Η πρόσφατη σημαντική υποχώρηση των τιμών σε όλα τα μεγάλα χρηματιστήρια της Κίνας, όπου οι βασικοί δείκτες υποχωρούν πλέον κοντά στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων πέντε ετών, προκαλεί ανησυχία όχι μόνο μέσα στη χώρα αλλά και σε διεθνές επίπεδο, όπου αρχίζουν πλέον να γίνονται συγκρίσεις ακόμη και με τη χρηματοπιστωτική κρίση που είχε ξεσπάσει στις ΗΠΑ το 2008.
Από το 2021 που βρέθηκαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα μέχρι τα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας, τα χρηματιστήρια σε Σενζέν, Σαγκάη και Χονγκ Κονγκ είχαν χάσει περίπου 7 τρισ. δολάρια σε κεφαλαιοποίηση. Η πτώση ξεκίνησε από πέρυσι λόγω των προβλημάτων στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, με το 2023 να είναι ιδιαίτερη κακή χρονιά για τις κινεζικές μετοχές. Οι προσπάθειες του ίδιου του προέδρου της χώρας Σι Τζινπίνγκ από τις αρχές της εβδομάδας για στήριξη λειτούργησαν θετικά για τις αγορές, οι οποίες κατέγραφαν μικρή ανάκαμψη, αλλά οι φόβοι παραμένουν για τη συνέχεια, ιδιαίτερα μπροστά στις προκλήσεις που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ο «κινεζικός δράκος». Με τα χρηματιστήρια αυτά να οδεύουν προς τις αργίες της κινεζικής Πρωτοχρονιάς σε λίγες ημέρες, οι Αρχές ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να αποκαταστήσουν μεγαλύτερη ηρεμία.
Προκλήσεις
Η μεγαλύτερη πρόκληση για τις εισηγμένες στην Κίνα είναι ότι, παρά την άρση των κρατικών περιορισμών στη δραστηριότητα μετά την πανδημία, η πορεία της κινεζικής οικονομίας δεν είναι αυτή που θα θεωρούνταν ως ικανοποιητική. Οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι χαμηλότεροι από το παρελθόν – με εξαίρεση το 2020 που είχε χτυπήσει την οικονομία η πανδημία. Ειδικά η βιομηχανική δραστηριότητα δεν είναι αυτή που ήταν κάποτε, με την κατανάλωση παράλληλα να είναι κι αυτή νωχελική. Επίσης η αγορά ακινήτων εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πολλές και σημαντικές προκλήσεις λόγω μεγάλων χρεών και αυστηρότερων εποπτικών κανονισμών λειτουργίας. Η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε εμπορική και οικονομική κόντρα με τις ΗΠΑ, με απαγορεύσεις μεταφοράς τεχνολογίας και επιβολή δασμών. Και οι ξένοι επενδυτές είναι πιο διστακτικοί να βάλουν ή να αφήσουν χρήματά τους στην Κίνα λόγω των αυστηρότερων κανονισμών που έχει επιβάλει στον τρόπο λειτουργίας των εταιρειών το Πεκίνο.
Ετσι, με μεγάλες εταιρείες ακινήτων όπως η Evergrande να βρίσκονται σε εκκαθάριση και τις εγχώριες βιομηχανίες να μη διοχετεύουν στο εσωτερικό και το εξωτερικό τα προϊόντα που συνήθιζαν να πουλάνε την περίοδο πριν από την πανδημία, πολλοί εγχώριοι αλλά και διεθνείς επενδυτές έχουν αναπροσαρμόσει τα χαρτοφυλάκιά τους στην Κίνα.
Μέτρα
Ο ίδιος ο Σι Τζινπίνγκ έχει λάβει δύο μέτρα για να τονώσει την αγορά. Πρώτον, αντικατέστησε την ηγεσία της αρμόδιας χρηματιστηριακής εποπτικής Αρχής καθώς μεγαλώνει ο θυμός των εγχώριων επενδυτών για τις πιέσεις στις μετοχές. Ως επικεφαλής της αρμόδιας Αρχής – China Securities Regulatory Commission (CSRC) – ορίστηκε ο βετεράνος τραπεζίτης Γου Κουίνγκ, οποίος αντικατέστησε τον Γούι Χουιμάν, ο οποίος κατείχε τη θέση αυτή από το 2019, όπως μετέδωσε το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Xinhua. Ο 59χρονος Γου έχει διατελέσει πρόεδρος του Χρηματιστηρίου της Σαγκάης το διάστημα από 2016 έως το 2018. Το χρηματιστήριο αυτό είναι το μεγαλύτερο στη μητροπολιτική Κίνα. Εχει επίσης εικοσαετή πείρα στην εποπτεία, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων της CSRC.
Δεύτερον, ο Σι υποσχέθηκε ότι κρατικά επενδυτικά ταμεία θα αυξήσουν τις τοποθετήσεις τους σε μετοχές. Επίσης κρατικά στελέχη κάνουν ανοικτά δηλώσεις στήριξης των αγορών και απειλούν με κυρώσεις όσους προχωρούν σε ανοικτές πωλήσεις ή άλλες κερδοσκοπικές δραστηριότητες βραχυπρόθεσμου ορίζοντα που θεωρούν ότι αποτελούν απειλή για τη σταθεροποίηση των αγορών.
Ανάλογες τέτοιες κινήσεις είχαν ανακοινώσει οι Αρχές και κατά τη διάρκεια των αναταραχών στις τιμές των κινεζικών μετοχών το 2015, όταν και τότε είχαν λάβει μέτρα κατά πρακτικών χειραγώγησης της αγοράς.