Ο μύθος για μια ομιλία του Μακάριου στο Συμβούλιο Ασφαλείας
Στους πολλούς μύθους που έχουν λεχθεί για την πορεία του Kυπριακού αναμφίβολα ξεχωριστή θέση κατέχει ο μύθος πως η τουρκική εισβολή δεν έγινε γιατί προηγήθηκε το πραξικόπημα, αλλά γιατί την προηγούμενη μέρα έγινε η ομιλία του Μακάριου στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. O μύθος συνδέεται με το ψεύδος πως ο Κύπριος Πρόεδρος είχε καλέσει δήθεν τις εγγυήτριες δυνάμεις να επέμβουν για να τον αποκαταστήσουν στο αξίωμά του. Βέβαια, ο μύθος είχε καταρρεύσει, γιατί έχει αποδειχτεί πως οι τουρκικές δυνάμεις εισβολής είχαν αρχίσει την πορεία τους προς την Κύπρο πριν από την ομιλία του Μακάριου στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Αλλά και αν ακόμα δεν συνέβαινε αυτό, η στοιχειώδης λογική λέει πως δεν είναι δυνατό μέσα σε λίγες ώρες μια χώρα να πάρει απόφαση για εισβολή, να προετοιμαστεί γι’ αυτή και να την πραγματοποιήσει.
Ας δούμε λοιπόν πότε η Άγκυρα πήρε την απόφαση για την εισβολή και τι είπε ο Μακάριος στην ομιλία του στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
Η απόφαση για την εισβολή
Στις 15 του Ιούλη του 1974 και συγκεκριμένα στις 10.25 π.μ. η τουρκική πρεσβεία στη Λευκωσία με τηλεγράφημά της στην Άγκυρα ενημερώνει για το πραξικόπημα στην Κύπρο. Λίγο πριν τις 11 π.μ. ο υπουργός Άμυνας της Τουρκίας Χασάν Εσάτ Ισίκ γνωστοποιεί το γεγονός στον πρωθυπουργό Μπουλέντ Ετζεβίτ. Αυτός εκείνη την ώρα βρισκόταν στο αεροδρόμιο, για να μεταβεί στο Αφιόν Καραχισάρ για περιοδεία στη Δυτική Μικρά Ασία.
Ο Νεοκλής Σαρρής στο έργο του «Η άλλη πλευρά», (τόμος πρώτος, σελ. 19) γράφει: «Δημοσιογράφοι που συνόδευαν στο ταξίδι αυτό τον Ετζεβίτ, λέγουν ότι έδειχνε φοβερά αφηρημένος και ακόμα ισχυρίζονται ότι η γνώμη του αναφορικά με το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου ήταν η ακόλουθη: «δεν υπάρχει πια λόγος για να μην επέμβει στρατιωτικά η Τουρκία. Σώθηκαν τα προσχήματα. Πρέπει να μην χάσουμε καιρό».
Τελικά, ο Ετζεβίτ διέκοψε την περιοδεία του και στις 4.15 μ.μ. επέστρεψε στην Άγκυρα. Σε λίγο κατευθύνθηκε στο στρατιωτικό επιτελείο, όπου έγινε σύσκεψη στην παρουσία στρατιωτικών και πολιτικών παραγόντων.
Ο Μεχμέτ Αλί Μπιράντ στο βιβλίο του «Απόφαση- απόβαση» (σελ. 26-27) γράφει: «Ο Ετζεβίτ άρχισε το λόγο του με μια γενική αξιολόγηση. Το πραξικόπημα αυτό ετοιμάστηκε από την ελληνική χούντα και αποσκοπεί στην Ένωση. Αν η Τουρκία δεν δώσει στο γεγονός την απαιτούμενη βαρύτητα, θα ζημιωθεί πολύ. Δεν έχουμε άλλη επιλογή από την άμεση δράση. Προσωπικά πιστεύω στις ικανότητες του τουρκικού στρατού. Επιβάλλεται να αρχίσουμε αμέσως τις προετοιμασίες και να μη χρονοτριβούμε».
Στις 7.30 μ.μ. συνεδρίασε το υπουργικό συμβούλιο της Τουρκίας και στις 10.00 μ.μ. το συμβούλιο εθνικής ασφάλειας που αποφάσισε οριστικά την εισβολή στην Κύπρο. Τρεις ώρες αργότερα οι υπουργοί ενημερώνονταν γι’ αυτή την απόφαση. Στις 3.30 το πρωί ο Ετζεβίτ υπέγραφε τη διαταγή για την εισβολή και την παράδινε στους στρατηγούς.
