Η κυπριακή οικονομία βίωσε μια πολυτάραχη πορεία την τελευταία δεκαετία, περνώντας από περιόδους σοβαρών προκλήσεων σε αξιοσημείωτες επιτυχίες. Από την τραπεζική κρίση του 2013 έως την τρέχουσα αναβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας σε «Α-» από τους οίκους αξιολόγησης, η Κύπρος κατόρθωσε να ανακάμψει, αναδιαρθρώνοντας τις δομές της και εδραιώνοντας τη θέση της ως μια ανθεκτική οικονομία στην ευρωζώνη.
Η κρίση του 2013 και οι επιπτώσεις
Το 2013 σηματοδότησε την αρχή μιας κρίσιμης περιόδου για τηνκυπριακή οικονομία, όταν η τραπεζική κρίση οδήγησε σε απώλειες καταθέσεων, κλείσιμο τραπεζών και ανάγκη διάσωσης από την Τρόικα (ΕΕ, ΔΝΤ, ΕΚΤ). Το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής περιλάμβανε αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, μεταρρυθμίσεις και αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα. Η ανεργία άγγιξε το 16%, ενώ η ύφεση έφτασε το -6,4% το 2013.
Παρά τις δυσκολίες, η Κύπρος εξήλθε από το μνημόνιο το 2016, έχοντας εκπληρώσει τις περισσότερες υποχρεώσεις της, συμπεριλαμβανομένης της ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών και της δημοσιονομικής σταθεροποίησης. Η επιστροφή στις αγορές πραγματοποιήθηκε το 2015, σηματοδοτώντας την αρχή της ανάκαμψης.
Ανάκαμψη και ανάπτυξη
Από το 2016 και έπειτα, η κυπριακή οικονομία παρουσίασε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά μέσο όρο 3,5%-4% ετησίως. Το τουριστικό προϊόν, η ναυτιλία και οι ξένες επενδύσεις αποτέλεσαν τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης. Παράλληλα, το πρόγραμμα «χρυσών διαβατηρίων» προσέλκυσε σημαντικά κεφάλαια, αν και συνοδεύτηκε από αμφιλεγόμενη φήμη.
Η μείωση του δημόσιου χρέους αποτέλεσε βασική προτεραιότητα, με την Κύπρο να μειώνει το χρέος της από 104% του ΑΕΠ το 2014 σε 89% το 2019, ενώ τα δημοσιονομικά πλεονάσματα ενίσχυσαν τη σταθερότητα.
Η πανδημία του COVID-19
Η κρίση της πανδημίας το 2020 έφερε προσωρινή ανατροπή στην ανοδική πορεία, με το ΑΕΠ να σημειώνει ύφεση 5,2%. Η τουριστική βιομηχανία επλήγη σοβαρά, ενώ η ανεργία αυξήθηκε εκ νέου. Η κυβέρνηση ανταποκρίθηκε με στοχευμένα μέτρα στήριξης, διοχετεύοντας 1,2 δισ. ευρώ σε επιχειρήσεις και εργαζομένους, περιορίζοντας τις μακροπρόθεσμες συνέπειες.
Η ανάκαμψη υπήρξε ταχεία, με την οικονομία να επανέρχεται σε ρυθμούς ανάπτυξης το 2021, φτάνοντας το 5,6%. Παράλληλα, το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που χρηματοδοτείται από την ΕΕ, έθεσε τα θεμέλια για τη μελλοντική πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της χώρας.
Οι πρόσφατες αξιολογήσεις της κυπριακής οικονομίας από διεθνείς οίκους αξιολόγησης
Η κυπριακή οικονομία συνεχίζει να κερδίζει την εμπιστοσύνη των διεθνών οίκων αξιολόγησης, όπως αποδεικνύεται από τις πρόσφατες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής της ικανότητας. Τον Δεκέμβριο του 2024, ο οίκος «Standard & Poor’s» αναβάθμισε την Κύπρο στην κατηγορία «A-» με σταθερή προοπτική (Stable Outlook), αναγνωρίζοντας τη δυναμική της οικονομίας, τη μείωση του δημόσιου χρέους και την ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος. Πρόκειται για μια σημαντική αναγνώριση που αποδίδεται στον ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης, τα δημοσιονομικά πλεονάσματα και τις στοχευμένες πολιτικές.
