Λίγο μετά την έναρξη τουεμπορικού πολέμου ΗΠΑ – Κίνα στις αρχές του 2018, μίλησα σε ένα συνέδριο στη Σαγκάη όπου διατύπωσα την εκτίμησή μου για το πόσο θα διαρκούσε. Εν ολίγοις, πίστευα πως τότε δόθηκε το εναρκτήριο σάλπισμα μιας μακρόχρονης σύγκρουσης.
Ο εμπορικός πόλεμος ξεκίνησε λίγο μετά την έκθεση του Robert Lighthizer, που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Μάρτιο του 2018, σύμφωνα με την οποία η Κίνα εφάρμοζε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Η Κίνα είχε μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα στις συναλλαγές της με τις ΗΠΑ, από τα τέλη του 2001 που έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Στο μεταξύ, στις ΗΠΑ χάθηκε μεγάλος αριθμός θέσεων εργασίας στον τομέα της μεταποίησης και η Ουάσιγκτον κατηγόρησε το Πεκίνο για λεηλασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και οξύνθηκαν οι ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια.
Τον επόμενο ενάμιση χρόνο, οιΗΠΑ επέβαλαν σταδιακά δασμούς στα εισαγόμενα από την Κίνα προϊόντα. Εντέλει επιβλήθηκαν δασμοί περίπου στο 50% των κινεζικών αγαθών. Ο υψηλότερος δασμολογικός συντελεστής ορίστηκε στο 25% και ο μέσος κυμαινόταν στο 20%.
Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούσαν ότι ο “εμπορικός πόλεμος” θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην κινεζική οικονομία, ωστόσο αυτές άργησαν να φανούν. Ενόψει του “Β’ εμπορικού πολέμου” οι ειδικοί “βλέπουν” πολύ βαθύτερες επιπτώσεις.
Ένας λόγος είναι ότι ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ σκέφτεται να επιβάλει πολύ υψηλότερους και περιεκτικούς δασμούς από ό,τι την προηγούμενη φορά. Στην προεκλογική του εκστρατεία, δεσμεύτηκε να αυξήσει τους δασμούς σε όλα τα εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα στο 60% και με την εκλογή του στην προεδρία των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι θα επιβάλει επιπρόσθετους δασμούς 10%.
Οι χρηματαγορές δεν έχουν αντιδράσει μέχρι στιγμής, καθώς οι περισσότεροι επενδυτές θεωρούν διαπραγματευτικό τέχνασμα τις απειλές του Τραμπ.
Ωστόσο, οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε πρόσφατη έρευνα του Reuters συγκλίνουν στην εκτίμηση πως οι ΗΠΑ θα επιβάλλουν επιπρόσθετους δασμούς 40% στις αρχές του 2025. Σε αυτό το σενάριο, οι ερωτηθέντες “βλέπουν” ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας θα επιβραδύνει κατά 0,5%-1% το 2025.
Μια άλλη αιτία είναι ότι η Κίνα έχει καταφέρει να παρακάμψει ορισμένους από τους δασμούς που είναι σε ισχύ, ανακατευθύνοντας προϊόντα που εξάγονται στις ΗΠΑ μέσω υποδομών στο Μεξικό και στο Βιετνάμ. Έτσι, ενώ οι εισαγωγές των κινεζικών προϊόντων στις ΗΠΑ μειώθηκαν κατά περίπου 110 δισ. δολάρια από το 2018 έως το 2023, οι εισαγωγές από το Μεξικό και το Βιετνάμ αυξήθηκαν κατά περίπου 130 δισ. δολάρια και 70 δισ. δολάρια αντίστοιχα. (βλ. διάγραμμα).
Οι Κινέζοι εξαγωγείς μπορούν να στραφούν σε νέες αγορές και να δημιουργήσουν offshore εργοστάσια, αλλά ο Τραμπ έχει δεσμευτεί να βάλει τέλος σε αυτούς τους ελιγμούς. Έχει προειδοποιήσει πως επιβάλει πρόσθετους δασμούς 25% στην εισαγωγή προϊόντων από το Μεξικό και 100%-200% στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα που παράγονται από κινεζικές εταιρείες στο Μεξικό και εξάγονται στις ΗΠΑ.
