Ο κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας κατέρρευσε την ίδια μέρα που ο Ντόναλντ Τραμπ επανεξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ. Με μια πρώτη ματιά, η όξυνση της πολιτικής κρίσης έρχεται στη χειρότερη δυνατή στιγμή, ως αποκορύφωμα μιας ιδιαίτερα ταραχώδους περιόδου. Μήπως όμως ένα τόσο μεγάλο σοκ είναι τελικά αυτό που χρειάζεται η Γερμανία για να ξεφύγει από τη στασιμότητα;
Ας πάρουμε όμως τα (πρόσφατα) γεγονότα με τη σειρά. Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς απέπεμψε το βράδυ της Τετάρτης τον Υπουργό Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, φανερώνοντας πως το ρήγμα εντός της κυβέρνησης είναι εξαιρετικά βαθύ. Την ίδια ώρα, αποδείχθηκε πως οι όποιες προσπάθειες για την ανάκαμψη της δοκιμαζόμενης οικονομίας της χώρας έχουν βρεθεί σε αδιέξοδο. Αν και συνήθως συγκρατημένος στον δημόσιο λόγο του, ο Σολτς δε δίστασε να πει πως έχει χάσει την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπο του Λίντνερ, εξαπολύοντας δριμεία επίθεση εναντίον του χαρακτηρίζοντας τον “μικροπρεπή” και “εγωιστή”.
Ο Λίντνερ από την πλευρά του κατηγόρησε τον ομοσπονδιακό καγκελάριο ότι δεν “έχει τη δύναμη” να δώσει στη χώρα την ώθηση που χρειάζεται για μια “νέα αρχή”. Υποστήριξε ότι οι ιδέες του Σολτς είναι “ρηχές, χωρίς φιλοδοξία και δεν συμβάλλουν στην υπέρβαση της θεμελιώδους έλλειψης ανάπτυξης” στη Γερμανία.
Τα σκληρά λόγια εκατέρωθεν επισφράγισαν την οριστική ρήξη των – εδώ και μήνες επιδεινούμενων – σχέσεων εντός της κυβερνητικής συμμαχίας. Από τον Δεκέμβριο του 2021 άλλωστε, όταν και σχηματίστηκε, η μακροβιότητα της τριμερούς συμμαχίας ανάμεσα στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), τους Πράσινους και το φιλελεύθερο κόμμα του Λίντνερ (FDP) αποτελούσε ένα πολιτικό “στοίχημα”. Ποτέ δεν είχε δοκιμαστεί κάτι παρόμοιο σε εθνικό επίπεδο, με τους τρεις εταίρους ωστόσο να συντάσσονται γύρω από έναν κοινό στόχο, βροντοφωνάζοντας “Τολμήστε περισσότερη πρόοδο”.
Μετά από 16 χρόνια υπό την ηγεσία της Άνγκελα Μέρκελ, το κυβερνητικό πρόγραμμά που παρουσιάστηκε υποσχόταν ψηφιοποίηση, επενδύσεις και νέα δυναμική στην εξωτερική πολιτική. Αυτά ήταν τα κύρια θέματα στα οποία και τα τρία κόμματα έβρισκαν κοινό έδαφος, όπως συνέβαινε και με την πλειονότητα των Γερμανών πολιτών. Χαρακτηριστικό είναι πως μια δημοσκόπηση που διεξήχθη την περίοδο που ο Όλαφ Σολτς αναλάμβανε την καγκελαρία έδειχνε πως τα τρία τέταρτα των ερωτηθέντων εξέφραζαν θετική άποψη και προέβλεπαν μια επιτυχημένη θητεία.
Παρ’ όλα αυτά,ο εκσυγχρονισμός που ο συνασπισμός ευαγγελιζόταν βρήκε πολύ σύντομα τοίχο λόγω των ιδεολογικών διαφορών. Το φιλελεύθερο κόμμα του Λίντνερ οραματιζόταν ένα νέο οικονομικό μοντέλο. Οι Πράσινοι ζητούσαν υψηλές επιδοτήσεις για την επίτευξη μηδενικής εκπομπής άνθρακα, ενώ το SPD αντιμετώπιζε εσωτερικές διενέξεις για το πόσο αριστερό έπρεπε να είναι. Το ζήτημα του μεταναστευτικού, ο πόλεμος στην Ουκρανία και άλλες προκλήσεις δυσχέραιναν επίσης το έργο του συνασπισμού, φέρνοντας συχνότερα στην επιφάνεια τις θεμελιώδεις διαφορές τους.
Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα τις συνεχείς συγκρούσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης και γενικότερη στασιμότητα. Σήμερα, μόνο το 14% του γερμανικού λαού δηλώνει ικανοποιημένο από την κυβέρνηση Σολτς. Και σα να μην έφτανε αυτό, πρόσφατες δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι τα τρία κυβερνητικά κόμματα θα συγκέντρωναν λιγότερο από το ένα τρίτο των ψήφων συνολικά αν διεξάγονταν τώρα εκλογές.
Αναπόφευκτα, οι Γερμανοί είναι απογοητευμένοι από μια κυβέρνηση που δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις, ενώ οι ενδείξεις από το μέτωπο τις οικονομίας είναι ολοένα και πιο δυσοίωνες. Ο κλάδος της αυτοκινητοβιομηχανίας, κινητήριος μοχλός της ανάπτυξης για τη χώρα διανύει ίσως τη χειρότερη περίοδο της ιστορίας του. Ο κολοσσός αυτοκινήτων Volkswagen βρίσκεται για πρώτη φορά πολύ κοντά στο να κλείσει εργοστάσια στη Γερμανία, ενώ η BMW ανακοίνωσε ότι το περιθώριο κέρδους της έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τεσσάρων ετών.
Όπως επισημαίνει σε ανάλυση της η Rabobank Group, η χώρα βρίσκεται σε ύφεση χωρίς “σαφή καταλύτη για ανάκαμψη”. Απαισιόδοξη είναι και η φθινοπωρινή πρόβλεψη του Ινστιτούτου IFO, που κάνει λόγο για κρίση του οικονομικού μοντέλου της Γερμανίας. Οι Γερμανοί πολίτες έχουν βάσιμους λόγους να ανησυχούν, ενώ τοποθετούν ψηλά στη λίστα των προβλημάτων το ολοένα και αυξανόμενο κόστος ζωής – εκεί δηλαδή όπου η κυβερνητική συμμαχία απέτυχε να συμφωνήσει σε μια κοινή γραμμή, πόσο μάλλον να δώσει λύσεις.
Ο Λίντνερ προτιμά μια προσέγγισηυπέρ της αγοράς. Την περασμένη εβδομάδα, διέρρευσε ένα έγγραφο στο οποίο προτείνει μείωση φόρων, περιορισμό της κοινωνικής πρόνοιας και χαλάρωση των περιβαλλοντικών κανονισμών. Ο “Πράσινος” Υπουργός Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, κατηγόρησε τον Λίντνερ ότι “υπονομεύει την προστασία του περιβάλλοντος και την κοινωνική δικαιοσύνη”.
Την προηγούμενη Τρίτη ο Όλαφ Σολτς πραγματοποίησε μία κρίσιμη “βιομηχανική σύνοδο” εν τη απουσία των δύο προαναφερθέντων κορυφαίων υπουργών της κυβέρνησης του. Σχεδίαζε μάλιστα να την επαναλάβει, χωρίς πάλι να τους απευθύνει πρόσκληση. Όλα αυτά δείχνουν πως οι τρεις άνδρες είχαν εγκαταλείψει τις προσπάθειες να αποκρύψουν τις μεταξύ τους ρήξεις πολύ πριν την αποπομπή του Λίντνερ.
Παρά τα εμφανή σημάδια, η ραγδαία κλιμάκωση της Τετάρτης ξάφνιασε πολλούς. Με την αποχώρηση των Φιλελεύθερων, το SPD και οι Πράσινοι σχεδιάζουν να συνεχίσουν ως κυβέρνηση μειοψηφίας μέχρι ο Σολτς να προχωρήσει σε ψήφο εμπιστοσύνης στις 15 Ιανουαρίου. Αν την χάσει, οι εκλογές θα γίνουν τον Μάρτιο, αντί για τον Σεπτέμβριο όπως είχε προγραμματιστεί.