Νωρίτερα, το 2023, οι «Moody’s» και «Fitch Ratings» είχαν επίσης εκφράσει θετική στάση απέναντι στην κυπριακή οικονομία. Ο οίκος «Moody’s» αναβάθμισε σε Α3, επικεντρώνοντας στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και την ανθεκτικότητα στις γεωπολιτικές προκλήσεις. Παράλληλα, ο «Fitch» ανέβασε την αξιολόγηση σε «Α-», εστιάζοντας στη συνεχιζόμενη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών και στην υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι αναβαθμίσεις αυτές ενισχύουν τη φήμη της Κύπρου στις διεθνείς αγορές, μειώνουν το κόστος δανεισμού και ενισχύουν την προσέλκυση επενδύσεων, ενώ επιβεβαιώνουν την επιτυχία της οικονομικής πολιτικής της χώρας, παρά τις γεωπολιτικές και πληθωριστικές προκλήσεις.
Καλέσαμε τρεις ειδικούς να καταθέσουν τις δικές τους απόψεις όσον άφορα το σχεδιασμό της επόμενης μέρας της κυπριακής οικονομίας και στο τι θα πρέπει να προσέξουμε ώστε να αποφύγουμε τις όποιες συμπληγάδες εμφανιστούν στο ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον της ευρύτερης γειτονιάς μας.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΕΡΣΙΑΝΗΣ – ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΕΧΟΥΝ ΛΥΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΟΛΜΗ
Τα τελευταία δύο χρόνια έχουν αποδείξει πως τα γνωστά κλισέ που λέγονται για την κυπριακή οικονομία είναι πράγματι ορθά. Η οικονομία μας είναι ανθεκτική, έχει υψηλή προσαρμοστικότητα και διαθέτει υψηλές αντοχές σε σοκ, ενδογενή και εξωτερικά. Είναι επίσης δικαιολογημένη η εκτίμηση πως, ενώ οι διεθνείς αναταραχές, ακόμα και στη γειτονιά μας, αποτελούν σημαντικό κίνδυνο για την οικονομία, την ίδια ώρα βρίσκουμε τρόπους να εξασφαλίσουμε μακροοικονομικό όφελος από τις εξελίξεις.
Η διαχείριση των δημοσίων οικονομικών παραμένει σε συνετή τροχιά, ενώ τα κρατικά έσοδα συνεχίζουν να αυξάνονται- σε βαθμό μάλιστα που αψηφούν τους αναλυτές, περιλαμβανομένου και του ΔΣΚ, οι οποίοι δεν έχουν ακόμα καταφέρει να φτάσουν σε μία, καθολική και ολοκληρωμένη εξήγηση για τη βαθύτερη πηγή των εν λόγω αυξήσεων.
Ο συνδυασμός ανθεκτικής και εύκολα προσαρμόσιμης οικονομίας αφενός, και αφετέρου μιας συνετής και προσεκτικής διαχείρισης των δημοσίων οικονομικών, έχουν καταστήσει τις αναβαθμίσεις αναπόφευκτες. Η προοδευτική στάση της οικονομίας, η οποία παίρνει ρίσκα και προτιμά τα «ανοίγματα», με την αντίθετα συντηρητική στάση στα δημόσια οικονομικά, αποτελούν ισχυρό συνδυασμό για ανάπτυξη και σταθερότητα.
Την ίδια ώρα, όμως, η εκτίμηση για την πορεία της οικονομίας μας δεν μπορεί να περιοριστεί στις εκ του μακρόθεν εκτιμήσεις. Πέρα από τις εξωτερικές πιέσεις, στις τιμές των πρώτων υλών, στον πιθανό περιορισμό του εμπορίου, σε μια γενικευμένη ευρωπαϊκή αναιμία και στη συνολική ζήτηση, υφίστανται και επιπλέον λόγοι ανησυχίας.
Τα δύο σημαντικά επεισόδια των τελευταίων ετών -η πανδημία και η ρωσική εισβολή στη Ρωσία, μαζί με το πληθωριστικό επεισόδιο που προκάλεσαν- πυροδότησαν μια οικονομική κρίση, η οποία, λόγω ακριβώς της προσαρμοστικότητας της κυπριακής οικονομίας, δεν αναγνωρίστηκε ως «κρίση». Και, όπως όλες οι κρίσεις, έχει αφήσει κατάλοιπα.
