«Θέλω να ζήσω» χωρίς βία στην οικογένεια…
Η προτροπή της προέδρου του εθελοντικού/φιλανθρωπικού σωματείου «Προσφέρω με Αγάπη» Φάνης Παπαβασιλείου, «να ενώσουμε τις φωνές μας και να φωνάξουμε όλες και όλοι μαζί, το σύνθημα «Θέλω να ζήσω», κυριάρχησε στην εκδήλωση με θέμα τη μάστιγα της ενδοοικογενειακής βίας, που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 4 Απριλίου 2024 στο Πολιτιστικό Κέντρο Πάνος Σολομωνίδης στη Λεμεσό, υπό την αιγίδα του δημάρχου Νίκου Νικολαΐδη.
Την ανησυχία της για την αυξητική τάση που παρατηρείται στα περιστατικά ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας στην Κύπρο, μετέφερε στην εκδήλωση η εμπειρογνώμονας φύλου δρ Άννα Πηλαβάκη πρόεδρος του ιδρύματος προώθησης ισότητας «Υπατία», αναφέροντας ότι το 2022 ήταν 3.122, ενώ το 2023 μέχρι και τον Οκτώβριο, υπήρξαν 2.550 περιστατικά, με την πλειοψηφία των δραστών και των θυμάτων να είναι κυπριακής καταγωγής. Τόνισε ότι «αν και η βία μπορεί να ασκηθεί και από τα δύο φύλα, στις 95% των περιπτώσεων το θύμα είναι η γυναίκα. Ορισμένες κοινωνικές ομάδες, όπως γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, έφηβα κορίτσια και γυναίκες με αναπηρία, είναι πιο ευάλωτες». Στο πάνελ της συζήτησης, εκτός από την κυρία Πηλαβάκη, ήταν η εγκληματολόγος-κοινωνιολόγος Δήμητρα Τσίτση, η παιδοψυχολόγος ψυχοθεραπεύτρια Νικόλ Δρουσιώτη, ο δικηγόρος Σταμάτης (Στάμος) Παπαβασιλείου και ο φοιτητής Κλεόπας Κουλουμά, μοναδικός επιζών, θύμα ενδοοικογενειακής βίας. Συντόνισε ο ερευνητής Τάκης Μιχαήλ, ενώ παρουσίασε στη νοηματική γλώσσα η διερμηνέας νοηματικής Ιφιγένεια Ηρακλέους.
Μια…οικογενειακή υπόθεση στην Κύπρο!
Όπως τόνισε η Άννα Πηλαβάκη, «η βία στην οικογένεια είναι ποινικό αδίκημα και έχει διάφορες μορφές, όπως σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική, οικονομική ή λεκτική βία, ο εκφοβισμός και οι απειλές, η συναισθηματική κακοποίηση και η οικονομική στέρηση». Πρόσθεσε ότι «στην κυπριακή κοινωνία, η ενδοοικογενειακή βία είναι… οικογενειακή υπόθεση και συχνά δεν θεωρείται καν βία, η ψυχολογική ή λεκτική μορφή της».
Σε αυτή την ιδιαίτερη πτυχή του θέματος, αναφέρθηκε και η εγκληματολόγος Δήμητρα Τσίτση. «Δυστυχώς – είπε μεταξύ άλλων – είμαστε ακόμα μια κλειστή κοινωνία, του «κρύψε να περάσουμε» και του «τι θα πει ο γείτονας»… Δεν μιλούμε σε άλλους για τη βία στην οικογένεια, δεν θέλουμε να γνωρίζουν οι άλλοι οτιδήποτε θεωρείται αρνητικό. Αλλά κι εμείς, ως γείτονες, μπορεί να είμαστε αυτήκοοι μάρτυρες συγκρούσεων, μπορεί να γνωρίζουμε ότι η γυναίκα στο διπλανό σπίτι είναι θύμα σωματικής και ψυχολογικής κακοποίησης, αλλά πολύ συχνά σιωπούμε και δεν θέλουμε ν’ ανακατευτούμε. Δεν προχωρούμε σε καμιά καταγγελία και δεν θέλουμε με τίποτε να κληθούμε κάποια στιγμή να δώσουμε μαρτυρία στην Αστυνομία. Κι όμως αυτή η γυναίκα, μπορεί μια μέρα να δολοφονηθεί από τον θύτη! Συνεπώς, δεν πρέπει ν’ αποσιωπούμε την ενδοοικογενειακή βία που γνωρίζουμε, γιατί ουσιαστικά θα είμαστε κι εμείς συνένοχοι στο έγκλημα». Η κυρία Τσίτση αναφέρθηκε και στο ψυχολογικό φαινόμενο του Συνδρόμου της Στοκχόλμης, που παρατηρείται όπως είπε και σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, όπου τα θύματα προσκολλώνται με ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς, στους θύτες. «Και ενώ το θύμα – κατέληξε – μπορεί να υφίσταται καθημερινά ξυλοδαρμούς και κακοποιητική συμπεριφορά, «δικαιολογεί» τον δράστη και ελπίζει ότι αυτός θα… αλλάξει!».
