Η ενίσχυση τωνκυπριακών εξαγωγών αποτελεί διαχρονικό στόχο του κράτους και ασφαλώς των εκάστοτε κυβερνήσεων. Η επίτευξη του στόχου αυτού, αν και δύσκολη, διασφαλίζει σημαντικά οφέλη, όπως είναι η μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και η ενίσχυση της εξαγωγικής βάσης των επιχειρήσεων, κάτι που σημαίνει ότι θα μεγαλώσει σημαντικά το καταναλωτικό κοινό στο οποίο απευθύνονται.
Όπως προκύπτει από τα τελευταία στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, τα τρία βασικά εξαγωγικά μας προϊόντα είναι τα ορυκτά καύσιμα και λάδια (τα οποία εισάγονται και τυγχάνουν επεξεργασίας στην Κύπρο και στη συνέχεια εξάγονται), το χαλλούμι και τα φαρμακευτικά προϊόντα.
Όπως μας αναφέρθηκε από αρμοδίους της αγοράς, υπάρχουν αρκετά περιθώρια τόσο για αύξηση των ποσοτήτων των προϊόντων που ήδη εξάγουμε, αλλά και για εξαγωγή πρόσθετων προϊόντων, στα οποία δεν είχαμε δώσει την απαραίτητη έμφαση μέχρι σήμερα.
Εξαγωγές εφταμήνου
Αναλυτικότερα, οι συνολικές εξαγωγές αγαθών για την περίοδοΙανουαρίου–Ιουλίου 2024 ήταν €2.311,3 εκ., σε σύγκριση με €2.403,3 εκ. για την περίοδο Ιανουαρίου–Ιουλίου 2023, σημειώνοντας μείωση 3,8%.
Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου ήταν €4.307,8 εκ. για την περίοδο Ιανουαρίου–Ιουλίου, 2024 σε σύγκριση με €5.193,9 εκ. την αντίστοιχη περίοδο του 2023.
Όσον αφορά ειδικά τον Ιούλιο του 2024, οι συνολικές εξαγωγές αγαθών κατά τον συγκεκριμένο μήνα, ήταν €325,1 εκ. σε σύγκριση με €386,4 εκ. τον Ιούλιο 2023, σημειώνοντας μείωση 15,9%.
Οι εξαγωγές προς άλλα Κράτη Μέλη της ΕΕ ήταν €100,9 εκ. και προς τρίτες χώρες €224,2 εκ., σε σύγκριση με €89,3 εκ. και €297,1 εκ. αντίστοιχα τον Ιούλιο 2023.
Οι εξαγωγές τον Ιούλιο 2024 περιλαμβάνουν τη μεταβίβαση οικονομικής ιδιοκτησίας πλοίων, συνολικής αξίας €20,0 εκ. έναντι €61,6 εκ. τον Ιούλιο 2023. Σε σχέση τώρα με τα στοιχεία που αφορούν σε ολόκληρο το 2023, αυτά καταδεικνύουν ότι οι εξαγωγές των εγχώρια παραγόμενων προϊόντων ανήλθαν στα 2,3 δις ευρώ σε σύγκριση με 1,6 δις ευρώ το 2022.
Ορυκτά, χαλλούμι και φάρμακα
Επανερχόμενοι στις εξαγωγές εγχώρια παραγόμενων προϊόντων, θα δούμε ότι για την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουνίου 2024 στην πρώτη θέση βρίσκονται τα ορυκτά καύσιμα και λάδια με €376,1 εκατ. και ποσοστό 37,2% του συνόλου των εξαγωγών.
Στη δεύτερη θέση έρχεται το χαλλούμι με €186,5 εκατ. και ποσοστό 18,5% του συνόλου.
Στην τρίτη θέση είναι τα φαρμακευτικά προϊόντα με €167,4 εκατ. και ποσοστό 16,6%. Ακολουθεί η κατηγορία «Άλλα» με €123,5 εκατ. και ποσοστό 12,2% και στην πέμπτη θέση τα απορρίμματα και θραύσματα από γυαλί και μέταλλα με €47,5 εκατ. και ποσοστό 4,7%.
