Εντείνεται η πίεση των ξενοδόχων για την λήψη περαιτέρω μέτρων, για την περιστολή του κλάδου των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, που κατηγορούνται πλέον για επιβάρυνση των γειτονιών, όπου λειτουργούν, πέραν ασφαλώς των υψηλών ενοικίων.
Σε σχετική μελέτη της Grant Thornton, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, σε πανελλαδικό επίπεδο, επισημαίνεται ότι πλέον, ο αριθμός των κλινών που διατίθενται στο κέντρο της Αθήνας, μέσω καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, αγγίζει τις 63,2 χιλιάδες, έναντι 34,95 χιλιάδων κλινών μέσω ξενοδοχείων, ενώ στο σύνολο της Αττικής προσφέρονται 1,68 φορές περισσότερες κλίνες (114.000 κλίνες έναντι 67,8 χιλιάδων των ξενοδοχείων).
Σε πανελλαδικό επίπεδο, η εικόνα είναι πιο ισοσκελισμένη, αλλά και πάλι ενδεικτική της εκρηκτικής ανάπτυξης των βραχυχρόνιων μισθώσεων τα τελευταία χρόνια, λόγω και της αντίστοιχα υψηλής ζήτησης. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει με βάση σχετική, επικαιροποιημένη μελέτη της Grant Thornton, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, σε πανελλαδικό επίπεδο, οι ξενοδοχειακές κλίνες ανέρχονται σε 886,1 χιλιάδες, έχοντας αυξηθεί κατά 3,5% από το 2019. Αντιθέτως, την ίδια περίοδο, οι κλίνες της οικονομίας διαμοιρασμού αυξήθηκαν κατά 100%, φτάνοντας το 2023 τις 857,7 χιλιάδες. Ασφαλώς, στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι βραχυχρόνιες μισθώσεις αποτελούν ένα νέο τουριστικό προϊόν, που μόλις τώρα έχει αρχίσει να εισέρχεται σε περίοδο ωρίμανσης κι επομένως, ως ένα βαθμό, η μεγάλη αυτή αύξηση θα πρέπει να θεωρείται φυσιολογική, συγκριτικά με τον ξενοδοχειακό τομέα.
Με βάση τα στοιχεία της μελέτης, το 2023, τα ακίνητα που λειτουργούσαν ως καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης ανήλθαν σε 193.000, από 172,5 χιλιάδες το 2022 και 117,3 χιλιάδες το 2019. Αντίστοιχα, οι διανυκτερεύσεις ανήλθαν σε 104,7 εκατ. έναντι 38,5 εκατ. το 2019, έχοντας σημειώσει μέση ετήσια αύξηση κατά 28,3%. Την ίδια περίοδο, οι διανυκτερεύσεις σε ξενοδοχεία διαμορφώθηκαν σε 114,6 χιλιάδες, από 111,3 χιλιάδες το 2019. Έτσι, οι συνολικές διανυκτερεύσεις (μαζί και με τα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα και τις εξοχικές κατοικίες), διαμορφώθηκαν το 2023, σε 297 εκατ. από 253,3 εκατ. το 2019. Υπό το πρίσμα αυτό, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι, χωρίς την άνοδο των βραχυχρόνιων μισθώσεων, που πολλές φορές απευθύνονται και σε ένα διαφορετικό κοινό από εκείνο των ξενοδοχείων, το ελληνικό τουριστικό προϊόν, πιθανώς να είχε μείνει στάσιμο τα τελευταία χρόνια, χωρίς να καταγράφεται αύξηση αφίξεων κι επισκέψεων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα στοιχεία που παρουσιάζονται στη μελέτη, με βάση τα οποία από το 2019 μέχρι και το 2023,στο δήμο της Αθήνας (ενδεικτικές περιοχές), λειτουργούν 6.584 καταλύματα, καταγράφοντας μέση ετήσια αύξηση κατά 10,1%, από το 2019. Η μέση ετήσια άνοδος του αριθμού των καταλυμάτων στην υπόλοιπη χώρα (επίσης ενδεικτικές περιοχές) ανέρχεται σε 29,7% και 23.167 καταλύματα, από 8.185.
Όσον αφορά την συσχέτιση με τηναύξηση των ενοικίων μακροχρόνιων μισθώσεων, δεν είναι εύκολο να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Για παράδειγμα, στην Καλλιθέα, έναν δήμο υψηλής ζήτησης για μακροχρόνιες ενοικιάσεις, ο αριθμός των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης καταγράφει άνοδο κατά 7% την περίοδο 2019-2023, από 1.219 σε 1.600 ακίνητα. Το ίδιο διάστημα, η αύξηση των ενοικίων δεν ξεπερνά το 0,8% σε 11,1 ευρώ/τ.μ. από 10,8 ευρώ/τ.μ. Στο σημείο αυτό, η μελέτη της Grant Thornton σπεύδει να τονίσει ότι η μέση τιμή σε ένα κατάλυμα βραχυχρόνιας μίσθωσης στην Καλλιθέα, είναι σχεδόν τριπλάσια σε σχέση με ένα τυπικό ακίνητο μακροχρόνιας μίσθωσης, καθώς στην πρώτη περίπτωση το κόστος ανέρχεται σε 32,4 ευρώ/τ.μ./μήνα και στην δεύτερη σε 11,1 ευρώ/τ.μ. Ωστόσο, πρόκειται για μια σύγκριση μεταξύ δύο διαφορετικών προϊόντων, καθώς στην περίπτωση της βραχυχρόνιας μίσθωσης, ο ιδιοκτήτης/διαχειριστής προσφέρει ένα επιπλωμένο και εξοπλισμένο διαμέρισμα, συνήθως πλήρως ανακαινισμένο, που επιπλέον τον επιβαρύνει και με κοινόχρηστες δαπάνες, όπως επίσης και με όλους τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας (νερό, ηλεκτρ. ρεύμα, πρόσβαση στο Διαδίκτυο κτλ.).
Αντίστοιχα, στο Κουκάκι, η μέση τιμή διαμορφώνεται σε 47,7 ευρώ/τ.μ., έναντι 10 ευρώ/τ.μ., κάτι που εξηγεί βέβαια και την προτίμηση πολλών ιδιοκτητών στην βραχυχρόνια μίσθωση, στο συγκεκριμένο σημείο. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι ξεκάθαρο από την μελέτη, αν λαμβάνεται υπόψη και το ποσοστό πληρότητας, που ασφαλώς επηρεάζει το τελικό νούμερο.
Υπενθυμίζεται ότι στην επικείμενη ΔΕΘ, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, πρόκειται να ανακοινώσει μια δέσμη μέτρων για τη στεγαστική πολιτικής της κυβέρνησης. Σε αυτά θα περιλαμβάνονται και ρυθμίσεις για την βραχυχρόνια μίσθωση, χωρίς μέχρι στιγμής, να έχει ξεκαθαρίσει το τι ακριβώς λύσεις θα προκριθούν, ώστε να ενισχυθεί το απόθεμα διαθέσιμων κατοικιών για μακροχρόνια μίσθωση.
Capital.gr
Πηγή: philenews.com