Η περίπτωση των διαμαρτυρόμενων αγροτών έχει τα ειδικά της προβλήματα, αλλά κατά κύριο λόγο δεν είναι τίποτα άλλο από υπολειπόμενη οργή μετά την απότομη αύξηση του πληθωρισμού, που έφερε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Είναι το άλλο πρόσωπο της οργής των καταναλωτών για τις τιμές στο ράφι.
Οι αγρότες πιέζονται από το υψηλό κόστος παραγωγής και τη χαμηλή διαπραγματευτική δύναμη που έχουν με τις μεγάλες αλυσίδες της χονδρικής και της λιανικής πώλησης των προϊόντων τους. Πιέζονται από μια κακή Κοινή Αγροτική Πολιτική και τους κανόνες που έχουν τεθεί σε εφαρμογή. Πιέζονται και από τους καταναλωτές. Οι αυξήσεις στις τιμές των αγροτικών προϊόντων στο ράφι την τελευταία διετία ξεπερνούν σε μέσα επίπεδα το 30% και δεν είναι εύκολο να το παραβλέψουν. Οι αγρότες λένε ότι δεν ευθύνονται για αυτές τις τιμές, αλλά οι καταναλωτές δεν το αντιλαμβάνονται πάντα. Αν δεν τους θεωρούν «ενόχους», τους θεωρούν «συνενόχους» για την ακρίβεια που μαστίζει τις πόλεις.
Μεγάλο αγκάθι και το κοινοτικό πλαίσιο. Αυτό που κάθε χρόνο φέρνει στη χώρα μας πάνω από 1,5 δισ. σε άμεσες και έμμεσες ενισχύσεις. Η τελευταία εκδοχή της ΚΑΠ, που τιτλοφορούνταν με τον φιλόδοξο τίτλο «από το αγρόκτημα στο πιρούνι», είχε μια βασική παραδοχή. Οτι έπρεπε να μειωθεί στο μισό η χρήση των φυτοφαρμάκων και των λιπασμάτων, με ταυτόχρονο διπλασιασμό της βιολογικής γεωργίας έως το 2030. Αυτή η συνταγή με δεδομένες τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, την ξηρασία και τις αυξημένες εντομολογικές προσβολές, σημαίνει κανονική αυτοκτονία. Οδηγεί σε λιγότερη επισιτιστική ασφάλεια, δηλαδή σε μικρότερες παραγωγές για τους αγρότες και υψηλότερες τιμές για τους καταναλωτές. Μέσα στον παραλογισμό που επικρατεί τα εισαγόμενα προϊόντα απέκτησαν πλεονέκτημα στον έλεγχο της αγοράς. Αν προστεθεί και η ρετσινιά που πανευρωπαϊκά χαρακτηρίζει τους αγρότες ως «ρυπαίνοντες», καταλήγουμε εύκολα στο συμπέρασμα ότι έχει συνταχθεί στα γραφεία των Βρυξελλών και έχει τεθεί σε εφαρμογή ένα σχέδιο: που εξαθλιώνει ή τιμωρεί τους ευρωπαίους αγρότες και μεταφέρει το κόστος των χαμηλότερων εκπομπών ρύπων στο ράφι των σουπερμάρκετ των μεγάλων πόλεων. Aντί όπως θα έπρεπε να προστατεύει τους γεωργούς και το περιβάλλον, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα μια υψηλή παραγωγικότητα, προκειμένου να υπάρχουν επαρκή τρόφιμα για τις πόλεις. Ολα αυτά αποφασίστηκαν βέβαια πριν από την ενεργειακή κρίση, πριν από την πανδημία. Τα αντανακλαστικά όμως που επέδειξε η Ευρώπη ήταν εξαιρετικά αργά, καθώς ήταν σαφές ότι έπρεπε να γίνουν έγκαιρα αλλαγές στην ΚΑΠ, που δεν έγιναν και τώρα υποχρεωτικά θα τρέξουν.
Την ίδια ώρα το ιδιωτικό εμπόριο προσαρμοζόταν στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν, πιέζοντας με τις τακτικές του τόσο τον παραγωγό όσο και τον τελικό καταναλωτή. Οι χονδρέμποροι πιέστηκαν αρχικά, αλλά μεταφέροντας την πίεση στους παραγωγούς και τους λιανοπωλητές έχτισαν ξανά τα περιθώρια κέρδους τους. Τα έχτισαν ωστόσο σε μια αγορά, που σε λίγο θα βρίσκουν δύσκολα πρώτη ύλη και αν συνεχιστεί ο πληθωρισμός στο ράφι, σύντομα δεν θα βρίσκουν ούτε και καταναλωτές…