Η απόφαση λοιπόν της Άγκυρας για εισβολή στην Κύπρο λήφθηκε την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος και δεν είχε καμία σχέση με την ομιλία του Μακάριου στο Συμβούλιο Ασφαλείας στις 19 του Ιούλη. Ακόμα, πρέπει να θεωρείται σίγουρο πως ο Τούρκοι ήταν ενήμεροι για το πραξικόπημα και είχαν προετοιμαστεί για την εισβολή πριν απ’ αυτό.
Γράφει η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κύπρου στο βιβλίο «Πόρισμα για το φάκελο της Κύπρου, σελ. 206»:
«Ο ισχυρισμός, επομένως, ότι ο Μακάριος με την ομιλία του ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας , στις 19 Ιουλίου, έδωσε προσχήματα στους Τούρκους για να εισβάλουν στο νησί είναι έξω από τα πραγματικά γεγονότα. Ο Αμερικάνος πρέσβης στην Αθήνα Χένρι Τάσκα υποστηρίζει, ότι η ΣΙΑ γνώριζε την απόφαση της χούντας να ενεργήσει πραξικόπημα εναντίον του προέδρου Μακαρίου. Γι’ αυτό και οι Τούρκοι θα πρέπει να ήταν βέβαιοι για το επερχόμενο πραξικόπημα, γιατί οι προετοιμασίες της εισβολής της 20ης Ιουλίου θα πρέπει να είχαν αρχίσει πριν την ανατροπή του Μακαρίου. Οι αμερικανικές εγκαταστάσεις παρακολούθησης στην Τουρκία και την Κύπρο θα πρέπει να είχαν αντιληφθεί τις προετοιμασίες. «Η πτώση του Μακαρίου πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιουλίου…μην μου πείτε, ότι μπορεί κανείς να στείλει 25,000 στρατιώτες, αεροπλάνα, πλοία και τανκς μέσα σε τρεις ή τέσσερις μέρες…δεν είναι δυνατόν» (Brendan O’ Malley- Jan Craig: «Η συνωμοσία της Κύπρου – Προειδοποιήσεις για το πραξικόπημα», σελ.306).
Η χούντα έκανε λόγο για εσωτερικό ζήτημα
Μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος η χούντα ισχυρίστηκε πως αυτό αποτελούσε εσωτερικό θέμα των Ελληνοκυπρίων και πως η ίδια δεν είχε καμιά ανάμειξη σ’ αυτό. Ο Μακάριος όμως στην ομιλία του στο Συμβούλιο Ασφαλείας διευκρίνισε πως το πραξικόπημα «οργανώθη υπό του στρατιωτικού καθεστώτος της Ελλάδος και επραγματοποιήθη υπό των Ελλήνων αξιωματικών, των διοικούντων την Κυπριακήν Εθνικήν Φρουράν».
Συνεχίζοντας ο Αρχιεπίσκοπος είπε: «Ό,τι συμβαίνει σήμερον εις Κύπρον από της παρελθούσης Δευτέρας αποτελεί μίαν πραγματικήν τραγωδίαν. Το στρατιωτικόν καθεστώς της Ελλάδος έχει κραυγαλέως παραβιάσει την ανεξαρτησίαν της Κύπρου. Χωρίς ίχνος σεβασμού προς τα δημοκρατικά δικαιώματα του κυπριακού λαού, χωρίς ίχνος σεβασμού προς την ανεξαρτησίαν και την κυριαρχίαν της Κυπριακής Δημοκρατίας, η ελληνική χούντα έχει επεκτείνει την δικτατορίαν της εις Κύπρον».
Φυσικά, η θέση της χούντας πως δεν είχε ανάμειξη στο πραξικόπημα στερείται κάθε σοβαρότητας. Η ίδια διοικούσε την Εθνική Φρουρά που πραγματοποιούσε το πραξικόπημα με τη βοήθεια της ΕΟΚΑ Β που ήταν επίσης υπό τον έλεγχο της χούντας. Άλλωστε κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος η χούντα διακήρυσσε πως το πραξικόπημα ήταν δικό της έργο με την ανακοίνωση που έλεγε πως «η Εθνική Φρουρά είναι κυρία της καταστάσεως». Μια ανακοίνωση που δεν ήταν τυχαία και έδινε επιχείρημα στη Τουρκία για να εισβάλει στην Κύπρο.
