Τον Σεπτέμβριο δόθηκε στη δημοσιότητα η Έκθεση για το Μέλλον της Ευρωπαϊκής Ανταγωνιστικότητας που ετοίμασε ο πρώην Πρωθυπουργός της Ιταλίας και πρώην Διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, μετά από ανάθεση που του έγινε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η Έκθεση παρουσιάζει τις μεγάλες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει η ΕΕ μέσω μιας νέας βιομηχανικής στρατηγικής η οποία θα περιλαμβάνει τη μείωση των τιμών της ενέργειας, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και την ενίσχυση των επενδύσεων στην άμυνα προκειμένου να συνεχιστεί απρόσκοπτα η βιώσιμη ανάπτυξη και να μετασχηματιστεί η οικονομία της ώστε να μπορεί να παραμείνει ανταγωνιστική. Ο μόνος τρόπος για να ανταποκριθεί η ΕΕ σε αυτήν την πρόκληση είναι να αλλάξει ριζικά η Ευρώπη.
Η έκθεση προσδιορίζει τρεις κύριους τομείς δράσεων: (ι) Γεφύρωση του χάσματος καινοτομίας με τις ΗΠΑ και την Κίνα, ιδίως στις προηγμένες τεχνολογίες, (ιι) απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές και (ιιι) αύξηση της ασφάλειας και μείωση της εξάρτησης από τρίτες χώρες.
Σ΄ ότι αφορά τον πρώτο τομέα δράσης, η Ευρώπη έχει παραμείνει διαχρονικά σε μια ‘στατική’ βιομηχανική δομή με μόνο λίγες νέες εταιρείες να είναι σε θέση να υιοθετούν νέες μορφές ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμία εταιρεία της ΕΕ με κεφαλαιοποίηση άνω των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ που να έχει συσταθεί από την αρχή τα τελευταία πενήντα χρόνια, ενώ και οι έξι αμερικανικές εταιρείες με αποτίμηση άνω του ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ, έχουν δημιουργηθεί σε αυτήν την περίοδο.
Καθώς οι εταιρείες της ΕΕ εξειδικεύονται σε ώριμες τεχνολογίες όπου οι δυνατότητες για καινοτομία είναι περιορισμένες, δαπανούν όλο και λιγότερα για έρευνα και καινοτομία (Ε&Κ) – 270 δισεκατομμύρια ευρώ λιγότερα από τις αντίστοιχες αμερικανικές εταιρείες το 2021.
Στους τρεις κορυφαίους επενδυτές σε Ε&Κ στην Ευρώπη κυριαρχούν αυτοκινητοβιομηχανίες τα τελευταία είκοσι χρόνια. Αυτό συνέβαινε και στις ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με τα αυτοκίνητα και τα φαρμακευτικά προϊόντα να πρωταγωνιστούν, αλλά τώρα οι τρεις κορυφαίες είναι όλες στον τομέα της τεχνολογίας.
Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι παρόλο που η Ευρώπη δεν στερείται ιδεών ή φιλοδοξιών, η καινοτομία εμποδίζεται στο επόμενο στάδιο, δηλαδή στην εμπορευματοποίηση της. Δηλαδή οι καινοτόμες εταιρείες που θέλουν να αναπτυχθούν στην Ευρώπη εμποδίζονται σε κάθε στάδιο από περιοριστικούς κανονισμούς.
Αναφορικά με την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές, από τη στιγμή που οι κλιματικοί στόχοι της Ευρώπης συνδυάζονται σε ένα σχέδιο για την επίτευξή τους, η απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές θα πρέπει απαραίτητα να πραγματοποιηθεί. Για να γίνει αυτό κατορθωτό θα πρέπει να υπάρξει συντονισμός των σχετικών πολιτικών.