Όποτε κι αν αυτές διεξαχθούν, μοιάζει σχεδόν βέβαιο πως θα υπάρξουν ριζικές πολιτικές αλλαγές. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, οι νέες εκλογές ίσως εκτοπίσουν το FDP του Λίντνερ εκτός κοινοβουλίου. Οι Πράσινοι μπορεί να καταλήξουν στην αντιπολίτευση με μόλις 10% των ψήφων. Ο ίδιος ο Σολτς θα έχει λίγο χρόνο στη διάθεση του προκειμένου να αντιστρέψει την κατάσταση και να αποφύγει να γίνει ο πρώτος καγκελάριος της Γερμανίας χωρίς δεύτερη θητεία από τη δεκαετία του 1960. Η συντηρητική συμμαχία CDU/CSU υπό τον Φρίντριχ Μερτς προβάλλει ως φαβορί, αλλά θεωρείται αμφίβολο αν θα καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση.
Κι αν η πολιτική κρίση τρομάζει από μόνη της, το timing έρχεται να γιγαντώσει τον φόβο. Οι αλλαγές στις ΗΠΑ και η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο θέτουν μεγάλα ερωτήματα για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και την πορεία του πολέμου στην Ουκρανία. Την ίδια ώρα, η αυξανόμενη δύναμη των αντισυστημικών κομμάτων στη Γερμανία αποτελούν μια υπαρκτή απειλή. Η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) κέρδισε σχεδόν το ένα τρίτο των ψήφων σε εκλογές σε τρία κρατίδια της ανατολικής Γερμανίας τον Σεπτέμβριο. Το αριστερό, συντηρητικό και φιλορωσικό κόμμα Bündnis Sahra Wagenknecht (BSW) κέρδισε αρκετές ψήφους ώστε να γίνει “αναγκαίος” συνεργάτης σε 3 από τα 16 κρατίδια της Γερμανίας μέχρι στιγμής.
Και τα δύο αυτά κόμματα αναμένεται να καταγράψουν κέρδη στις επόμενες εκλογές, με το AfD να βρίσκεται επί του παρόντος στη δεύτερη θέση, μπροστά από τα τρία κυβερνητικά κόμματα. Σχεδόν ο μισός πληθυσμός φοβάται τον πολιτικό εξτρεμισμό, σύμφωνα με μια μελέτη. Από την άλλη, λίγοι ψηφοφόροι εμπιστεύονται ότι τα παραδοσιακά κόμματα μπορούν τελικά να φέρουν την πολυπόθητη αλλαγή. Λιγότερο από το ένα τέταρτο των ερωτηθέντων πιστεύει πως μια κυβέρνηση με επικεφαλής τους συντηρητικούς θα έκανε καλύτερη δουλειά, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση.
Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται καταστροφολογικά, στην πραγματικότητα όμως δεν είναι. Δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε τις πρόωρες εκλογές στη Γερμανία. Το στάτους κβο δεν ήταν ούτε σταθερό, ούτε βιώσιμο. Τεράστια ζητήματα χρειάζονται επίλυση, όπως η ασθμαίνουσα οικονομία, οι συγκρούσεις που προκύπτουν από τη μαζική μετανάστευση, ο πόλεμος στην Ευρώπη και η χρόνια υποεπένδυση. Σε κανένα από αυτά τα μέτωπα η γερμανική συμμαχία δεν μοιραζόταν ένα κοινό όραμα.
Είναι καλό που το Βερολίνο έβαλε τελικά τίτλους τέλους. Τα πολιτικά κόμματα έχουν τώρα την ευκαιρία να κάνουν επανεκκίνηση και να προτείνουν στους εκλογείς κάτι καινούργιο. Η Γερμανία χρειάζεται νέες ιδέες — και μάλιστα γρήγορα, αν θέλει να οδηγήσει τον εαυτό της και την Ευρώπη σε ένα καλύτερο μέλλον.
BloombergOpinion
Πηγή: philenews.com