Σήμερα, επιτρέψτε μου να γράψω κάτι για μένα.
Του Μανώλη Καλατζή
Κάτι που ίσως δεν αφορά εσάς, που θα διαβάσετε τις δυο τρεις πρώτες προτάσεις και θα πάτε στο επόμενο κείμενο. Ένιωθα από χθες το μεσημέρι να μην μπορώ να γράψω κάτι άλλο.
Εμείς οι δημοσιογράφοι, σπαταλάμε πολλές λέξεις, για να περιγράψουμε μερικές φορές το τίποτα. Διαβάζουμε χιλιάδες σελίδες, ανούσιων, βαρετών κειμένων, για να διαπιστώσουμε τις περισσότερες φορές πως χάσαμε το χρόνο μας. Στήνουμε καυγάδες, για ένα κόμμα, μια τελεία και ένα θαυμαστικό, που ενίοτε δεν αλλάζουν καμία έννοια.
Σήμερα θέλω να γράψω για κάτι πολύ ουσιαστικό. Για έναν άνθρωπο που μας αποχαιρέτησε χθες. Την Γεωργία.
Πρωτομαγιά, αργία, χωρίς πίεση, χωρίς το τηλέφωνο να χτυπά συνεχώς, χωρίς τον εκνευριστικό ήχο των μηνυμάτων σε κάθε ειδοποίηση.
Δύο φίλες μου, από αυτές που δίνουν περιεχόμενο στη λέξη «φιλία», με βγάζουν από τη ραθυμία του μεσημεριού.
«Κοιμήθηκε» η Γεωργία. Δεν ρώτησα, ποια Γεωργία γιατί ήξερα. Την είχαν δει λίγες ώρες νωρίτερα στην εντατική, να παλεύει με αυτό που φοβόμαστε να προφέρουμε ακόμα και ως λέξη. Πάλευε, αλλά δεν τα κατάφερε.
Ανάτρεξα στη τελευταία μας συνομιλία, όταν της έγραψα για να μάθω πως τα πηγαίνει με τη μάχη που έδινε. Νόμιζα ο ανόητος πως θα της έδινα κουράγιο.
Ήταν από τους ανθρώπους που δεν μπορούσες να τους κοροϊδέψεις συζητώντας περί ανέμων και υδάτων. Η Γεωργία αμέσως στο θέμα: «Να προσέχεις και συ ρε τον εαυτό σου. Με την υγεία μας δεν παίζουμε. Τα φορτώνουμε στον κόκορα και αμελούμε εμάς στο τέλος».
Στην αμηχανία μου να βρω έστω μια σωστή έξη να της απαντήσω, έγραψα: «Όλα στο τέλος θα πάνε καλά».
Αποχαιρετιστήκαμε, με την Γεωργία να μου απαντάει: «Θα πάνε. Αμαχητί δεν πέφτουμε εννοείται» και δυο φατσούλες χαμογελαστές.
Κράτησε την υπόσχεση της και δεν έπεσε αμαχητί, αν και δεν πήγαν όλα καλά.
Δεν θα πω, πόσο καλή δημοσιογράφος ήταν (που ήταν), ούτε πόση αξιοπρέπεια κουβαλούσε, ακόμα και όταν δούλευε διπλοβάρδιες για να τα βγάλει πέρα.
Θέλω μόνο να την αποχαιρετήσω, όπως εκείνα τα βράδια που κλείναμε την πρώτη σελίδα της εφημερίδας και κοιτάγαμε τα ρολόγια μας, διαπιστώνοντας πως έμεναν μόνο λίγες ώρες για να ξαναβρεθούμε στο στούντιο του ραδιοφώνου, εξαντλημένοι και με την αίσθηση πως δεν θα πέφταμε αμαχητί.
Καληνύχτα Γεωργία.