Αν δούμε τώρα το σύνολο των εξαγωγών της χώρας μας και όχι μόνο των εγχώρια παραγόμενων προϊόντων, θα διαπιστώσουμε ότι αυτό ανήλθε κατά το 2023 στα €4,6 δις. Ενδεικτικά, τη συγκεκριμένη χρονιά, οι εισαγωγές είχαν ανέλθει στα €12,9 δις.
Πηγαίνοντας αρκετά χρόνια πίσω, στο 1995, οπόταν και ξεκινούν τα στοιχεία της Στατιστικής, θα δούμε ότι οι εξαγωγές μας τότε ανέρχονταν στα €949,3 εκατ. και οι εισαγωγές στα €2,8 δις. Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι υπήρξε σημαντική αύξηση τόσο στις εξαγωγές, αλλά κυρίως στις εισαγωγές μας, οι οποίες πολλαπλασιάστηκαν.
Προς τρίτες χώρες
Όσον αφορά και πάλι στο σύνολο των εξαγωγών για το 2023, στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης προωθήθηκαν προϊόντα αξίας 876,4 εκατ. ευρώ, στις τρίτες χώρες, προϊόντα αξίας 3,3 δις ευρώ, σε μη καθορισμένες χώρες και εδάφη προϊόντα αξίας 74,3 εκατ. ευρώ, ενώ οι προμήθειες σε πλοία και αεροπλάνα αντιστοιχούσαν σε 394,1 εκατ.
Από τις χώρες της Ε.Ε., το μεγαλύτερο ποσό φαίνεται να διοχετεύτηκε στην Ελλάδα, αφού η αξία των κυπριακών εξαγωγών ανήλθε στα 281,9 εκατ. ευρώ. Από τις τρίτες χώρες, οι περισσότερες εξαγωγές κατευθύνθηκαν στη Λιβύη με το ποσό που αντιστοιχούσε στη συγκεκριμένη χώρα να ανέρχεται στα 717 εκατ. ευρώ.
Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα
Ζητήσαμε από τον Γενικό Γραμματέα του ΚΕΒΕ Μάριο Τσιακκή να μας αναλύσει την κατάσταση όσον αφορά στο κομμάτι των εξαγωγών και να μας καταγράψει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της χώρας μας.
Ενδεικτικά, ο κ. Τσιακκής σημείωσε ότι ο ίδιος διαβλέπει σημαντικές προοπτικές τόσο για την ενίσχυση ήδη εξαγόμενων προϊόντων, όσο και νέων.
Ωστόσο, όπως είπε, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ορισμένους παράγοντες, οι οποίοι από τη μια περιορίζουν τις δυνατότητες μας και ταυτόχρονα μειώνουν την ανταγωνιστικότητα μας, ωστόσο από την άλλη μας προσφέρουν σημαντικά πλεονεκτήματα.
Επομένως, συμπλήρωσε, θα πρέπει να υπάρξει συγκεκριμένη στόχευση, τόσο σε σχέση με τα προϊόντα που θα προωθούμε, όσο και σε σχέση με τις αγορές που θα επιλέξουμε.
Αναλυτικότερα, όπως επισήμανε ο ΓΓ του ΚΕΒΕ, εάν πάρουμε για παράδειγμα τα μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα, θα διαπιστώσουμε ότι μπορούμε να παράξουμε αρκετά ποιοτικά προϊόντα λόγω των καιρικών συνθηκών, ωστόσο ένεκα της περιορισμένης έκτασης του νησιού μας, δεν είμαστε σε θέση να παράξουμε σημαντικές ποσότητες, ώστε να είμαστε σε θέση να διεισδύσουμε σε μεγάλες αγορές και ταυτόχρονα να είμαστε ανταγωνιστικοί.
