Η Γερμανία έχει ακόμα πολλά δυνατά σημεία. Με ποσοστά απασχόλησης ρεκόρ και την πιο «άνετη» δημοσιονομική θέση σε σχέση με τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, το Βερολίνο είναι σε θέση να δαπανήσει περισσότερα για την άμυνα, να μειώσει το αποτύπωμα άνθρακα και να αντιμετωπίσει τη μετατροπή της Κίνας σε έναν σοβαρό ανταγωνιστή της γερμανικής βιομηχανίας. Οπως και να το δει κανείς, η γερμανική πολιτική σκηνή παραμένει «βαρετή». Καμία εγχώρια εκδοχή του Ντόναλντ Τραμπ, του Μπόρις Τζόνσον ή της Μαρίν Λεπέν δεν βρίσκεται κοντά στην εξουσία. Αντίθετα, η επόμενη κυβέρνηση μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2025 είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα είναι ένας ακόμη συνασπισμός μεταξύ των κυρίαρχων κομμάτων της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς.
Ωστόσο, χρειάζεται αλλαγή. Εχοντας απολαύσει χρυσές εποχές με κέρδη στην απασχόληση και σημαντικά φορολογικά έσοδα στον απόηχο των αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων την περίοδο 2003-2005, η Γερμανία εφησυχάστηκε υπερβολικά τη δεκαετία πριν από την πανδημία και το επακόλουθο σοκ του Πούτιν στον ενεργειακό εφοδιασμό. Τουλάχιστον, οι ηγέτες και των τεσσάρων κυρίαρχων κομμάτων συμφωνούν ότι απαιτούνται μεταρρυθμίσεις για να αναζωογονηθεί η οικονομία.
Για να καταλάβει κανείς γιατί η γερμανική πολιτική φαίνεται να αντιμετωπίζει αδιέξοδο μέχρι τις εκλογές του 2025, σκεφτείτε το εξής: η Γερμανία λειτουργεί με συναίνεση. Ολες οι ρηξικέλευθες αποφάσεις τις τελευταίες δεκαετίες ελήφθησαν με ευρεία συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης. Για παράδειγμα, η σταδιακή αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 67 έτη (2007), το συνταγματικό φρένο στο δημόσιο χρέος (2009), οι αποφάσεις για de facto κούρεμα τμημάτων του ελληνικού χρέους (2010-2015) και η αύξηση των αμυντικών δαπανών μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία (2022). Η τάση για συναίνεση είναι εν μέρει ένα μάθημα της ιστορίας της χώρας. Το πιο σημαντικό, αντανακλά τους ελέγχους και τις ισορροπίες του ομοσπονδιακού συστήματος.
Βέβαια, πολλές μεταρρυθμίσεις υπέρ της ανάπτυξης θα κοστίσουν ακριβά. Αυτό ισχύει για περικοπές στους εταιρικούς φόρους, αντιμετώπιση της ενεργειακής μετάβασης καθώς και φορολογικές ελαφρύνσεις για άτομα που εργάζονται πέρα από το νόμιμο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης. Η αντιπολίτευση του CDU παρουσίασε έναν εκτενή κατάλογο μεταρρυθμίσεων προς αυτή την κατεύθυνση, δυστυχώς χωρίς ρεαλιστικές προτάσεις για το πώς θα χρηματοδοτηθεί το έλλειμμα, το οποίο θα μπορούσε να ανέλθει σε 20-30 δισ. ευρώ ετησίως. Εδώ μπαίνει στην ατζέντα το λεγόμενο «φρένο χρέους», ο κανόνας που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και περιορίζει το έλλειμμα στο 0,35% του ΑΕΠ (16 δισ. ευρώ). Πολλοί οικονομολόγοι καθώς και τα περισσότερα στελέχη της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης CDU/CSU και του φιλελεύθερου FDP υποστηρίζουν ότι το φρένο είναι απαραίτητο για την επιβολή της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Με λίγα λόγια, χωρίς ένα «θαύμα» η σημερινή κυβέρνηση δεν θα κατακτήσει την πλειοψηφία των εδρών και πιθανότατα η επόμενη θα είναι ένας συνασπισμός μεταξύ του CDU/CSU και ενός από τα δύο κεντροαριστερά κόμματα, είτε του SPD είτε των Πρασίνων. Οι ζυμώσεις μετά τις επόμενες εκλογές θα είναι πιθανότατα η ευκαιρία να ξεπεραστεί το τρέχον αδιέξοδο και να σφυρηλατηθεί μια νέα συναίνεση.
Holger Schmieding είναι επικεφαλής οικονομολόγος της γερμανικής τράπεζας Berenberg