Πρώτο, έχει φυσιολογικά ενισχύσει τις ανισότητες στην κοινωνία, όχι μόνο ανάμεσα στους πολίτες, αλλά και ανάμεσα στις επιχειρήσεις, με τις μικρομεσαίες να χάνουν δυναμική, την οποία αναπληρώνουν με την δική τους ενίσχυση οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις της οικονομίας μας.
Δεύτερο, έχει ενισχύσει την απόσταση μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Αφενός η απόσταση είναι μισθολογική, αφετέρου είναι και τεχνολογική, με τον ιδιωτικό τομέα να κάνει άλματα, έναντι μιας ανησυχητικής στασιμότητας στην κρατική μηχανή. Η απόσταση αυτή προκαλεί ένταση, καθώς η κρατική μηχανή όλο και περισσότερο αδυνατεί να παρακολουθήσει την τεχνολογική αναβάθμιση της κοινωνίας και της οικονομίας.
Τρίτο, μια σειρά από διαρθρωτικά προβλήματα, τα οποία δεν είναι επείγοντα αλλά είναι σοβαρά, έχουν αφεθεί να σοβούν χωρίς ανταπόκριση και σιγά-σιγά αρχίζουν να ωριμάζουν. Η καθυστέρηση και η «απουσία φιλοδοξίας» (κατά την Κομισιόν) για την ανταπόκριση της Κύπρου στις κλιματικές προκλήσεις, μεταφράζεται σε μεγάλου κόστους αναβάθμιση των υποδομών τα επόμενα χρόνια. Τα αναλογιστικά ελλείμματα στα ταμεία προνοίας έχουν αφεθεί να μεγαλώνουν και πλέον έχουν αρχίσει οι αφυπηρετήσεις, απομακρύνοντας έτσι το χαλί κάτω από το οποίο ήταν κρυμμένες. Η εξάρτηση της κεντρικής κυβέρνησης από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τη χρηματοδότησή της, έχει ενθαρρύνει αναποτελεσματικές δομές δαπανών. Και, γενικότερα, η αναποτελεσματικότητα της κρατικής μηχανής θεωρήθηκε για χρόνια δεδομένη και αναπόφευκτη, με αποτέλεσμα σήμερα να έχει φτάσει σε δυσβάστακτα επίπεδα, όπως φαίνεται, για παράδειγμα, μέσα από τις κατά συρροή αποτυχίες μεγάλων έργων.
Τα προβλήματα έχουν λύσεις, οι οποίες, όμως, απαιτούν πολιτική διάθεση και πολιτική τόλμη. Η ψηφιακή πολιτική του κράτους δεν μπορεί να παραμένει περιορισμένη στα σημεία που είναι ορατά στον πολίτη και η ίδια η κρατική μηχανή θα πρέπει να αποτελέσει κατεπείγον στόχο ψηφιοποίησης. Τα έργα υποδομών θα πρέπει να τύχουν ριζικής αναθεώρησης, απευθυνόμενα στις ανάγκες και υποχρεώσεις μας έναντι του κλιματικού κινδύνου.
Οι κοινωνικές δαπάνες, των οποίων η αποτελεσματικότητα υποχώρησε εντυπωσιακά τα τελευταία δύο χρόνια, θα πρέπει να ξανασχεδιαστούν και μονάδα μέτρησης της επιτυχίας της κοινωνικής πολιτικής δεν μπορεί πλέον να είναι «πόσα έδωσε το κράτος», αλλά το κοινωνικό αποτύπωμα των δαπανών. Στα άλλα προβλήματα υπάρχουν επίσης σοβαρές και ολοκληρωμένες προτάσεις.