Τη χούντα ενδιέφερε ο έλεγχος της Εθνικής Φρουράς
Ένα απόσπασμα της ομιλίας του Μακάριου που κατακρίθηκε έντονα από τους αντιπάλους του είναι το ακόλουθο:
«Ο Έλλην πρέσβης με επεσκέφθη εντολή της κυβερνήσεώς του, διά να μού εξηγήσει, ότι η μείωσις εις την αριθμητικήν δύναμιν της Εθνικής Φρουράς ή η αποχώρησις των Ελλήνων αξιωματικών θα εξησθένει την άμυναν της Κύπρου εν περιπτώσει κινδύνου της Τουρκίας. Τούτο αποτελεί ισχυρισμόν , ο οποίος, και αν ενεφανίζετο ως λογικός, δεν ήτο πειστικός, καθ’ ότι εγνώριζον, ότι όπισθεν του ισχυρισμού τούτου εκρύπτοντο άλλα συμφέροντα. Απήντησα, ότι, όπως εξειλίχθησαν τα πράγματα, θεωρώ τον κίνδυνον εκ της Τουρκίας μικρότερον παρά τον κίνδυνον εκ μέρους των. Και απεδείχθη ότι οι φόβοι μου εδικαιώθησαν».
Οι «ανησυχίες» της χούντας για την άμυνα της Κύπρου δεν ήταν ειλικρινείς. Εξάλλου, το «ενδιαφέρον» της για την άμυνα του νησιού μας φάνηκε λίγες μέρες αργότερα από τον τρόπο που αντιμετώπισε την τουρκική εισβολή. Η ανησυχία της χούντας ήταν μια: Αν έπαυε να ελέγχει την εθνοφρουρά, δεν θα μπορούσε να προωθήσει τα διχοτομικά της σχέδια για την Κύπρο. Η αναφορά του Μακάριου στον Έλληνα πρεσβευτή Λαγάκο πως θεωρούσε μεγαλύτερο τον κίνδυνο της χούντας παρά της Τουρκίας ήταν απόλυτα σωστή. Γιατί είναι το πραξικόπημα της χούντας που προηγήθηκε και άνοιξε τον δρόμο στην τουρκική εισβολή.
Το πραξικόπημα ως εισβολή
Ο Μακάριος κατηγορήθηκε έντονα, γιατί στον λόγο του αποκάλεσε επανειλημμένα το πραξικόπημα «εισβολή». Ανάμεσα στ’ άλλα είπε και τα πιο κάτω:
«Το πραξικόπημα δεν συνέβη υπό τοιαύτας περιστάσεις, ώστε να θεωρείται εσωτερικόν ζήτημα των Ελληνοκυπρίων. Αποτελεί καθαρώς εισβολήν έξωθεν, κατά κατάφωρον παραβίασιν της ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της Δημοκρατίας της Κύπρου. Το αποκαλούμενον πραξικόπημα ήτο έργο των Ελλήνων αξιωματικών, οι οποίοι στελεχώνουν και διοικούν την Εθνικήν Φρουράν».
Ο χαρακτηρισμός του πραξικοπήματος ως εισβολής δεν είναι αντίθετος με την πραγματικότητα. Οι Ελλαδίτες αξιωματικοί είχαν κληθεί από τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας να φύγουν από το νησί μέχρι τις 20 του Ιούλη κι αυτοί όχι μόνον δεν έφυγαν, αλλά εγκατέλειψαν τα στρατόπεδά τους, χρησιμοποίησαν όπλα και τανκς και έκαμαν πραξικόπημα και μετά την επικράτησή του η Κύπρος βρέθηκε κάτω από την κατοχή της χούντας. Το πραξικόπημα δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια εισβολή και κατοχή της χούντας στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το «σφάλμα»
Στη συνέχεια, ο Κύπριος Πρόεδρος σχολιάζοντας την ανακοίνωση της χούντας πως θα αντικαθιστούσε τους αξιωματικούς που βρίσκονται στην Κύπρο εύστοχα παρατήρησε τα ακόλουθα:
«Διά να παραπλανήσει την διεθνή κοινήν γνώμην, το στρατιωτικόν καθεστώς της Ελλάδος ανεκοίνωσε χθες την σταδιακήν αντικατάστασιν των Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι η αντικατάστασίς των αλλά η αποχώρησίς των. Η χειρονομία της ανακλήσεως έχει την έννοιαν της παραδοχής, ότι οι Έλληνες αξιωματικοί, οι υπηρετούντες τώρα εις την Εθνικήν Φρουράν, ήσαν εκείνοι, οι οποίοι διεξήγαγον το πραξικόπημα. Αυτοί οι αξιωματικοί οπωσδήποτε δεν ενήργησαν εξ ιδίας πρωτοβουλίας , αλλά κατόπιν οδηγιών Αθηνών. Ούτω η Εθνική Φρουρά θα παραμείνει πάντοτε εν όργανον εις χείρας του στρατιωτικού καθεστώτος και είμαι βέβαιος ότι τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας αντιλαμβάνονται αυτό το παιχνίδι».