Άλλη μια σημαντική διαφορά είναι ότι η κινεζική οικονομία έχει αποδυναμωθεί σε σύγκριση με την εικόνα της όταν ξεκίνησε ο εμπορικός πόλεμος, καθότι μεσολάβησαν αρκετές δυσμενείς εξελίξεις: η κρίση της αγοράς ακινήτων, οι επιπτώσεις από την πολιτική του ενός παιδιού που εφάρμοζε το Πεκίνο για να ελέγχει τις γεννήσεις και την υποτονική αντίδραση μετά την κρίση της πανδημίας.
Πρόσφατα η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε δημοσιονομικά μέτρα για να τονώσει την οικονομία, αλλά ο αντίκτυπος μέχρι στιγμής είναι “χλιαρός”. Ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι αυτή η εικόνα υπονομεύει τη διαπραγματευτική δύναμη της Κίνας.
Εντούτοις το Πεκίνο δεν φαίνεται διατεθειμένο να δεχθεί τα αμερικανικά “εμπορικά χτυπήματα” χωρίς να προχωρήσει σε αντίποινα.
Σύμφωνα με τους Financial Times, η Κίνα έχει θεσπίσει “σκληρούς” νόμους, από την πρώτη θητεία του Τραμπ, που της δίνουν τη δυνατότητα να αντιδράσει σε μέτρα/κυρώσεις που λαμβάνουν άλλα κράτη σε βάρος της. Ειδικότερα, μπορεί να βάλει εταιρείες στη “μαύρη λίστα”, να επιβάλλει κυρώσεις και να μπλοκάρει την αμερικανική πρόσβαση σε κρίσιμες εφοδιαστικές αλυσίδες.
Η νομοθεσία για τον έλεγχο των εξαγωγών δίνει τη δυνατότητα στο Πεκίνο να αξιοποιήσει την παγκόσμια κυριαρχία του σε πόρους όπως οι σπάνιες γαίες και το λίθιο, ζωτικής σημασίας για τη σύγχρονη τεχνολογία, για να περιορίσει την πρόσβαση άλλων κρατών σε αυτούς. Η Κίνα ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα ότι απαγορεύει την εξαγωγή ορισμένων σπάνιων ορυκτών στις ΗΠΑ – μία ημέρα αφότου η κυβέρνηση Μπάιντεν “δυσκόλεψε” την πρόσβαση της Κίνας σε προηγμένη αμερικανική τεχνολογία.
Αυτές οι κινήσεις σηματοδοτούν πιθανή κλιμάκωση του “εμπορικού πολέμου”. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων για το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα John Moolenaar έφερε τον Νοέμβριο νομοσχέδιο που προβλέπει την ανάκληση του καθεστώτος PNTR (Μόνιμες Κανονικές Εμπορικές Σχέσεις) που απολαμβάνει η Κίνα.
Πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Peterson διαπίστωσε ότι ο τερματισμός του καθεστώτος PNTR για την Κίνα θα επιτάχυνε τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ, ενώ βραχυπρόθεσμα θα υποχωρούσε το ΑΕΠ της.
Σύμφωνα με τη μελέτη: “Το χρηματιστήριο θα υποχωρούσε, με τους κλάδους των αγροτικών προϊόντων, της μεταποίησης και της εξόρυξης να δέχονται τις ισχυρότερες πιέσεις”.
Η επόμενη φάση του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας μπορεί να είναι πιο επιζήμια -σε σύγκριση με την προηγούμενη- και για τα δύο στρατόπεδα. Σε αυτή την περίπτωση, οι χρηματαγορές θα είναι περισσότερο ευμετάβλητες καθώς οι επενδυτές θα συνειδητοποιήσουν ότι δεν υπάρχουν νικητές σε έναν εμπορικό πόλεμο μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, που είναι πιο αποδιοργανωτικός από ό,τι πριν.
Forbes
Πηγή: philenews.com