Στο παρόν στάδιο τα κοινωνικής φύσης προβλήματα της οικονομίας, είναι επείγοντα. Για τα άλλα, όμως, έχουμε ακόμα χρόνο και, αν αρχίσουμε την αντιμετώπιση άμεσα, οι λύσεις δεν είναι ανάγκη να είναι κοινωνικά και οικονομικά οδυνηρές. Αντίθετα, όμως, να καθυστερήσουμε, θα έχουμε μπροστά μας δύσκολες αποφάσεις -πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ – ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
ΙΔΟΥ ΟΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ, ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ
Η οικονομική ιστορία μάς έχει διδάξει ότι τα πλείστα και πιο καταστροφικά δημοσιονομικά και επενδυτικά λάθη γίνονται στις καλές περιόδους. Αυτό αφορά στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως και στα νοικοκυριά. Το γιατί, μπορούμε να το αντιληφθούμε όλοι. Τα πλεονάσματα, τα αυξημένα κέρδη και εισοδήματα, δημιουργούν τη δυνατότητα και σημαντικότερα προκαλούν ένα αίσθημα ευφορίας και σιγουριάς, που μειώνει τις αντιστάσεις και αυξάνει τις απαιτήσεις. Το ζήσαμε και στο πρόσφατο παρελθόν.
Κανένας δεν αναμένει ότι στις καλές περιόδους, όπως αυτή που διανύουμε, θα υπάρξει απόλυτη εγκράτεια. Αντίθετα, οι καλές περίοδοι προσφέρονται για μεταρρυθμίσεις, για την υλοποίηση των οποίων πολλές φορές απαιτούνται επενδύσεις και δαπάνες. Η πρόκληση, λοιπόν, είναι πως εντοπίζουμε και πως προλαβαίνουμε τέτοια λάθη.
Για την πρόληψη των δημοσιονομικών λαθών υπεύθυνοι είναι άλλοι θεσμοί όπως το Δημοσιονομικό Συμβούλιο. Πώς λοιπόν εντοπίζουμε και επικεντρωνόμαστε στις μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της Κύπρου και την παραγωγική της ικανότητα;
Αυτού του τύπου ερωτήσεις προκαλούν μια αχρείαστη και το πιο πιθανόν ζημιογόνα πίεση σε αυτούς που λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις. Ο λόγος γιατί, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι αναμένουν από θεσμούς, όπως το Υπουργείο Οικονομικών, την Κεντρική Τράπεζα ακόμη και από το Συμβούλιο Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας να καθορίσουν το μέλλον της οικονομίας σε μίκρο και όχι μάκρο επίπεδο.
Δεν είναι ανάμεσα στους ρόλους εντολής των πιο πάνω θεσμών να «ανακαλύψουν» και να καθορίσουν τα προϊόντα κα τις υπηρεσίες που θα έχουν μέλλον π.χ. σε εργοστάσια ηλεκτρικών αυτοκινήτων και να κατευθύνουν πόρους σε αυτά. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να τους απασχολεί ή και να μην επηρεάζει τις αποφάσεις τους.
Το μέλλον μιας οικονομίας, ειδικότερα σε μια ανοικτή, φιλελεύθερη οικονομία που δραστηριοποιείται σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, καθορίζεται περισσότερο από τους πολίτες (επιχειρηματίες / επαγγελματίες/ χρηματοδότες/ επενδυτές) και λιγότερο από τους θεσμούς.
Όμως το κράτος και οι θεσμοί έχουν να λάβουν υπόψη τους και άλλους σημαντικούς παράγοντες και προτεραιότητες, πέραν της προσωρινής μεγιστοποίησης της παραγωγής. Παράγοντες που πολλές φορές είναι πολύ πιο σημαντικοί, όπως το περιβάλλον, η πιο ισότιμη και δικαιότερη κατανομή του πλούτου, οι επιπτώσεις στις επόμενες γενιές, οι εξωτερικές πολιτικές ισορροπίες, θέματα ασφάλειας, υγείας και δικαιοσύνης κ.α.
Ο ρόλος λοιπόν του κράτους είναι να καθορίζει αυτές τις προτεραιότητες και να φιλτράρει, ακόμη και να κατευθύνει σε κάποιο βαθμό, τις επιχειρηματικές αποφάσεις. Να δημιουργεί δηλαδή ένα φιλικό περιβάλλον για τους τομείς της οικονομίας που συνάδουν με τις δικές του προτεραιότητες. Με αυτόν τον γνώμονα, σε συνδυασμό με τις δυνατότητες που έχουν δημιουργηθεί, συμπεριλαμβανόμενων των αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής ικανότητας της Κύπρου και των σχεδίων στήριξης σε ευρωπαϊκών επίπεδο, η Κύπρος έχει όχι την ευκαιρία, αλλά την ευθύνη να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις. Μεταρρυθμίσεις που θα της δώσουν μια δυναμική και μαζί θα βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο του συνόλου του πληθυσμού, συμπεριλαμβανόμενων των επόμενων γενιών.