Μετά, ο Αρχιεπίσκοπος παραδέχθηκε ένα σοβαρό του σφάλμα λέγοντας:
«Δυνατόν να λεχθεί, ότι ήτο η κυπριακή κυβέρνησις , η οποία προσεκάλεσε τους Έλληνας αξιωματικούς διά να επανδρώσουν την Εθνικήν Φρουράν. Λυπούμαι να είπω, ότι ήτο σφάλμα μου να δώσω εις αυτούς τόσην εμπιστοσύνην. Κατεχράσθησαν αυτήν την εμπιστοσύνην και αντί να βοηθήσουν εις την προστασίαν της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητος της νήσου, αυτοί οι ίδιοι κατέστησαν επιδρομείς».
Μίλησε ως Πρόεδρος όλων των Κυπρίων
Ύστερα, ο Κύπριος Πρόεδρος έκρινε αναγκαίο να καυτηριάσει τη διπλή πολιτική της χούντας που δημόσια υποστήριζε την ανεξαρτησία της Κύπρου και παρασκηνιακά την ΕΟΚΑ Β’ που μιλούσε για ένωση με την Ελλάδα. Είπε συγκεκριμένα: «Είχε συμφωνηθεί υφ’ όλων των ενδιαφερομένων μερών, ότι αι συνομιλίαι διεξήγοντο με βάσιν την ανεξαρτησίαν. Το καθεστώς των Αθηνών επίσης συνεφώνησεν εις αυτό και πολλάκις ο Έλλην υπουργός Εξωτερικών εδήλωσεν, ότι η θέσις της Ελλάδος επί του θέματος ήτο σαφής. Εάν ούτως είχον τα πράγματα, πώς το στρατιωτικόν καθεστώς της Ελλάδος ίδρυσε και υπεστήριξε την τρομοκρατικήν οργάνωσιν της ΕΟΚΑ Β’, της οποίας σκοπός εδηλώθη, ότι ήτο η Ένωσις της Κύπρου μετά της Ελλάδος και της οποίας τα μέλη απεκαλούν αυτούς «ενωτικούς»;
Ένα από τα σημεία της ομιλίας του Αρχιεπισκόπου που επικρίθηκε πάρα πολύ ήταν αυτό που έλεγε πως από το πραξικόπημα θα επηρεάζονταν και οι Τουρκοκύπριοι. Είπε συγκεκριμένα ο Μακάριος:
«Καθώς έχω ήδη δηλώσει, τα γεγονότα εις Κύπρου δεν αποτελούν εσωτερικήν υπόθεσιν των Ελλήνων της Κύπρου. Οι Τούρκοι της Κύπρου επηρεάζονται επίσης. Το πραξικόπημα είναι μία εισβολή και εκ των συνεπειών της θα υποφέρει όλος ο λαός της Κύπρου, αμφότεροι Έλληνες και Τούρκοι».
Βέβαια, οι Τουρκοκύπριοι δεν θα κινδύνευαν από το πραξικόπημα με φυλακίσεις και εξευτελισμούς. Όμως, ζώντας μέσα σ’ ένα δικτατορικό καθεστώς θα υφίσταντο συνέπειες και στην ελευθερία έκφρασης και στον οικονομικό τομέα. Και σήμερα άλλωστε και οι δυο κοινότητες επηρεάζονται οικονομικά από την τουρκική κατοχή. Ο Μακάριος τότε εφόσον δεν θεωρούσε το πραξικόπημα εσωτερική διαφορά των Ελληνοκυπρίων αλλά ξένη επέμβαση, έπρεπε να μιλήσει ως Πρόεδρος όλης της Κύπρου και των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων και κρίνοντας αντικειμενικά την ομιλία του βλέπουμε πως τοποθετούσε το πρόβλημα στη σωστή του βάση.
