Το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε μία σειρά από δημόσιες παρεμβάσεις οι οποίες στοχοποιούν τις βραχυχρόνιες μισθώσεις σε σχέση το πρόβλημα της ανόδου των οικιστικών ενοικίων στην κυπριακή αγορά. Δεν θέλουμε να γίνουμε εριστικοί αλλά ζώντας σε μία σύγχρονη οικονομία στην οποία η αγορά πρέπει να αυτορυθμίζεται (στη βάση βέβαια συγκεκριμένων κανόνων και ίσης αντιμετώπισης) και η προφορά να καθορίζεται από τη ζήτηση, είναι τουλάχιστον πισωγύρισμα να επιδιώκεται ο τερματισμός μία πρακτικής την οποία επιζητούν εκατοντάδες εκατομμύρια τουρίστες σε όλο τον κόσμο και η οποία σε τοπικό επίπεδο δημιουργεί νέα έσοδα εκατοντάδων εκατομμυρίων και χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας. Οι μεγάλες αλλαγές πάντα έχουν και μεγάλο αντίκτυπο, αλλά η κατάργηση τους δεν αποτελεί λύση, περισσότερο αποτελεί ένδειξη μίας οικονομίας που δεν μπορεί ή αρνείται να ανταποκριθεί στα «θέλω» της σύγχρονης αγοράς με κίνδυνο να μείνει εγκλωβισμένη σε μία άλλη εποχή.
Μόνο έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί η θέση που ακούστηκε τις τελευταίες βδομάδες για τερματισμό ή έστω για τεχνικό απαγχονισμό των βραχυχρόνιων μισθώσεων στην Κύπρο. Σε μία οικονομία που παλεύει να διαφοροποιήσει το μοντέλο ανάπτυξης της και να μετεξελίξει τους παραδοσιακούς πυλώνες της, θα αποτελούσε αυτοκτονία αν μία τέτοια εισήγηση εφαρμοζόταν.
Όπως προαναφέραμε, η βραχυχρόνια μίσθωση αναπτύχθηκε επειδή καλύπτει τα «θέλω» του σύγχρονου τουρίστα ο οποίος αναζητεί όλο και περισσότερο αυτού του είδους τα καταλύματα για τις διακοπές του. Επιπρόσθετα, τα συγκεκριμένα καταλύματα δεν είναι ανταγωνιστικά των ξενοδοχείων και δεν πρέπει να αντικρίζονται ως τέτοια. Γι’ αυτό και δεν διαφωνούμε με την εισήγηση το λειτουργικό πεδίο να είναι κοινό στο επίπεδο που είναι απαραίτητο.
Η βραχυχρόνια μίσθωση δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, νέες πηγές άμεσων και έμμεσων εσόδων για το κράτος, προσελκύει νέους διεθνείς επενδυτές και συνάμα δίδει την ευχέρεια σε μικρούς εγχώριους επενδυτές να επενδύσουν σε ένα τομέα που προσφέρει καλές αποδόσεις, υψηλά επίπεδα ασφάλειας και είναι σχετικό απλώς στη διαχείριση ειδικά για όσους ιδιοκτήτες αποφασίσουν να συνεργαστούν με εξειδικευμένες εταιρείες παροχής τέτοιου είδους υπηρεσιών. Ας μην ξεχνάμε πως χαρακτηρίζουμε τον ελλιπή χρηματοοικονομικό αλφαβητισμό ως ένα από τα κυριότερα προβλήματα για τους Κύπριους αλλά τώρα που η βραχυχρόνια μίσθωση προκύπτει ως μία καλή εναλλακτική επενδυτική επιλογή, προτείνεται ο τερματισμός της.
Επί της ουσίας όμως, είναι η βραχυχρόνια μίσθωση η πηγή όλων των κακών που οδήγησε στην άνοδο των ενοικίων; Σίγουρα όχι. Κατ’ αρχάς οι ίδιες οι συνθήκες της αγοράς με το περιορισμένο απόθεμα, την εκτόξευση των τιμών αγοράς σε συγκεκριμένες περιοχές και η άνοδος του κόστους του χρήματος έστρεψαν πολύ κόσμο στο ενοίκιο. Ίσως και το γεγονός πως δεκάδες χιλιάδες ακίνητα παρέμειναν για πολλά χρόνια εγκλωβισμένα πίσω από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, όσο η Βουλή πάλευε να αποφασίσει για τη νομοθετική ρύθμιση των εκποιήσεων διαιωνίζοντας το πρόβλημα.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης πως στα αστικά κέντρα όπου εντοπίζεται και το κυριότερο πρόβλημα με την εξεύρεση οικιστικών ακινήτων προς ενοικίαση, η βραχυχρόνια μίσθωση δεν είναι τόσο έντονη, ούτε με τόσο υψηλή ετήσια απόδοση όπως στις τουριστικές περιοχές. Από την εμπειρία μας όμως, οι ιδιοκτήτες των ακινήτων επιλέγουν την βραχυχρόνια μίσθωση επειδή νιώθουν ότι θα τους δημιουργήσει λιγότερα προβλήματα από ότι ένας μακροχρόνιος κακός ενοικιαστής. Για το συγκεκριμένο ζήτημα, δεν ευθύνεται η βραχυχρόνια μίσθωση αλλά η διαχρονική αδυναμία της πολιτείας να κατακυρώσει τα δικαιώματα των ιδιοκτητών έναντι των ενοικιαστών. Αυτή η αδυναμία αλλά και οι δυνάμεις της αγοράς, έχουν ωθήσει πολλούς απλούς συμπολίτες μας να επιλέξουν την επενδυτική επιλογή της βραχυχρόνιας μίσθωσης η οποία και αποδοτική είναι και ασφαλέστερη σε σύγκριση με άλλες σύγχρονες επενδυτικές επιλογές ή πολύπλοκα επενδυτικά προϊόντα.