Παρόλο που οι τιμές της ενέργειας έχουν μειωθεί σημαντικά, οι εταιρείες στην ΕΕ εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τιμές ηλεκτρικής ενέργειας που είναι 2-3 φορές ψηλότερες από αυτές στις ΗΠΑ ενώ οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη είναι 4-5 φορές υψηλότερες. Αυτό το χάσμα τιμών οφείλεται κυρίως στην έλλειψη φυσικών πόρων της Ευρώπης, αλλά και σε θεμελιώδη ζητήματα που αφορούν την κοινή αγορά ενέργειας.
Οι κανόνες της αγοράς εμποδίζουν τις βιομηχανίες και τα νοικοκυριά να αξιοποιήσουν πλήρως τα οφέλη της καθαρής ενέργειας στους λογαριασμούς τους. Οι υψηλοί φόροι και τα ενοίκια που επικρατούν, αυξάνουν ακόμα περισσότερο το ενεργειακό κόστος για την οικονομία.
Τέλος , σε ότι αφορά τον τρίτο τομέα δράσεων για αύξηση της ασφάλειας και μείωση της εξάρτησης από τρίτες χώρες, οι αυξανόμενοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι μπορεί να αυξήσουν την αβεβαιότητα και να μειώσουν τις επενδύσεις, ενώ μεγάλα γεωπολιτικά σοκ ή ξαφνικές διακοπές του εμπορίου μπορεί να είναι εξαιρετικά ανατρεπτικά. Καθώς η εποχή της γεωπολιτικής σταθερότητας εξασθενεί, ο κίνδυνος να γίνει η αυξανόμενη ανασφάλεια απειλή για την ανάπτυξη και την ελευθερία μεγαλώνει.
Η Ευρώπη είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη καθότι βασίζεται σε μια μικρή ομάδα προμηθευτών για κρίσιμες πρώτες ύλες, ειδικά την Κίνα, παρόλο που η παγκόσμια ζήτηση για αυτά τα υλικά εκτοξεύεται λόγω της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια. Βασίζεται επίσης σε μεγάλο βαθμό στις εισαγωγές ψηφιακής τεχνολογίας. Για την παραγωγή τσιπς, το 75-90% της παγκόσμιας ικανότητας παραγωγής βρίσκεται στην Ασία.
Η μείωση των εξαρτήσεων στους βασικούς τομείς στους οποίους είναι εκτεθειμένη η Ευρώπη, θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις και συνεπάγεται μεγάλο κόστος, που ανέρχεται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια, που όμως θα αποδώσει καρπούς μακροπρόθεσμα.
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την πραγματοποίηση των πιο πάνω δράσεων είναι τεράστιες. Για την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στην Έκθεση, απαιτείται ελάχιστη ετήσια πρόσθετη επένδυση 750 έως 800 δισεκατομμυρίων ευρώ που αντιστοιχεί στο 4,4-4,7% του ΑΕΠ της ΕΕ το 2023. Για σύγκριση, οι επενδύσεις στο πλαίσιο του σχεδίου Μάρσαλ μεταξύ το 1948-51 ισοδυναμούσε με 1-2% του ΑΕΠ της ΕΕ. Η επίτευξη αυτής της αύξησης θα απαιτούσε άλμα του επενδυτικού μεριδίου της ΕΕ από περίπου 22% του ΑΕΠ σήμερα σε περίπου 27%.
Η Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ), ως εκπρόσωπος του επιχειρηματικού κόσμου, συμφωνεί με τις συστάσεις της Έκθεσης Ντράγκι τις οποίες ευελπιστούμε ότι θα υιοθετήσει η ΕΕ. Μέσα από ένα σωστά καταρτισμένο σχέδιο δράσης με χρονοδιαγράμματα, θα μπορέσουμε να επωφεληθούμε και εμείς, ως ένα από τα μικρότερα κράτη της ΕΕ, να βελτιώσουμε το επιχειρηματικό μας οικοσύστημα και να θωρακίσουμε την οικονομία έτσι ώστε να οικοδομηθεί ένα αειφόρο αναπτυξιακό μοντέλο προς όφελος όλων.
- Διευθυντής, Τμήμα Οικονομίας και Διοίκησης (ΟΕΒ)
Πηγή: philenews.com