Έκκληση στο ΣΑ προς αποκατάσταση της τάξης
Από την ομιλία του Μακάριου, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, δημιουργήθηκε το χυδαίο ψεύδος που κάλεσε δήθεν την Τουρκία και τις εγγυήτριες δυνάμεις να τον αποκαταστήσουν στη θέση του. Αντίθετα, με αρκετή επιδεξιότητα απέφυγε να αναφερθεί στις εγγυήτριες δυνάμεις και ζήτησε την επέμβαση του Συμβουλίου Ασφαλείας για να επανέλθει η συνταγματική τάξη στην Κύπρο. Είπε λοιπόν ο Εθνάρχης: «Ποιώ έκκλησιν εις τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας να πράξουν ό,τι δύνανται δια να θέσουν τέρμα εις την ανώμαλον κατάστασιν, η οποία εδημιουργήθη διά του πραξικοπήματος των Αθηνών. Καλώ το Συμβούλιον Ασφαλείας να χρησιμοποιήσει όλους τους τρόπους και τα εις την διάθεσίν του μέσα, ώστε η συνταγματική τάξις εν Κύπρω και τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού της Κύπρου να αποκατασταθούν άνευ καθυστερήσεως…
»Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν μίαν ειρηνευτικήν δύναμιν σταθμεύουσαν εις Κύπρον. Δεν είναι δυνατόν ο ρόλος αυτής της ειρηνευτικής δυνάμεως να είναι αποτελεσματικός υπό συνθήκας πραξικοπήματος. Το Συμβούλιον Ασφαλείας πρέπει να καλέσει το στρατιωτικόν καθεστώς της Ελλάδος να ανακαλέσει εκ Κύπρου τους Έλληνας αξιωματικούς, τους υπηρετούντας εις την Εθνικήν Φρουράν και να θέσει τέρμα εις την εισβολήν αυτού εις Κύπρου». Είναι φανερό πως ο μύθος για την ομιλία του Μακάριου στο Συμβούλιο Ασφαλείας στις 19 του Ιούλη του 1974 δημιουργήθηκε σκόπιμα για να απαλλάξει τους πραξικοπηματίες από τις ευθύνες τους για την τουρκική εισβολή που ακολούθησε. Είναι όμως ιστορικά αποδεδειγμένο πως η απόφαση για την εισβολή λήφθηκε την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος, δηλαδή στις 15 του Ιούλη του 1974, και δεν είχε καμιά σχέση με την ομιλία του Μακάριου που ακολούθησε τέσσερις μέρες αργότερα.
Η άμεση αντίδραση της Τουρκίας μετά το πραξικόπημα δείχνει πως ήταν ενήμερη γι’ αυτό και είχε προετοιμαστεί πριν από αυτό για την εισβολή, γιατί όμως αναφέρουν οι συγγραφείς Brendan O’Malley και Jan Craig «δεν είναι δυνατόν» να «μπορεί κανείς να στείλει 25000 στρατιώτες, αεροπλάνα, πλοία και τανκς μέσα σε τρεις ή τέσσερις μέρες».
Για να αξιολογηθεί η ομιλία του Μακάριου θα πρέπει να απαντηθούν κάποια ερωτήματα. Ήταν το πραξικόπημα ελληνοκυπριακή διαφορά ή επέμβαση της χούντας στην Κυπριακή Δημοκρατία; Ανησυχούσε πράγματι το διχτατορικό καθεστώς της Αθήνας για την άμυνα της Κύπρου; Ορθά ή όχι χαρακτήρισε ο Μακάριος το πραξικόπημα ως εισβολή; Η δήλωση της χούντας πως θα αντικαθιστούσε τους αξιωματικούς στην Κύπρο έδειχνε καλές προθέσεις ή ήταν προσπάθεια παραπλάνησης; Ακολουθούσε ή όχι η χούντα διπλή πολιτική στο κυπριακό; Έπρεπε ο Μακάριος να μιλήσει στο Συμβούλιο Ασφαλείας ως πρόεδρος όλων των Κυπρίων ή ως ηγέτης των Ελληνοκυπρίων; Ορθά παρέκαμψε τις εγγυήτριες δυνάμεις και ζήτησε τη βοήθεια του Συμβουλίου Ασφαλείας ή όχι;
Σ’ όλα αυτά τα ερωτήματα για μας δεν είναι καθόλου δύσκολη η απάντηση.