Την ίδια ώρα, το εργατικό κόστος και το κόστος του νερού αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες, όσον αφορά στην ανταγωνιστικότητα των προϊόντων μας. Για τον λόγο αυτό, θα πρέπει να στοχεύσουμε, όπως είπε στην ποιότητα και να διεισδύσουμε στις λεγόμενες niche markets, ώστε να διαφοροποιηθούμε από τον ανταγωνισμό.
Αν πάρουμε τώρα το παράδειγμα των βιομηχανικών προϊόντων, όπως εξήγησε ο κ. Τσιακκής, εκεί προκύπτουν τα εξής προβλήματα. Από τη μια είναι το κόστος της ενέργειας, το οποίο είναι αρκετά αυξημένο στην Κύπρο, σε σχέση με άλλες χώρες και αποτελεί ένα σημαντικό βαρίδι για τις επιχειρήσεις.
Συναφώς, υπάρχει και το εργατικό κόστος, το οποίο επίσης αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι στα έξοδα μιας επιχείρησης. Οι δυο αυτοί παράγοντες, συντείνουν, ανέφερε, ώστε να μειώνεται η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων μας, δεδομένου ότι δύσκολα μπορεί να μειωθεί η τιμή τους, από τη στιγμή που θα πρέπει να καλυφθούν τα συγκεκριμένα έξοδα.
Πέραν αυτών, υπάρχει το δεδομένο ότι δεν έχουμε πρώτες ύλες για την κατασκευή των εν λόγω προϊόντων, επομένως θα πρέπει να τις εισάγουμε. Ακολούθως, αφού κατασκευάσουμε τα προϊόντα θα πρέπει να τα εξάγουμε. Άρα το μεταφορικό κόστος είναι επί δύο για τις κυπριακές επιχειρήσεις, σε σχέση με άλλες χώρες οι οποίες είτε παράγουν πρώτες ύλες είτε είναι σε θέση να τις εισάγουν στη χώρα πολύ πιο εύκολα και οικονομικά.
Τρεις βασικοί παράγοντες
Σε τρεις σημαντικούς παράγοντες γιαενίσχυση των εξαγωγών μας αναφέρθηκε με τη σειρά του ο Διευθυντής Βιομηχανικής Ανάπτυξης, Καινοτομίας και Περιβάλλοντος, του ΚΕΒΕ, Ανδρέας Ανδρέου. Συγκεκριμένα, όπως είπε ο κ. Ανδρέου: (α) Τα τελευταία χρόνια έχουν δραστηριοποιηθεί στην Κύπρο αρκετές εταιρείες τεχνολογίας, οι οποίες προωθούν τα προϊόντα τους τόσο στην κυπριακή αγορά όσο και στο εξωτερικό. Όπως ανέφερε, θα πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη σημασία σε αυτό τον κλάδο, καθώς υπάρχουν οι προϋποθέσεις να αναπτυχθεί αρκετά και να συμβάλει στην ενίσχυση των εξαγωγών.
(β) Θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε μεγαλύτερο βαθμό οι Εμπορικοί Ακόλουθοι των Πρεσβειών, με τρόπο ώστε να διερευνούν την αγορά για την οποία έχουν αρμοδιότητα και να ετοιμάζουν σχετικά στοιχεία ως προς τις δυνατότητες διείσδυσης σε αυτές και ως προς τα προϊόντα που έχουν ζήτηση.
(γ) Ένεκα του μεγέθους των περισσότερων κυπριακών επιχειρήσεων, οι οποίες ως επί το πλείστο είναι μικρές και μικρομεσαίες, θα μπορούσαν να δοθούν κίνητρα από το κράτος ώστε να υπάρξουν συγχωνεύσεις ή συνεταιρισμοί (cluster) με στόχο να δημιουργηθούν οικονομίες κλίμακας και να παράγονται φθηνότερα προϊόντα και σε μεγαλύτερη ποσότητα.
Πηγή: philenews.com