Ο Συνταγματάρχης ε.α. Άντης Λοΐζου περιγράφει τη β’ φάση της τουρκικής εισβολής – «Διαχρονική ανάγκη η επένδυση στην Άμυνα», σημειώνει
Η σημασία της επένδυσης στην άμυνα και την ασφάλεια της χώρας παραμένει το διαχρονικό μήνυμα κατά τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την ολοκλήρωση της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο τον Αύγουστο του 1974, ανέφερε στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων ο στρατιωτικός μελετητής, Συνταγματάρχης ε.α. ΆντηςΛοΐζου.
Μιλώντας για τα στρατιωτικά γεγονότα του τριημέρου 14-16 Αυγούστου του 1974, ο κ. Λοΐζου είπε ότι μετά το ναυάγιο των συνομιλιών της Γενεύης και τη συνθηματική φράση «η Αϊσέ μπορεί να πάει διακοπές» ξεκίνησε στις 14 Αυγούστου τα χαράματα η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, γνωστή ως «Αττίλας 2».
Αναφορικά με τις δυνάμεις των Τούρκων εισβολέων και τις δυνάμεις που είχαν απομείνει στην Εθνική Φρουρά, σημείωσε ότι η Κύπρος δεν είχε ενισχυθεί από καμία χώρα του εξωτερικού πλην της Ελλάδος, η οποία έστειλε τη μοίρα αμφιβίων καταδρομών από την Κρήτη που κράτησε το αεροδρόμιο Λευκωσίας και μετά παρέμεινε στην Κύπρο. Σημείωσε ακόμη ότι η Μεγάλη Βρετανία αρνήθηκε να πουλήσει φυσίγγια για τον οπλισμό της Εθνικής Φρουράς, ο οποίος ήταν εξ ολοκλήρου βρετανικής κατασκευής.
Εξήγησε στη συνέχεια ότι οι τουρκικές δυνάμεις είχαν ένα στρατηγείο, και μετά την 28η και την 39η Μεραρχία, την Ταξιαρχία Καταδρομών, το 6ο Τάγμα Πεζοναυτών, μία επιπλέον Επιλαρχία Μέσων Αρμάτων, με κάθε μεραρχία να διαθέτει μια ΕΜΑ, τμήματα της 33ης Ταξιαρχίας Χωροφυλακής και μονάδες υποστηρίξεως και διοικητικής μέριμνας.
«Να υπολογίσουμε ότι τα άρματα θα μπορούσαν να ήταν από 160 μέχρι 200. Η δύναμη αυτών των δύο μεραρχιών, της ταξιαρχίας των καταδρομών και λοιπών, ήταν γύρω στις 40.000 άνδρες. Επιπλέον αυτών, υπήρχαν περί τα 200 Μ113 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού και 120 πυροβόλα των 105 και των 155 χιλιοστών. Αυτές ήταν οι μονάδες της εισβολής, όπως είχαν διαμορφωθεί στις 13 Αυγούστου το βράδυ», συνέχισε ο κ. Λοΐζου, προσθέτοντας ότι επιπλέον αυτών των μονάδων υπήρχε η ΤΟΥΡΔΥΚ, η οποία είχε 1.000-1.200 άνδρες περίπου με κάποιες απώλειες και αποτελείτο από δύο τάγματα, καθώς και 19 τάγματα Τουρκοκυπρίων, με πέντε διοικήσεις ανά την Κύπρο, περίπου 15-20.000 ανδρών, οι οποίοι δεν είχαν βαρέα όπλα αλλά συμμετείχαν σε περιορισμένες αποστολές.
Αναφορικά με την κατάσταση στην Εθνική φρουρά, ο κ. Λοΐζου ανέφερε ότι εάν γινόταν επιστράτευση πριν την έναρξη της εισβολής, σίγουρα η δύναμη της Εθνικής Φρουράς θα ήταν πέραν των 40.000 ανδρών.
Ωστόσο δεν έγινε επιστράτευση και επικρατούσε μια μάλλον διαλυμένη κατάσταση, συνέχισε, προσθέτοντας ότι τα όπλα της Εθνικής Φρουράς ήταν του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς διέθετε 34 άρματα Τ34/85, τα οποία ήταν μη αξιόπιστα, και μετά το πραξικόπημα και τον πρώτο γύρο της εισβολής έμειναν μόνο 11. Συμπλήρωσε ότι από το 286 μηχανοκίνητο τάγμα πεζικού που βομβαρδίστηκε στη Σκυλλούρα, καταστράφηκε πλήρως ο ένας λόχος, ενώ αντίθετα η 21 επιλαρχία αναγνωρίσεως είχε πολύ μικρές απώλειες.
