητα
Το 1983, ο Ντενκτάς ανακήρυξε την «Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου» (ψευδοκράτος) δημιουργώντας νέες περιπλοκές και η Αμμόχωστος βγήκε από το κάδρο της επιστροφής της, στους νόμιμους κατοίκους της. Το 1984, η κυπριακή κυβέρνηση προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το ο οποίο υιοθέτησε το ψήφισμα 550, το οποίο έχει ρητή αναφορά στην Αμμόχωστο. Στο άρθρο 5 αναφέρει πως το Συμβούλιο Ασφαλείας «θεωρεί τις απόπειρες για εποικισμό οποιουδήποτε τμήματος των Bαρωσίων από άτομα άλλα από τους κατοίκους τους ως απαράδεκτες και ζητά τη μεταβίβαση της περιοχής αυτής στη διοίκηση των Hνωμένων Eθνών». Ακολούθησε το 1992 το ψήφισμα 789 που ζητά την μεταβίβαση της Αμμοχώστου στον ΟΗΕ. Την ίδια χρονιά στο πλαίσιο των προσπαθειών για λύση του Κυπριακού κατατίθεται η «Δέσμη Ιδεών» του τότε ΓΓ του ΟΗΕ Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι. Η δέσμη περιελάμβανε και χάρτη στον οποίο προβλεπόταν η επιστροφή της Αμμοχώστου στους Ελληνοκύπριους. Ωστόσο μεσολάβησαν οι προεδρικές εκλογές του 1993 και ο Γλαύκος Κληρίδης προκειμένου να κερδίσει την στήριξη των κεντρώων δυνάμεων υποσχέθηκε «ενταφιασμό» των ιδεών Γκάλι, οι οποίες απορρίφθηκαν. ΤΟ 2004 το Σχέδιο Ανάν επίσης προέβλεπε επιστροφή των Βαρωσίων στους Ελληνοκύπριους, αλλά απορρίφθηκε από την Ελληνοκυπριακή Ελληνοκύπριους με ποσοστό 76%. Έκτοτε, σε όλους τους κύκλους διαπραγματεύσεων, η Αμμόχωστος αποτελούσε πάντοτε βασικό κεφάλαιο, με την τουρκική πλευρά να ζητάει όλο και περισσότερα ανταλλάγματα για την επιστροφή της.
Από τον Οκτώβριο του 2020, άρχισε να γράφεται μια διαφορετική σελίδα στην ιστορία της Αμμοχώστου, που όπως εκτιμούν πολλοί αποτελεί και την ταφόπλακα του κυπριακού, όπως το ξέραμε μέχρι σήμερα.