Αναδρομή στο παρελθόν, στα χρόνια του μνημονίου και σύνδεση με το παρόν για τέσσερις χώρες που πήραν οικονομική βοήθεια (Ελλάδα, Κύπρος, Ιρλανδία, Πορτογαλία) επιχειρεί ηΕυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), αναγνωρίζοντας ότι όλες οιχώρες δεν ανάρρωσαν εξίσου γρήγορα.
Σε ανάλυση με τίτλο «Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Κύπρος: κρίση και ανάκαμψη», που δημοσιεύθηκε στο blog της ΕΚΤ, αναφέρεται -από τους τρεις αναλυτές Daniela Filip, Klaus Masuch, Ralph Setzer και Vilém Valenta- ότι ενώ για την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Κύπρο η ανάκαμψη ξεκίνησε την περίοδο 2012-2014, η ανάκαμψη της Ελλάδας άρχισε αργότερα.
Αυτό συνέβη, σημειώνουν, επειδή η Ελλάδα αντιμετώπισε τις μεγαλύτερες προκλήσεις και εν μέρει επειδή η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους καθυστέρησε.
«Οι πολιτικές κρίσεις το 2012 και το 2015 επιδείνωσαν περαιτέρω την κατάσταση. Ωστόσο και οι τέσσερις χώρες έχουν υψηλές επιδόσεις από το 2019 και μάλιστα συνέχισαν να ανακάμπτουν, παρά τα σοκ που ακολούθησαν, όπως η πανδημία, ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και η άνοδος των τιμών της ενέργειας».
Οι αρθρογράφοι εξηγούν ότι η ανάλυση δεν επικεντρώνεται στην αξιολόγηση του σχεδιασμού των μνημονιακών προγραμμάτων ή την ποιότητα της υλοποίησής τους. Αντίθετα, επικεντρώνεται στις πιο μακροπρόθεσμες οικονομικές εξελίξεις από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 και, σχεδόν 15 χρόνια αργότερα, γίνεται απολογισμός της απόδοσης των τεσσάρων χωρών.
Ωστόσο, τονίζεται, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις τέσσερις χώρες αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις. Ειδικότερα, το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να είναι αυξημένο, οι εξωτερικές υποχρεώσεις παραμένουν υψηλές και η αύξηση της παραγωγικότητας είναι χαμηλή. Αυτές οι αδυναμίες διαφέρουν μεταξύ των χωρών και ενδέχεται να επιδεινωθούν εν μέσω νέων γεωπολιτικών προκλήσεων, της γήρανσης του πληθυσμού και της κλιματικής αλλαγής.
Ερωτήματα και απαντήσεις
Λοιπόν, «πώς τα πήγαν οι τέσσερις χώρες;». Είναι ένα από τα ερωτήματα που επιχειρούν να απαντήσουν οι αρθρογράφοι.
«Ας δούμε πρώτα την ανάπτυξη και την απασχόληση. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, και οι τέσσερις χώρες πέρασαν από μια σοβαρή οικονομική ύφεση, με τεράστιες απώλειες θέσεων εργασίας, ακόμη και σε σχέση με άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ. Η κατάρρευση της οικονομικής παραγωγής (ΑΕΠ, Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) ξεκίνησε πολύ πριν από τη συμφωνία και την εφαρμογή των προγραμμάτων (μνημόνια). Και κράτησε περίπου μέχρι το 2012-13. Μετά από αυτό, τα πράγματα έγιναν καλύτερα. Τα τελευταία δέκα χρόνια και οι τέσσερις χώρες ανέκαμψαν αξιοσημείωτα καλά, ξεπερνώντας την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ όσον αφορά την οικονομική παραγωγή και τη δημιουργία θέσεων εργασίας», σημειώνεται.
Δεύτερον, «τι γίνεται με το δημόσιο χρέος;» είναι το επόμενο ερώτημα.
«Κατά τη διάρκεια της κρίσης, το δημόσιο χρέος είχε εκτιναχθεί στα ύψη και έφτασε πάνω από το 100% του ΑΕΠ σε όλες τις χώρες του προγράμματος, το 2013. Ωστόσο, εκτός από την Ελλάδα, τα επίπεδα του χρέους άρχισαν να μειώνονται μετά την κρίση και διακόπηκε μόνο από το μεγάλο σοκ της πανδημίας το 2020. Οι κρατικοί προϋπολογισμοί και στις τέσσερις χώρες έχουν βελτιωθεί. Η Κύπρος, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία κατέγραψαν, μάλιστα, δημοσιονομικά πλεονάσματα το 2023», σημειώνεται.
Ανταγωνιστικά τα κυπριακά ομόλογα
Αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί, συνεχίζει το άρθρο. «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι οι δείκτες δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ θα μειώνονται σταθερά τα επόμενα δέκα χρόνια και στις τέσσερις χώρες».