Προσέθεσε ότι το πυροβολικό της Εθνικής Φρουράς είχε περί τα 70 πυροβόλα, πέντε μοίρες και δύο ανεξάρτητες πυροβολαρχίες, καθώς και δύο μοίρες αντιαρματικού πυροβολικού 6 λιβρών, και υπήρχαν και δύο πυροβολαρχίες ορειβατικού πυροβολικού με 6 πυροβόλα η καθεμιά.
«Η Εθνική Φρουρά με αυτές τις δυνάμεις που είχε και συγκρινόμενη με τον εχθρό δεν μπορούσε παρά να περιοριστεί σε αμυντικές επιχειρήσεις και λόγω της μη παρουσίας της ελληνικής Αεροπορίας στο θέατρο επιχειρήσεων, οι Τούρκοι κυριαρχούσαν, όπως κυριαρχούσαν και στη θάλασσα, με αποτέλεσμα να κάνουν ό,τι θέλουν», τόνισε σχετικά.
Συμπλήρωσε ότι η Εθνική Φρουρά από το 1964 δεν είχε ενισχυθεί ούτε με ένα τουφέκι, ενώ ούτε η Ελλάδα πίεζε τον Μακάριο να ενισχύσει την Εθνική Φρουρά, ούτε και ο Αρχηγός της ΕΦ ασκούσε ανάλογες πιέσεις.
«Συνεπώς, με τις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στις 13 Αυγούστου, η Εθνική φρουρά δεν μπορούσε να διατηρήσει τις κατεχόμενες θέσεις, αμυνόταν όσο μπορούσε και οπισθοχωρούσε. Έγιναν κάποιες μάχες ηρωικές, αλλά η Εθνική Φρουρά είχε αφεθεί μόνη της», συμπλήρωσε.
Εν μέσω αποδιοργάνωσης στην ηγεσία και του χάους που επικρατούσε στην Αθήνα, η Τουρκία άρχισε να επιτίθεται παντού, με τον Συνταγματάρχη Γεώργιο Αζίνα να αναλαμβάνει την 3η Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση της Λευκωσίας τα μεσάνυχτα της 14ης Αυγούστου, η οποία ξεκινούσε από το Γερόλακκο και έφτανε μέχρι τη Μια Μηλιά, ανέφερε στη συνέχεια ο κ. Λοΐζου, προσθέτοντας πως ακολούθως κατέφθασε το 336 τάγμα πεζικού από την Αμμόχωστο υπό τον Δημήτρη Αλευρομάγειρο, το οποίο τοποθετήθηκε στο κέντρο της Λευκωσίας, στην περιοχή μεταξύ φυλακών και Λήδρα Πάλλας, όπου βρισκόταν επίσης ο λόχος του Νικόλαου Λιγουδιστιανού, και μετά συνέχιζε το 211 ΤΠ με τον λόχο του Γιάννη Χριστοδουλίδη στην εντός των τειχών Λευκωσία, πιο βορειοανατολικά προς τον Άγιο Κασσιανό ήταν ο λόχος του Καλογήρου και έπειτα ήταν ο λόχος του Χαράλαμπου Λόττα και το τάγμα του Τάσου Μάρκου.
Προσέθεσε ότι στη δυτική πλευρά της Λευκωσίας, εκεί όπου βρίσκονται το αρμενικό και το αγγλικό κοιμητήριο, ήταν το 212 ΤΠ του Κωνσταντίνου Αχιλλίδη, το οποίο έφτανε μέχρι τις ανατολικές παρυφές του αεροδρομίου Λευκωσίας, κοντά στα νεκροταφεία και ανατολικά της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ ήταν ο λόχος του Γεώργιου Χατζηδαμιανού, ενώ πάνω από τον κυκλικό κόμβο Κολοκασίδη ήταν ο λόχος του Ανδρέα Πασιαρδή και πιο δυτικά ο λόχος του Κωνσταντίνου Μιχόπουλου.
