Το Δημόσιο είναι ο μεγαλύτερος κλάδος της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με στοιχεία για τη συμβολή του στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του ΑΕΠ. Συμμετέχει με 19,4% στην ανάπτυξη όταν χρειάζονται άλλοι επτά μεγάλοι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας. Η μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από το κράτος επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι απαιτείται το άθροισμα της συμβολής στην ανάπτυξη άλλων επτά μεγάλων κλάδων, όπως του τουρισμού, των ξενοδοχείων, της εστίασης, του εμπορίου, των μεταφορών και της αποθήκευσης για να ξεπεράσουν το ποσοστό του Δημοσίου. Αλλωστε, δεν είναι τυχαία η αναφορά του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, στην ετήσια έκθεσή του, ότι η ανταγωνιστικότητα σε βασικούς διαρθρωτικούς δείκτες, η χαμηλή παραγωγικότητα και οι στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας αποτελούν πηγές πληθωρισμού.
Για τους λόγους αυτούς, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, στην ετήσια έκθεσή του, στέλνει μήνυμα επαγρύπνησης για την οικονομία, συνιστώντας συνετή δημοσιονομική πολιτική με συγκρατημένες αυξήσεις μισθών και ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα σε τομείς με χρόνιες δυσλειτουργίες. Στο θέμα των εισοδημάτων αναφέρει ότι έχουν δοθεί αυξήσεις μεγαλύτερες από την παραγωγικότητα. Σε άλλο σημείο αναφέρει ότι «παρά τις συνεχείς θετικές αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια, την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και την εμπέδωση δημοσιονομικής επίγνωσης στους ιθύνοντες χάραξης πολιτικής, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού» ανέφερε παρουσιάζοντας χθες την ετήσια έκθεση της ΤτΕ για να προσθέσει ότι «είναι ακόμη μεγάλη η απόσταση που πρέπει να καλυφθεί για να συγκλίνει η αξιολόγηση της Ελλάδος προς τον μέσο όρο πιστοληπτικής διαβάθμισης των χωρών της ευρωζώνης». Οπως είπε «η διατήρηση της επενδυτικής βαθμίδας και οι περαιτέρω αναβαθμίσεις απαιτούν συνετές οικονομικές πολιτικές, που να χαρακτηρίζονται από συνέπεια, μεσοπρόθεσμο ορθολογικό σχεδιασμό και μετρήσιμους στόχους».
Ανάπτυξη
Η ΤτΕ προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και το 2024, με υψηλότερο ρυθμό έναντι του 2023 και πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης με μοχλούς την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Ειδικότερα, ο πήχης της ανάπτυξης τοποθετείται φέτος στο 2,3% και στο 2,5% το 2025. Στο μέτωπο του πληθωρισμού η ΤτΕ «βλέπει» ότι φέτος θα κινηθεί στο 2,8% για να κατεβάσει ταχύτητα στο 2,2% το 2025. Στο δημοσιονομικό πεδίο, η ΤτΕ εκτιμά ότι το 2024 το πρωτογενές πλεόνασμα θα αυξηθεί σε 2,1% του ΑΕΠ ενώ το 2023 έκλεισε στο 1,4% του ΑΕΠ πάνω από τις προβλέψεις του προϋπολογισμού. Με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση, τυχόν δημοσιονομικός χώρος θα αξιοποιείται είτε για τη δημιουργία αποθεματικού είτε για τη μείωση του δημόσιου χρέους, ενώ οποιοδήποτε έκτακτο δημοσιονομικό μέτρο στην πλευρά των δαπανών θα πρέπει να χρηματοδοτείται από μέτρο ισόποσης αύξησης των εσόδων.
Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 152,3% του ΑΕΠ το 2024, με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με τα προηγούμενα τρία έτη, καθώς η μείωση του πληθωρισμού αναμένεται να αντισταθμίσει τόσο την επιτάχυνση του πραγματικού ΑΕΠ όσο και τη μειωτική επίδραση από τη διεύρυνση του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Οι κίνδυνοι
Η ελληνική οικονομία υστερεί στην απονομή δικαιοσύνης, στην καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, σημείωσε ο κεντρικός τραπεζίτης αναφέροντας ότι η επίτευξη ικανοποιητικού ρυθμού ανάπτυξης αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία. Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν την πρόβλεψη για την αύξηση του ΑΕΠ είναι κυρίως καθοδικοί και αφορούν:
- το ενδεχόμενο περαιτέρω επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας,
- την αυξανόμενη αβεβαιότητα, λόγω δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, και τις επιπτώσεις της στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον,
- την τυχόν καθυστέρηση της υλοποίησης των δράσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» και το βραδύτερο ρυθμό απορρόφησης των σχετικών κονδυλίων,
- την εμφάνιση μεταρρυθμιστικής κόπωσης, με αρνητικές συνέπειες στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, και
- τις επιπτώσεις ενδεχόμενων φυσικών καταστροφών που συνδέονται με την κλιματική κρίση.