Με τη γλώσσα των αριθμών
Μίλησε και με την αδιάψευστη γλώσσα των αριθμών η δρ Άννα Πηλαβάκη και επικαλούμενη τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, είπε ότι «736 εκατομμύρια γυναίκες, δηλαδή μια στις τρεις, υπήρξαν θύματα σωματικής ή σεξουαλικής βίας τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους». Πρόσθεσε τα ακόλουθα: «Στην Κύπρο παρατηρείται τα τελευταία 4-5 χρόνια, αυξητική πορεία περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας.
>Το 2019 υπήρξαν 1.384 αναφορές, το 2020 υπήρξαν 2.147 αναφορές, το 2021 υπήρξαν 2.854 αναφορές και το 2022 υπήρξαν 3.122 αναφορές. Το 2023 μέχρι τον Οκτώβριο, υπήρξαν 2.550 αναφορές ενδοοικογενειακής βίας.
>Στο Σπίτι της Γυναίκας φιλοξενήθηκαν συνολικά 387 πρόσωπα, εκ των οποίων 45 έλαβαν νομικές συμβουλές και 12 ζήτησαν βοήθεια για συμπλήρωση αίτησης παροχής νομικής αρωγής. Το 47% κατήγγειλαν όλες τις μορφές βίας, ενώ ασκήθηκε σωματική και ψυχολογική βία σε ποσοστό 69%, σωματική, ψυχολογική και σεξουαλική βία 5%, σωματική, ψυχολογική και οικονομική βία 19%. Όλες οι μορφές βίας συγκεντρώνουν ποσοστό 7%.
> Η σχέση θύματος και δράστη, ήταν σύζυγοι στο 43% των υποθέσεων, συμβίοι 32%, πρώην σύζυγοι 6%, ενήλικο παιδί προς γονέα 3%, συγκάτοικοι 1%, γονείς προς ενήλικο παιδί 2%, πατριός 1%, μητέρα συζύγου/συμβίου-πεθερά 4%, αδέλφια 1%, εργοδότης 1%, πρώην σύντροφος/συμβίος 5%. Το θύμα και ο θύτης έχουν Κυπριακή υπηκοότητα σε ποσοστό 67%, το θύμα συμβιώνει με τον δράστη 68%, υπάρχουν ανήλικα στην οικογένεια 62%.
>Από τα ανήλικα δέχθηκαν άμεσα βία 35%, ενώ παρακολουθούν τη βία 62%. Από τις κλήσεις, η περίπτωση του θύματος ήταν γνωστή στην Αστυνομία σε ποσοστό 37%, η περίπτωση του θύματος ήταν γνωστή στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας 29%, το θύμα δεν είχε ξανά εμπλοκή με κρατική υπηρεσία 34%. Οι μορφές βίας εναντίον παιδιών, είναι ψυχολογική βία σε ποσοστό 41%, σωματική βία 26%, σεξουαλική βία 0,5%, παραμέληση 8%, παιδιά μάρτυρες βίας 80% και συνδυασμός μορφών 38%.
>Σε 232 περιπτώσεις τα θύματα έχουν δεχθεί απειλές για τη ζωή τους, σε 22 έγινε χρήση πυροβόλου ή μαχαιριού, σε 70 περιπτώσεις έγινε απόπειρα στραγγαλισμού, ενώ 128 θύματα δέχθηκαν χτυπήματα στο κεφάλι ή τραντάγματα από τον δράστη.