«Μπροστά τώρα ήταν η ΕΛΔΥΚ. Όμως εδώ πρέπει να ξεχωρίσουμε ότι η ΕΛΔΥΚ είχε μενει ως εφεδρεία στην Κλήρου μετά την πρώτη φάση της εισβολής. Η διοίκηση της 3ης Ανωτέρας Τακτικής Διοικήσεως είχε στη δύναμη αμύνης του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ τρεις λόχους που έμειναν ένας από κάθε μονάδα για να φυλάξουν το στρατόπεδο. Ήταν ο 2ος λόχος του 1ου τάγματος πεζικού με τον υπολοχαγό Ηλία Κωνσταντούλα, από το 2ο τάγμα έμεινε ο 4ος λόχος, (το 1ο τάγμα είχε τον 1ο, 2ο και 3ο λόχο, λόχο υποστηρίξεως και λόχο διοικήσεως, το 2ο τάγμα πεζικού είχε τον 4ο, 5ο και 6ο λόχο διοικήσεως και λόχο υποστηρίξεως), με διοικητή τον Κύπριο λοχαγό Λούη Ιωαννίδη, ο οποίος ήρθε στην Κύπρο ως συνοδός των νέων στρατιωτών της ΕΛΔΥΚ μετά το πραξικόπημα. Έμεινε και ο λόχος διοικήσεως του συντάγματος της ΕΛΔΥΚ υπό τον ταγματάρχη Σπυρίδωνα Δελλή και μαζί τους άφησαν και μια διμοιρία όλμων 81 χιλιοστών με επικεφαλής τον υπολοχαγό Στέφανο Πίο, που ήταν ο διοικητής των βαρέων όπλων της ΕΛΔΥΚ. Τους τρεις αυτούς λόχους ανέλαβε ο αντισυνταγματάρχης Παναγιώτης Σταυρουλόπουλος, τον οποίο όρισαν υποδιοικητή-στρατοπεδάρχη από τις 10 Αυγούστου», σημείωσε σχετικά.
Έτσι, σύμφωνα με τον κ. Λοΐζου, οδηγούμαστε στη Μάχη της Λευκωσίας, με πυρά από βαριά και ελαφριά όπλα να ανταλλάσσονται στην περιοχή από τις φυλακές και τον ιππόδρομο μέχρι και το Καϊμακλί, ενώ ερρίφθησαν και κάποιοι όλμοι.
Προσέθεσε ότι προκειμένου να περικυκλώσουν τη Λευκωσία, αλλά και για λόγους γοήτρου, το μεγάλο βάρος των τουρκικών δυνάμεων έπεσε στα πλευρά και την περιοχή στρατοπέδου ΕΛΔΥΚ, εκεί που βρισκόταν το 212 ΤΠ, το οποίο ενισχύθηκε και με μια διμοιρία του Ελλαδίτη αξιωματικού Αθανάσιου Πολύζου υπό τον λόχο του Γεώργιου Χατζηδαμιανού στα δύο κοιμητήρια. Συμπλήρωσε ότι οι μονάδες αυτές είχαν και έναν προκεχωρημένο παρατηρητή της 187 Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού και της 184 Πυροβολαρχίας Πεδινού Πυροβολικού. Η 184 είχε πυροβόλα 25 λιβρών και η άλλη είχε πυροβόλα 100 χιλιοστών.
«Ξεκίνησε λοιπόν η μάχη, προσβαλλόταν το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, η πίεση στο 212 ήταν αρχικά μικρή και προοδευτικά αυξανόμενη, με τους Τούρκους να πιέζουν συνεχώς, ανθίστατο η ΕΛΔΥΚ και το 212 ΤΟ και συνεχίστηκε ο αγώνας. Σε κάποια στιγμή της μάχης, ο υποδιοικητής της ΕΛΔΥΚ διέταξε την εγκατάλειψη του στρατοπέδου στη 1 το μεσημέρι της 14ης Αυγούστου. Σημειώστε ότι η τουρκική αεροπορία πρόσβαλε συνεχώς το στρατόπεδο, περισσότερο στις 14, και μετά συνέχισε και στις 16 του μηνός. Χρησιμοποιούσε βόμβες 1.000 και 500 λιβρών και ρουκέτες και προκάλεσε πολλά θύματα με τους αλλεπάλληλους βομβαρδισμούς της», τόνισε σχετικά.
Προσέθεσε ότι μετά την εγκατάλειψη του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ, τα τουρκικά άρματα προσπάθησαν να βγουν στον κυκλικό κόμβο Κολοκασίδη. «Ένα τμήμα αντιαρματικών υπό τον ανθυπολοχαγό Νίκο Κουιμτζόγλου διέθεσε στοιχείο επί του υψώματος βορείως του κόμβου, άλλο στοιχείο στην Γρηγορίου Αυξεντίου, εκεί που βρίσκονται οι λόφοι με τα δύο κοιμητήρια και οι δύο οδικοί άξονες από όπου μπορούσαν να κινηθούν τα άρματα, με σκοπό να τα χτυπήσουν. Εκεί δραστηριοποιήθηκε και ο λοχίας Μπικάκης και κατέστρεψε κάποια άρματα, με τη βοήθεια οπλοπολυβολητών και άλλων τυφεκιοφόρων του λόχου του Ανδρέα Πασιαρδή του και το 212 ΤΠ», συμπλήρωσε σχετικά.