Λίγο πολύ όλοι γνωρίζουν τι πρέπει να γίνει. Κανένας δεν έχει ψευδαισθήσεις ότι όλες οι μεταρρυθμίσεις μπορούν να γίνουν άμεσα και ταυτόχρονα. Είναι σημαντικό, σε πρώτο στάδιο το κράτος να επικεντρωθεί σε αυτές που είναι εφικτές και άμεσα εφαρμόσιμες. Με αυτόν τον τρόπο το κράτος και γενικότερα οι πολιτικοί, θα κερδίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών και όταν έρθει η ώρα για πιο «δύσκολες» μεταρρυθμίσεις, αυτές θα περάσουν πιο εύκολα.
Η πιο πάνω προσέγγιση κρίθηκε και από το Συμβούλιο Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας ως η πιο κατάλληλη. Γι’ αυτό μέσα στις προτεραιότητες του είναι άμεσα, και σε συνεννόηση με άλλους θεσμούς και τμήματα της κρατικής μηχανής και οργανώσεις του ιδιωτικού τομέα, να προχωρήσει στον εντοπισμό και στην κατάταξη των μεταρρυθμίσεων και να επιλέξει τις πιο άμεσα υλοποιήσιμες και με τη σημαντικότερη επίπτωση στην οικονομία.
Αν επιτευχθεί αυτό και αρθούν τα ταμπού κατά των μεταρρυθμίσεων, τότε αναμφίβολα η Κύπρος θα μπορεί να προσβλέπει σε ένα πολύ καλύτερο μέλλον για τους πολίτες της.
ΜΑΡΙΟΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ – ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ, ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΒΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ
Η Κύπρος τα τελευταία χρόνια πέρασε από σειρά κρίσεων αφού η Κυβέρνηση είχε αρχίσει (γύρω στο 2012) να χάνει την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές χρήματος, μετά (2013) ακολούθησε η Τραπεζική κρίση με το κλείσιμο μιας συστημικής τράπεζας και το κούρεμα καταθέσεων σε άλλη, ενώ αργότερα (2018) έκλεισε και η Συνεργατική Τράπεζα….
Στην περίοδο έκτοτε, η Κύπρος επανάκτησε, σιγά σιγά, την εμπιστοσύνη των αγορών, ενώ πρόσφατα κατατάχθηκε και στο πρώτο σκαλί της Επενδυτικής Βαθμίδας. Δεν θα ασχοληθώ με την ιστορία αλλά με τα επόμενα βήματα που πρέπει να κάνουμε, σαν πολιτεία, στην οικονομική μας πολιτική μας….
1. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι σημαντικό ρολό για τα καλά δημοσιονομικά αποτελέσματα που είχαμε, ιδίως τα τελευταία χρόνια, ήταν αποτέλεσμα του ότι αρκετές αναπτυξιακές δαπάνες του κράτους δεν έγιναν, λόγω καθυστερήσεων/αδυναμίας των αναδόχων να εκτελέσουν τις υποχρεώσεις τους. Οι καθυστερήσεις αυτές δεν είναι χωρίς κόστος στην οικονομία. Ιδίως καθώς κάποιες μεγάλες επενδύσεις (π.χ. Τερματικό Υγροποίησης) έχουν τεράστιο κόστος για την οικονομία και, ως εκ τούτου, πρέπει να παρακολουθούνται πολύ πιο στενά.
2. Συναφής είναι και η παρατήρηση ότι έχουμε υστερήσει σε πράσινες επενδύσεις στο δημόσιο. Δηλαδή, τα καλά μας δημοσιονομικά αποτελέσματα οφείλονται και σε χαμηλές επενδύσεις τέτοιου είδους.