>Αναφορές έχουν γίνει για κατάχρηση αλκοόλ από το δράστη (145 περιπτώσεις) ή χρήση ναρκωτικών (142 περιπτώσεις). Σε 32 περιπτώσεις αναφέρθηκε εξάρτηση του δράστη από τυχερά παιχνίδια, σε 18 περιπτώσεις ο δράστης απείλησε να αυτοκτονήσει και σε 64 περιπτώσεις ο δράστης είχε ποινικό ιστορικό».
Η επόμενη γενιά θυμάτων ή θυτών…
«Η βία επηρεάζει όχι μόνο τα ίδια τα θύματα που την έχουν υποστεί, προκαλώντας τους σωματικά και πολλαπλά ψυχολογικά προβλήματα, αλλά ταυτόχρονα έχει επιπτώσεις και στα άλλα μέλη της οικογένειας τα οποία γίνονται άθελά τους, μάρτυρες δραματικών καταστάσεων που επηρεάζουν τη μετέπειτα συναισθηματική τους ανάπτυξη», είπε η Άννα Πηλαβάκη και πρόσθεσε: «Η βία είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο συμπεριφορών, που εξασκείται για να διατηρείται εξουσία και έλεγχος πάνω σε έναν/μια σύντροφο. Αυτές οι συμπεριφορές οι οποίες βλάπτουν σωματικά, διεγείρουν φόβο, εμποδίζουν έναν/μια σύντροφο από το να κάνει αυτό που επιθυμεί ή τον/την εξαναγκάζει να συμπεριφέρεται με τρόπους που δεν θέλει. Ο αλκοολισμός και τα ναρκωτικά, όταν υπάρχουν, επιδεινώνουν τις καταστάσεις βίας στην οικογένεια. Τα άτομα με αλκοολισμό ή με εθισμό στα ναρκωτικά, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εξασκήσουν βία στα άτομα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος ή στον σύντροφο τους. Εκτός από τις πρωτογενείς επιπτώσεις της βίας, τους ποικίλους τραυματισμούς, που συχνά είναι σοβαροί και επιφέρουν μέχρι και το θάνατο, υπάρχουν και δευτερογενείς σωματικές ή ψυχολογικές επιπτώσεις, όπως και κοινωνικές. Η χειρότερη κοινωνική επίπτωση, είναι η αναπαραγωγή της βίας μέσω των παιδιών, η οποία υπονομεύει ολόκληρες γενεές. Έχουν περισσότερες πιθανότητες, να γίνουν η επόμενη γενιά θυμάτων ή θυτών και ν’ αναπτύξουν παραβατική συμπεριφορά, με συνηθισμένες μορφές τη χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ, τη φυγή από το σπίτι και τα πολλαπλά προβλήματα στο σχολείο».
Ο θύτης και ο κοινωνικός στιγματισμός
Περιγράφοντας το προφίλ του άντρα θύτη, η Άννα Πηλαβάκη μίλησε για «άτομο που κατά κανόνα έχει έντονα προβλήματα προσωπικότητας και αυξημένο εγώ, ενώ διακατέχεται από έλλειψη ικανότητας διαχείρισης του θυμού του. Ταυτόχρονα, η γυναικεία μορφή είναι υποτιμημένη στο υποσυνείδητό του. Σύμφωνα με έρευνες, το 25% αυτών, δεν αλλάζει συμπεριφορά, ενώ το 20% γίνεται πιο βίαιο».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση που έκανε στο θέμα αυτό η ψυχοθεραπεύτρια Νικόλ Δρουσιώτη, τονίζοντας ότι «η κοινωνία έχει μεγάλο ρόλο να διαδραματίσει στην περαιτέρω πορεία του θύτη. Πρέπει – είπε – να υποστεί τιμωρία, αλλά η τιμωρία του πρέπει να προέλθει από τα αρμόδια σώματα που ξέρουν πώς να την επιβάλουν και γιατί. Σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωπος αυτός, είναι πλέον κοινωνικά στιγματισμένος και αντιμετωπίζεται ως πολίτης κατώτερης κατηγορίας. Αυτό, στην ουσία δεν εξυπηρετεί τον στόχο της τιμωρίας, που είναι να σωφρονιστεί ο άνθρωπος και αποτελεί μελανό σημείο στην εξέλιξη της διαδικασίας παροχής βοήθειας στον θύτη – και φυσικά στο θύμα».
