Αν η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου ήταν «να επενδύσει η Κύπρος στην Great Sea Interconnector παρά τις αντίθετες συστάσεις των αμερικανών συμβούλων του κράτους;», η απάντηση της συντριπτικής πλειοψηφίας θα ήταν ΟΧΙ. Δεν είναι όμως αυτή η ερώτηση.
Η ερώτηση που εκ των πραγμάτων τίθεται είναι «να συζητήσουμε με την ελληνική πλευρά για να γίνουν στη Συμφωνία Παραχώρησης που ζητά ο ΑΔΜΗΕ και σε άλλα έγγραφα οι αλλαγές που προτείνουν οι σύμβουλοι ή να πούμε στην ελληνική πλευρά “σας κόβουμε και την καλημέρα και αφήστε μας ήσυχους”;». Σε αυτή την ερώτηση η απάντηση της πλειοψηφίας πιθανότατα θα ήταν«να συζητήσουμε».
Και αυτό κάνει η Κυβέρνηση και πολύ ορθά πράττει. Διότι αυτό είπαν και οι σύμβουλοι. Είπαν, ως έχει η επενδυτική πρόταση μην την αποδεχθείτε. Ζητήστε να αλλάξει.Αν δεν αλλάξει, τότε ναι, πείτε οριστικό και τελεσίδικο όχι.
Μόνο που πάρα πολλοί στην Κύπρο, ακόμα και στελέχη υπουργείων και αξιωματούχοι κομμάτων, πιστεύουν ακόμα πως το διακύβευμα είναι η συναίνεσή μας για πραγματοποίηση ή όχι της διασύνδεσης. Και δεν είναι. Η διασύνδεση θα γίνει αν το θελήσει μέχρι τέλους ο ΑΔΜΗΕ για τους δικούς του επενδυτικούς λόγους και αν αυτή αποδειχθεί στην πράξη τεχνικά και οικονομικά πραγματοποιήσιμη. Και αν βρουν τα λεφτά. Δεν εναπόκειται στη συγκατάθεση της Κυπριακής Δημοκρατίας, τώρα πια. Μπορούμε απλώς να μείνουμε έξω από την επένδυση. Χωρίς κανένα λόγο και ρόλο στις αποφάσεις που θα καθορίσουν το τελικό κόστος του έργου (που θα πληρώσουμε εμείς κατά 63%) και την λειτουργία του, μετά το 2030. Αν πραγματοποιηθεί το έργο.
Συνεπώς, αυτοί που αρνούνται κάθε διαπραγμάτευση, στην πραγματικότητα επιλέγουν να διαγραφούν και οι τελευταίες ελπίδες να έχουμε κάποιο λόγο σε όλη αυτή την υπόθεση, που προωθείται με ειλημμένες, προ πολλού, πολιτικές και ρυθμιστικές αποφάσεις. Και προωθείται από το 2011-12 μακριά από τον δημόσιο διάλογο, με ευθύνη όχι της σημερινής Κυβέρνησης, που το κρατά συνεχώς σε πρώτο πλάνο συζήτησης, αλλά της προηγούμενης. Και με ευθύνη της Βουλής, αν μας ρωτάτε. ΧΡΥΜΑ
Πηγή: philenews.com