Άλλες παράμετροι που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην περίπτωση της Κύπρου, είναι η εποχικότητα του κυπριακού τουρισμού και η μεγάλη συγκέντρωση τουριστών σε συγκεκριμένες περιοχές. Αν για παράδειγμα απαγορευτεί η βραχυχρόνια μίσθωση στην ελεύθερη επαρχία Αμμοχώστου ή στην Πάφο, τα υπόλοιπα διαθέσιμα καταλύματα θα μπορούν να καλύψουν τη ποσοτική ζήτηση από τουρίστες; Τα εναπομείναντα προσφερόμενα καταλύματα θα καλύψουν τις ποιοτικές ανάγκες των τουριστών ή θα στραφούν σε άλλους προορισμούς ή ακόμα και προς τα κατεχόμενα σε ακόμα μεγαλύτερους αριθμούς;
Κάπου εδώ προκύπτει και το ζήτημα του σταθερού επενδυτικού περιβάλλοντος το οποίο δεν αφορά μόνο μεγαλο-επενδυτές αλλά και μικρότερους. Τι μήνυμα θα στείλει η πολιτεία σε όσους, ντόπιους και ξένους, επένδυσαν έστω μερικές δεκάδες χιλιάδες ευρώ για να δημιουργήσουν ένα ακίνητο το οποίο να μπορεί να είναι ανταγωνιστικό και ελκυστικό στην ιδιαίτερα απαιτητική τουριστική αγορά; Θα είναι σαν να λέμε πως επειδή δεν υπάρχουν πλέον πολλά αυτοκίνητα με συμβατικούς κινητήρες, να σταματήσει η παραγωγή υβριδικών και ηλεκτρικών, να αυξηθεί η παραγωγή οχημάτων με συμβατικούς κινητήρες για να πέσουν οι τιμές. Έτσι δεν έρχεται πρόοδος, ούτε επιλύονται προβλήματα.
Και θέτουμε το ερώτημα: Πόσοι σίγουροι είναι όσοι προτείνουν την κατάργηση της βραχυχρόνιας μίσθωσης ότι ο ιδιοκτήτης ενός τέτοιου ακινήτου, ο οποίος ήδη έκανε σημαντική επένδυση σ’ αυτό θα το δώσει για μακροχρόνια ενοικίασης σε χαμηλότερη τιμή; Γιατί να θυσιάσει την επένδυσή του και να κινδυνεύει με περαιτέρω ζημιά από ένα κακό μακροχρόνιο ενοικιαστή; Επιπρόσθετα, ακόμα κι αν περιοριστεί η περίοδος βραχυχρόνιας μίσθωσης σε ένα μήνα τον χρόνο, ποιος μακροχρόνιος ενοικιαστής είναι διατεθειμένος να ξεσπιτωθεί για ένα μήνα ή ακόμα χειρότερα για τρεις μήνες; Που θα πάει; Διακοπές στο εξωτερικό για ένα μήνα σε ακίνητο βραχυχρόνιας μίσθωσης; Υπενθυμίζεται και πάλι πως η συντριπτική πλειοψηφία των ακινήτων βραχυχρόνιας μίσθωσης βρίσκεται σε τουριστικές περιοχές και όχι στα αστικά κέντρα όπου εντοπίζεται το μεγαλύτερο ζήτημα με τις τιμές των ενοικίων.
Η σωστή ρύθμιση και το ενιαίο λειτουργικό περιβάλλον είναι η λύση και όχι οι ακραίες, ατεκμηρίωτες και ανυπόστατες απόψεις. Σίγουρα λύσεις που πάνε ενάντια στις δυνάμεις της αγοράς είναι καταδικασμένες να αποτύχουν.
Του Γιάννη Κοτζιά, Γενικού Διευθυντή της Phaedrus Living