Η κυρία Δρουσιώτη ανέφερε ότι σε κάποιες περιπτώσεις «ο θύτης μπορεί να είναι παθολογικά άρρωστος και να χρήζει περισσότερης διερεύνησης για θεραπεία και για ό,τι άλλο χρειάζεται. Το θύμα με τη σειρά του, σίγουρα πρέπει να βοηθηθεί, αλλά κανένας δεν μπορεί να προβλέψει το μέγεθος της ψυχικής ζημιάς που έχει δημιουργηθεί. Σε κάποιες περιπτώσεις, κρίνεται απαραίτητη η εμπλοκή ψυχιάτρου και η παροχή φαρμακευτικής αγωγής. Τόσο ο θύτης όσο και το θύμα, μπορούν σίγουρα να βοηθηθούν ψυχολογικά, αν αφήσουν πίσω τους τα ταμπού και τις προκαταλήψεις που αφορούν τις υπηρεσίες ψυχολόγου ή ψυχίατρου, ώστε να κάνουν καλύτερες τις σχέσεις τους με τους άλλους και την καθημερινότητα τους».
Νομικά κενά στη διαδικτυακή βία
Κάνοντας εκτενή αναφορά στη νομική πτυχή του θέματος, ο δικηγόρος Στάμος Παπαβασιλείου επεσήμανε μεταξύ άλλων ότι «παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια σε εθνικό επίπεδο, παρατηρείται έλλειψη έμπειρου και σταθερού προσωπικού στις κρατικές υπηρεσίες που ασχολούνται με τα περιστατικά βίας στην οικογένεια. Όπως τονίζει η έκθεση της GREVIO – πρόσθεσε – αυτό είναι αποτέλεσμα της έλλειψης συστηματικής εκπαίδευσης του επαγγελματικού προσωπικού, σε όλες τις υπηρεσίες που ασχολούνται με τη βία κατά των γυναικών. Επίσης, στην παρούσα φάση, είναι αδύνατη η πρόσβαση όλων των θυμάτων βίας στο δικαίωμα δωρεάν νομικής αρωγής». Συνέχισε λέγοντας ότι «είναι απίθανο να μειωθούν δραστικά η βία κατά των γυναικών και η εξ οικείων βία, χωρίς την ανάληψη πρόσθετης δράσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση». Κάνοντας ιδιαίτερη μνεία σε ένα σύγχρονο φαινόμενο, τη βία μέσω διαδικτύου, είπε ότι έχουν εντοπιστεί στο θέμα αυτό, «σημαντικά νομικά κενά, τόσο σε επίπεδο ΕΕ, όσο και σε επίπεδο κρατών μελών. Εντοπίζοντας αυτά τα σημαντικά κενά, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 6 Φεβρουαρίου 2024 κατέληξαν σε συμφωνία για το πρώτο νομοθέτημα της ΕΕ σχετικά με τη βία κατά των γυναικών. Ο νέος νόμος θα ποινικοποιήσει σε ολόκληρη την ΕΕ, τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων, τον καταναγκαστικό γάμο, την παρενοχλητική διαδικτυακή παρακολούθηση, την διαδικτυακή παρενόχληση, τη μη συναινετική κοινοχρησία προσωπικών εικόνων και τη διαδικτυακή υποκίνηση βίας ή μίσους. Ωστόσο για να μπορέσει να λειτουργήσει και να υποβοηθήσει ουσιαστικά το εν λόγω νομοθέτημα, πρέπει να υπάρξει διασφάλιση ότι οι εθνικές αρχές αντιμετωπίζουν τα θύματα λαμβάνοντας υπόψη τη διάσταση του κοινωνικού φύλου. Το κράτος οφείλει να παρέχει στοχευμένη υποστήριξη σε θύματα με ιδιαίτερες ανάγκες και ομάδες που διατρέχουν κίνδυνο. Πρέπει να διασφαλιστεί η άμεση αφαίρεση διαδικτυακού περιεχομένου σε σχέση με αδικήματα διαδικτυακής βίας και να υπάρχει η δυνατότητα ένδικης προσφυγής για θιγόμενους χρήστες. Τέλος, πρέπει να διασφαλιστεί ότι τα σχετικά πρωτόκολλα προστασίας και πρόληψης, θα ενεργοποιούνται σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν το θύμα δεν επιθυμεί να προχωρήσει σε ποινική δίωξη».