Ζημίες ή οριακή κερδοφορία σε σύγκριση με τα υπερβολικά κέρδη δισ. δολαρίων την εποχή της πανδημίας βλέπουν για το 2024 οι περισσότερες από τις μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες τακτικών γραμμών (liners) που εξυπηρετούν το θαλάσσιο εμπόριο εμπορευματοκιβωτίων. Η αυξημένη προσφορά πλοίων σε συνδυασμό με μία περιορισμένη ζήτηση αγαθών διαμορφώνουν ένα περιβάλλον όχι ιδιαίτερα υγιές για τα αποτελέσματά τους, ενώ οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για πτωτική τάση στους ναύλους φορτίων. Ηδη οι εννέα μεγαλύτεροι liners που ανακοίνωσαν αποτελέσματα για το 2023 κατέγραψαν συνολικά αρνητικό λειτουργικό περιθώριο κέρδους στο -3%, το πρώτο αρνητικό τα τελευταία πέντε χρόνια. Η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει ότι η μείωση των ναύλων κατά τη διάρκεια του έτους ήταν πιο σημαντική για τα αποτελέσματά τους από ό,τι η αύξηση του όγκου των φορτίων.
Το αρνητικό περιθώριο του τελευταίου τριμήνου του 2023 είναι πιο χαμηλό από το 2018 και χαμηλότερο από το -0,2% που ήταν ο μέσος όρος της τελευταίας δεκαετίας πριν από την εμφάνιση της πανδημίας Covid-19.
Από την άλλη πλευρά η ζήτηση πλοίων από πλευράς των ναυτιλιακών εταιρειών παραμένει ισχυρή ως έναν βαθμό λόγω των διαφόρων διαταραχών σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της κρίσης στην Ερυθρά Θάλασσα. Ο αριθμός των ναυλώσεων που συνήφθησαν ήταν αρκετά υψηλός, ιδίως για πλοία μεταφορικής ικανότητας μέχρι 2.000 teu, σημειώνει η Alphaliner, με αποτέλεσμα τη σταθεροποίηση των ναύλων στον τομέα της μίσθωσης πλοίων. Δεν είναι σαφές σε αυτό το στάδιο αν αυτή η σταθεροποίηση των τιμών είναι ένα απλό «plateau» ή πρόκειται για την αρχή μιας αντίδρασης σε μια πιο αβέβαιη αγορά, σημειώνει η Alphaliner.
Πτωτικό κλίμα
Πάντως το κλίμα μεταξύ των εταιρειών liners είναι πτωτικό, με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Maersk Βίνσεντ Κλερκ να δηλώνει ότι οι τρέχουσες τιμές στα φορτία έχουν πέσει σε «μη βιώσιμα επίπεδα», ενώ η Hapag-Lloyd δήλωσε ότι θα εργαστεί για τη μείωση του κόστους το 2024, εν μέσω της πτώσης των οικονομικών αποτελεσμάτων της. Επιβεβαιώνοντας το σημερινό ζοφερό περιβάλλον στην πλευρά των εμπορευματικών μεταφορών, ο δείκτης ναύλων της Σαγκάης (SCFI) μειώθηκε και πάλι σημαντικά την προηγούμενη Παρασκευή και πέφτει συνεχώς τις τελευταίες πέντε εβδομάδες μετά την έξαρση που κατέγραψε στο τέλος του 2023 και τις πρώτες εβδομάδες του 2024 λόγω των διαταραχών στην Ερυθρά Θάλασσα. Ολες τις διαδρομές Ανατολής – Δύσης και πολλές διαδρομές Βορρά – Νότου παρουσιάζουν πλέον αρνητικές τάσεις.
Παράλληλα η πρόσφατη επιβράδυνση των παραδόσεων νεότευκτων πλοίων δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός ότι από τώρα μέχρι και το τέλος του έτους περισσότερα από 395 νεότευκτα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, συνολικής μεταφορικής ικανότητας περίπου 2,6 εκατ. teu, αναμένεται να παραδοθούν. Ο τρόπος με τον οποίο η αγορά θα αντιμετωπίσει αυτή την ένεση χωρητικότητας μένει να φανεί, αλλά η «ευλογία» της Ερυθράς Θάλασσας, η αυξημένη δηλαδή ζήτηση πλοίων λόγω της παράκαμψης της Ερυθράς ενδέχεται να μην είναι αρκετή για τους πλοιοκτήτες ώστε να αντιμετωπίσουν την πλεονάζουσα χωρητικότητα που θα γίνεται όλο και πιο αισθητή καθώς προχωράμε στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, αναφέρει η Alphaliner.
Προοπτικές
Οσον αφορά τα αποτελέσματα των μεγαλύτερων ναυτιλιακών τακτικών γραμμών η Alphaliner σημειώνει ακόμη ότι παρά την πτώση του λειτουργικού κέρδους στο τέταρτο τρίμηνο για το σύνολο του έτους διατηρήθηκαν σε θετικό έδαφος στο +4%. Ωστόσο η μία μετά την άλλη εταιρείες αρχίζουν να ανακοινώνουν εκτιμήσεις για χειρότερα αποτελέσματα για το τρέχον έτος. Η Maersk δημοσίευσε τις χειρότερες προοπτικές για το τρέχον έτος, επιβεβαιώνοντας ότι είναι απίθανο να βγάλει κέρδη και θα μπορούσε να δημιουργήσει λειτουργικές ζημίες έως και 5 δισ. δολ. το 2024. Το εύρος των προβλέψεων παραμένει ευρύ όσο συνεχίζεται η κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα και τα προβλήματα στη Διώρυγα του Παναμά. Ο διευθύνων σύμβουλος της Hapag-Lloyd, Rolf Habben Jansen, δήλωσε ότι η εταιρεία του αναμένει επί του παρόντος μια ομαλοποίηση της ναυτιλιακής κρίσης στην Ερυθρά Θάλασσα κάποια στιγμή μεταξύ του τέλους του δεύτερου και του τέλους του τρίτου τριμήνου, δεδομένης της στρατηγικής σημασίας της πλωτής οδού, αν και αναγνώρισε ότι «κανείς δεν ξέρει πραγματικά».