Οι κρατικές ενισχύσεις που έχουν δοθεί για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης έχουν περιορισμένο αρνητικό αντίκτυπο στον θεμιτό ανταγωνισμό και στη λειτουργία της ενιαίας αγοράς, δηλώνει η εκτελεστική αντιπρόεδρος της Κομισιόν Μαργκρέτε Βεστάγκερ σε συνέντευξη που παραχώρησε στα «ΝΕΑ» και σε μικρή ομάδα ανταποκριτών ευρωπαϊκών εφημερίδων στις Βρυξέλλες. Η δανέζα επίτροπος αντικρούει επίσης τη θέση ότι η Γερμανία, έχοντας τη μερίδα του λέοντος των κρατικών ενισχύσεων, καθιστά έτσι πιο ανταγωνιστική τη βιομηχανία της εις βάρος άλλων χωρών της ΕΕ, που χορηγούν μικρότερα ποσά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ελλάδα που έχει χορηγήσει μόλις 188 εκατ. ευρώ κρατικών ενισχύσεων σε εταιρείες για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.
Ερευνα
«Πολλοί συμπεραίνουν ότι υπάρχει κίνδυνος για την ενιαία αγορά όταν ακούν ότι έχουν εγκριθεί βάσει του Προσωρινού Πλαισίου Κρίσης και Μετάβασης (TCTF) κρατικές ενισχύσεις ύψους 730 δισ. ευρώ. Διαπιστώνοντας όμως ότι οι ενισχύσεις, που έχουν πράγματι χορηγηθεί, αντιστοιχούν μόνο στο 20% του ποσού αυτού και εξετάζοντας ποιας μορφής είναι και ποια χαρακτηριστικά έχουν, η εικόνα είναι διαφορετική. Το προκαταρτικό μας συμπέρασμα είναι ότι ο αντίκτυπος στην ενιαία αγορά και στον ίσων όρων ανταγωνισμό είναι περιορισμένος» λέει η Μαργκρέτε Βεστάγκερ, επικαλούμενη τα προκαταρκτικά αποτελέσματα έρευνας που εκπονήθηκε στα κράτη-μέλη για τις κρατικές ενισχύσεις που έχουν χορηγήσει στο πλαίσιο TCTF από τον Μάρτιο του 2022 μέχρι και τον Ιούνιο του 2023, οπότε ξεκίνησε η σταδιακή κατάργησή του όσον αφορά διατάξεις για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Οπως λέει, οι περισσότερες χώρες δεν έχουν χορηγήσει ενισχύσεις με τη μορφή επιχορηγήσεων. Η χρήση επιστρεπτέων μορφών στήριξης είναι γενικά λιγότερο στρεβλωτική του ανταγωνισμού, επεξηγεί, επισημαίνοντας ότι μπορεί το ποσό των εγκρίσεων να είναι τεράστιο, όμως μόνο 140 δισ. ευρώ από αυτό έχουν χορηγηθεί, που αντιστοιχούν στο 0,6% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. «Η διαφορά μεταξύ τού τι εγκρίθηκε και του τι δόθηκε είναι τεράστια. Μπορεί να φαίνεται ως παράδοξο. Ενας λόγος είναι ότι υπήρξαν υπερβολικές εκτιμήσεις από τα κράτη-μέλη για τις ανάγκες και ο δεύτερος λόγος οφείλεται στο ότι αισθανόμενες οι εταιρείες ότι η πλάτη τους είναι καλυμμένη, δεν ζητούν τελικά την ενίσχυση».
Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία, που έχει στα χέρια της η Μαργκρέτε Βεστάγκερ, στην πρώτη θέση χορήγησης κρατικών ενισχύσεων βρίσκεται η Γερμανία με 72,8 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν σε πάνω από 50% των συνολικών κρατικών ενισχύσεων σε όλη την ΕΕ. Δεύτερη έρχεται η Ιταλία με 40 δισ. ευρώ και ακολουθούν Ισπανία με 12 δισ. ευρώ, Ρουμανία και Ουγγαρία με σχεδόν 4 δισ. ευρώ, Γαλλία με μόλις 1,8 δισ. ευρώ. Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία έχουν χορηγήσει το 90% των συνολικών ευρωπαϊκών ενισχύσεων ενώ όσον αφορά την αναλογία σε σχέση με το ΑΕΠ η Ουγγαρία είναι η μεγαλύτερη χορηγός με 1,35% του ΑΕΠ, δεύτερη έρχεται η Ιταλία 1,3%, τρίτη η Γερμανία 1,2%. Στον αντίποδα βρίσκονται χώρες, όπως η Ολλανδία με μόλις 570 εκατ. ευρώ, αλλά και η Ελλάδα, η οποία χορήγησε περίπου 188 εκατ. ευρώ κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο του TCTF με το 92% να αφορά άμεσες επιχορηγήσεις. «Είναι πολύ μικρό ποσό σε σύγκριση με το ΑΕΠ και τους μεγάλους χορηγούς» επισημαίνει η δανέζα επίτροπος. Σημειώνει, πάντως, ότι ένα κομμάτι για την αντιμετώπιση της κρίσης του TCTF θα τρέξει μέχρι το καλοκαίρι, ενώ πολλές χώρες μπορεί να έχουν επίσης εφαρμόσει μέτρα στήριξης, που βασίζονται σε άλλες νομικές βάσεις ή ευρύτερα μέτρα στήριξης, που δεν εμπίπτουν στην ταξινόμηση των κρατικών ενισχύσεων και δεν αντικατοπτρίζονται στην έρευνα αυτή.
Φθηνότερη ενέργεια
Πάντως, θεωρεί ότι καθώς οι τιμές ενέργειας είναι τώρα χαμηλότερες, δεν αναμένεται να υπάρξει μεγάλη χρήση κρατικών ενισχύσεων, ενώ τονίζει ότι «πρέπει να δουλέψουμε για να έχουμε φθηνότερη ενέργεια. Ακόμη και με τον αναθεωρημένο σχεδιασμό της αγοράς ενέργειας οι τιμές ενέργειας στην ΕΕ θα είναι υψηλότερες έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας».
Σχετικά με τη Γερμανία τονίζει επίσης ότι το μεγαλύτερο κομμάτι των ενισχύσεων (85%) δόθηκε σε δύο μόνο εταιρείες ενέργειας, που ήταν σε δεινή κατάσταση, τη Uniper και τη Sefe.
«Χωρίς την ενίσχυση αυτή, πολλά νοικοκυριά δεν θα είχαν φυσικό αέριο. Είναι σημαντικό διότι βλέποντας μόνο το ύψος των κρατικών ενισχύσεων στη Γερμανία δίνεται λανθασμένη εικόνα όσον αφορά τον αντίκτυπο στη διαφύλαξη ίσων όρων ανταγωνισμού.
Το μεγαλύτερο μέρος των ενισχύσεων αφορά επιστρεπτέα δάνεια ή εγγυήσεις. Αν δεν λάμβαναν οι δύο αυτές εταιρείες στήριξη θα είχαμε αποσταθεροποίηση της ενεργειακής αγοράς στη Γερμανία με επιπτώσεις σε όλη την Ευρώπη» επισημαίνει, σημειώνοντας επίσης ότι «ακόμη και όσες χώρες έχουν μεγαλύτερες τσέπες δεν μπορούν να δίνουν ανεξέλεγκτα ενισχύσεις στις εταιρείες τους».