«Η ΕΛΔΥΚ έκανε ηρωική άμυνα, σε σημείο που πολεμούσαν εναντίον των αρμάτων με τα λιανοτούφεκα. Σε μια τέτοια μάχη σκοτώθηκε και ο διμοιρίτης μηχανικού της ΕΛΔΥΚ, Σωτήριος Σταυριανάκος, από βολή πυροβόλου άρματος από πολύ μικρή απόσταση, ενώ αγνοούμενος είναι και ο ανθυπασπιστής Κωνσταντίνος Κέντρας», σημείωσε.
Σύμφωνα με τον κ. Λοΐζου, εκτός από την ΤΟΥΡΔΥΚ, οι δυνάμεις της ΕΦ ήταν αντιμέτωπες και με το υπό διοίκηση τάγμα πεζικού του 50 συντάγματος πεζικού και άρματα μάχης.
«Οι Τούρκοι, όταν είδαν ότι στις 14 Αυγούστου δεν τα κατάφερναν (στις 15 δεν σημειώθηκαν εχθροπραξίες) αφαίρεσαν τη διοίκηση από τον συνταγματάρχη και την έδωσαν στον συνταγματάρχη Μπιτλίς, έναν ικανό αξιωματικό, ο οποίος δοκίμασε και αυτός να επιτεθεί εναντίον του 212 ΤΠ και έσπασε τα μούτρα του», επεσήμανε σχετικά και προσέθεσε:
«Έστω και μετά βίας κρατούνταν στις θέσεις τους οι λοχαγοί, Μιχόπουλος, Πασιαρδής και Χατζηδαμιανού, μαζί με τον ανθυπολοχαγό Πολύζο, μέχρι που υπεγράφη η κατάπαυσης του πυρός στις 4 το απόγευμα της 16ης Αυγούστου. Πριν όμως υπογραφεί η κατάπαυση του πυρός, είχαν μετακινήσει από την Πάφο άλλες δυνάμεις, ανάμεσά τους και ο ταγματάρχης Δρυμιώτης, διοικητής του 386 ΤΠ, και μετά το μεσημέρι αντικατέστησαν το 212 ΤΠ, το οποίο δεχόταν πίεση συνεχώς, ειδικά στις 16 τους είχαν εξουθενώσει βομβαρδισμοί με αεροπορία, πυροβολικό, άρματα, και αυτοί ήταν μόνο με τα ντουφέκια, τα οπλοπολυβόλα και τα δύο ΠΑΟ της Α’ μοίρας Αμφιβίων Καταδρομών».
Συμπλήρωσε ότι όταν έγινε η κατάπαυση του πυρός, ενώ η ΕΦ είχε τα πυροβόλα δεσμευμένα, οι τουρκικές δυνάμεις προσπαθούσαν να κάνουν παραβιάσεις και να επιτεθούν κατά των μονάδων μας. Σημείωσε επίσης ότι δοκίμασαν να επιτεθούν και προωθούσαν όπου μπορούσαν τις θέσεις τους μετά την κατάπαυση του πυρός, ακόμη και μέχρι τον Σεπτέμβριο, όταν και έκαναν το φυλάκιο-άγαλμα στο ύψωμα Πλάτη της Πύλας, ενώ οι λεηλασίες και οι βιαιοπραγίες κατά αμάχων συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια των δύο φάσεων της εισβολής και της ενδιάμεσης κατάπαυσης του πυρός.
«Αυτή ήταν η Μάχη της Λευκωσίας, η οποία είχε πάρα πολλές απώλειες και από πλευράς των Ελλήνων, αλλά και των Τούρκων, καθώς από τρεις διαφορετικές εκτιμήσεις οι νεκροί Τούρκοι ήταν από 700 μέχρι 1.000», συμπλήρωσε.
Σε ερώτηση για ποια διδάγματα μπορούμε να αντλήσουμε από εκείνη την περίοδο, 50 χρόνια μετά, ο κ. Λοΐζου είπε ότι ποτέ η Κύπρος δεν επένδυσε στην ασφάλειά της, που είναι το πιο πολύτιμο αγαθό, προκειμένου να χτίσει μια αξιοπρεπή ασφάλεια και άμυνα.
Συμπλήρωσε σε δεύτερο βαθμό, πως η Ελλάδα δεν έχει κατασταλάξει αν υπερασπίζεται την Κύπρο ή όχι και τρίτον πως η πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας έχει φέρει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Πηγή: Cyprus Times