Αυτό βοηθά την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Κύπρο να γίνουν πιο σταθεροί (αξιόπιστοι) οφειλέτες στα μάτια των επενδυτών. «Αυτό αποδίδει, αν και οι τέσσερις εξακολουθούν να πληρώνουν υψηλότερους τόκους από τις δημοσιονομικά ισχυρότερες χώρες της ζώνης του ευρώ, ενώ τα ασφάλιστρα κινδύνου έχουν μειωθεί. Οι πιο μακροπρόθεσμες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων υποχώρησαν κάτω από εκείνες των ιταλικώνδημοσίων ομολόγων, με τα ιρλανδικά, πορτογαλικά και κυπριακά ομόλογα να κινούνται κάτω από τις γαλλικές αποδόσεις. Και στις τέσσερις χώρες, το πραγματικό κατά κεφαλήν δημόσιο χρέος είναι τώρα χαμηλότερο από το 2019, ενώ οι αυξήσεις στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν ισχυρότερες από ό,τι σε πολλές άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ».
Τρίτον, οι πρωτοβουλίες των κυβερνήσεων συνέβαλαν να γίνει ο χρηματοπιστωτικός τομέας πιο σταθερός και ανθεκτικός, υποδεικνύουν οι αρθρογράφοι.
«Ειδικότερα, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η ενίσχυση του ρυθμιστικού πλαισίου μετά την οικονομική κρίση αύξησαν την εμπιστοσύνη των πιστωτών για τις τράπεζες. Οι τράπεζες έχουν μειώσει σημαντικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στους ισολογισμούς τους, τα οποία ήταν σε ιστορικά υψηλά κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους. Αυτό αντανακλά βελτιώσεις στην τραπεζική εποπτεία, τις προσπάθειες των τραπεζών να καθαρίσουν τους ισολογισμούς τους και τη μετατόπιση των ριψοκίνδυνων περιουσιακών στοιχείων σε μη τράπεζες. Αυτό ενίσχυσε την κεφαλαιακή θέση του χρηματοπιστωτικού τομέα στις τέσσερις χώρες. Και τους έκανε πιο ανθεκτικούς παρά τους δυσμενείς κραδασμούς των τελευταίων ετών και τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής».
Προσοχή στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
Και τέταρτον, διευκρινίζεται, οι εξωτερικές ανισορροπίες έχουν μειωθεί. «Για να εκτιμήσουμε τη σημασία αυτής της ανατροπής, ας θυμηθούμε την κατάσταση πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης. Και οι τέσσερις χώρες είχαν χάσει ανταγωνιστικότητα τιμών και κόστους και παρουσίασαν μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ιδίως η Ελλάδα και η Κύπρος».
Οι αναλυτές αναφέρουν ότι οι πιστωτές των χωρών ανησυχούσαν όλο και περισσότερο για τις ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης των τεσσάρων χωρών και άρχισαν να αποσύρουν τη χρηματοδότηση. Σε απάντηση, η Ιρλανδία βελτίωσε την ανταγωνιστικότητά της γρηγορότερα μεταξύ των τεσσάρων, χάρη στις ευέλικτες οικονομικές δομές της και την ταχεία προσαρμογή των τιμών και των μισθών. Επίσης, στην Κύπρο και την Ελλάδα τα κέρδη ανταγωνιστικότητας έχουν ξεπεράσει εκείνα στις περισσότερες άλλες χώρες του ευρώ από το 2009. Στην Πορτογαλία, ωστόσο, τα κέρδη ήταν πιο μέτρια και λιγότερο βιώσιμα. Τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών έχουν επίσης βελτιωθεί σημαντικά και είναι πλέον θετικά στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Στην Ελλάδα και την Κύπρο, ωστόσο, έχουν επιδεινωθεί και πάλι σημαντικά τα τελευταία χρόνια, αυξάνοντας την ευπάθεια αυτών των οικονομιών σε εκροή ιδιωτικού κεφαλαίου.
Σημαντική βελτίωση τα τελευταία χρόνια, αλλά…
Η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου έχει βελτιωθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία, αναφέρεται στο άρθρο. Τα μέτρα πολιτικής που εισήχθησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης και των συνεπειών της συνέβαλαν στη μείωση των ανισορροπιών και οδήγησαν σε μεγαλύτερη ανάπτυξη και πιο απότομη πτώση του δημόσιου χρέους σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ.
Ωστόσο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις τέσσερις χώρες και πέρα από αυτήν αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις.
Ειδικότερα, το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να είναι αυξημένο, οι εξωτερικές υποχρεώσεις παραμένουν υψηλές και η αύξηση της παραγωγικότητας είναι χαμηλή.
Αυτές οι αδυναμίες διαφέρουν μεταξύ των χωρών και ενδέχεται να επιδεινωθούν εν μέσω νέων γεωπολιτικών προκλήσεων, της γήρανσης του πληθυσμού και της κλιματικής αλλαγής.
Επομένως, απαιτούνται ακόμη σημαντικές προσπάθειες διαρθρωτικής πολιτικής για την περαιτέρω τόνωση της δυνητικής ανάπτυξης, τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους και την οικοδόμηση οικονομικής ανθεκτικότητας. Στην πραγματικότητα, αυτό ισχύει και για πολλές από τις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, ιδίως για ορισμένες από τις μεγαλύτερες, καταλήγουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Πηγή: philenews.com