3. Έχουμε εστιάσει την προσοχή μας στην προσέλκυση ξένων εταιριών για τα θετικά αποτελέσματα που τέτοια πολιτική έχει στο ΑΕΠ και τον ρυθμό αύξησης του. Οι ξένες εταιρίες μεγεθύνουν το ΑΕΠ αλλά έχουν και άλλες επιπτώσεις στην οικονομία, πχ ψηλά ενοίκια σε κάποιες πόλεις, που δυσχεραίνουν τους ντόπιους στην εξεύρεση στέγης…
4. Το είδος των ξένων επενδύσεων που πρέπει να επιδιώκουμε να προσελκύσουμε δεν θα πρέπει εξαρτάται μόνο σε χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές και να βασίζεται στο ότι είναι καλό για την οικονομία γενικά και να αλλά και σε άλλους παράγοντες πχ εργοδότηση ντόπιου (ή προσωπικού από την Ευρωπαϊκή Ένωση) , μεταφορά τεχνογνωσίας, επίδραση στο περιβάλλον, ανάγκες της οικονομίας (πχ αποθήκευση ενέργειας), κλπ.
5. Ένα στοιχείο που πρέπει να ενδιατρίψουμε είναι το θέμα της κατανομής του εθνικού εισοδήματος, ώστε να μην έχουμε δυο κατηγορίες πολιτών – πολύ πλούσιοι και πολύ φτωχοί- και να χάσουμε έτσι την κοινωνική μας συνοχή. Συνυφασμένη με αυτό είναι η ύπαρξη κοινωνικής πολιτικής, ώστε η ανάπτυξη να επηρεάζει θετικά όσο το δυνατόν περισσότερες μερίδες του πληθυσμού – πχ. ποιοτική παιδεία, ίσες ευκαιρίες στην εργοδότηση (δηλαδή ΟΧΙ στο ρουσφέτι και στα «μέσα» για εργοδότηση στο δημόσιο), πολιτική για ανάπτυξη σε όλες τις επαρχίες, στις ορεινές περιοχές κλπ.
6. Αλλαγές στη Δημόσια Υπηρεσία (και τη γραφειοκρατία που την κυβερνά) που ευνοούν την ανάπτυξη του ρουσφετιού, και αποθαρρύνουν επενδυτές που δεν ξέρουν να λειτουργούν σε τέτοιο περιβάλλον, να έρθουν στην Κύπρο.
7. Συναφές είναι και η εισαγωγή νέων τεχνολογιών στο δημόσιο, καθώς και διαδικασίες για πρόσβαση σε τέτοιες υπηρεσίες για άτομα που δεν είναι εξοικειωμένα με την τεχνολογία.
8. Αλλαγές στην Δικαιοσύνη, ώστε να μειωθεί δραστικά ο χρόνος επίλυσης αστικών διαφορών και όχι 8-10 χρόνια που παίρνει τώρα, και απωθεί σοβαρούς επενδυτές από την δραστηριοποίηση στην Κύπρο. Επίσης, σημαντική θα πρέπει να είναι και η επικαιροποίηση αρκετών νομοθεσιών, ώστε να καλύπτουν αλλαγές στη κοινωνία, τον τρόπο εργασίας κλπ.
9. Η Φορολογική Μεταρρύθμιση έχει ήδη ανακοινωθεί και αναμένεται η μελέτη που γίνεται από Κέντρο Ερευνών του Πανεπιστήμιου Κύπρου. Το τι μπορούμε να πούμε σε αυτή τη φάση είναι ότι οι οποιεσδήποτε αποφάσεις μετά την δημοσίευση θα πρέπει να ληφθούν σύντομα διότι η φορολογική αβεβαιότητα δεν βοηθά την οικονομία
10. Αλλαγές στον Τομέα Ασφαλειών με την καθιέρωση ανεξάρτητης εποπτικής αρχής (εκκρεμεί από τον καιρό της Τρόικας!), και την εισαγωγή του τρίτου πυλώνα στα συνταξιοδοτικά ωφελήματα όπου οι συντάξεις του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων αποτελούν την βασική σύνταξη και οι ιδιωτικές συντάξεις (του τρίτου πυλώνα) ένα επιπρόσθετο ποσό.
11. Τέλος, η Κύπρος πρέπει να αρχίσει σοβαρή προσπάθεια να απαλλαγεί από την εικόνα που δημιούργησε με τα σκάνδαλα με τα διαβατήρια όπου οι επενδυτές αποκτούσαν Κυπριακή υπηκοότητα εάν επένδυαν στην Κύπρο για 5 χρόνια, χωρίς μεγάλο έλεγχο στην προέλευση των χρημάτων και το ποιόν των επενδυτών.
ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ INSIDER
Πηγή: philenews.com