H υλική ευημερία των νοικοκυριών διαφέρει σημαντικά μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυτό έχει ως αποτέλεσμα το επίπεδο της πραγματικής ατομικής κατανάλωσης σε ορισμένες χώρες να είναι αισθητά πάνω ή αισθητά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Έκθεση που δημοσίευσε η Eurostat με τίτλο «Household material welfare varies widely in the EU», αφορά στοιχεία του 2023 και δείχνει ότι τα τελευταία τρία χρόνια, η πραγματική ατομική κατανάλωση (Actual individual consumption (AIC) που εκφράζεται σε πρότυπα αγοραστικής δύναμης έχει αλλάξει στις περισσότερες χώρες της ΕΕ.
Ουσιαστικά, όμως, τα στοιχεία δείχνουν τις μεγάλες ανισότητες που υπάρχουν στην ΕΕ ως προς την πραγματική ατομική κατανάλωση. Για να γίνει πιο κατανοητό, η πραγματική ατομική κατανάλωση (AIC) θεωρείται μέτρο της υλικής ευημερίας και αναφέρεται σε όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες που καταναλώνονται πράγματι από τα νοικοκυριά. Περιλαμβάνει καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες που αγοράζονται απευθείας από νοικοκυριά, καθώς και υπηρεσίες που παρέχονται από μη κερδοσκοπικά ιδρύματα και την Κυβέρνηση για ατομική κατανάλωση (π.χ. υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης).
Σε διεθνείς συγκρίσεις, ο όρος προτιμάται συνήθως έναντι της στενότερης έννοιας της οικιακής κατανάλωσης.
Μεταξύ 2021 και 2023, το επίπεδο του δείκτη αυξήθηκε σε 15 χώρες της ΕΕ, κυρίως στην Ιρλανδία (99% σε σύγκριση με 91% το 2021), την Κύπρο (100% έναντι 94% το 2021) και τη Μάλτα (90% έναντι 85%).
Εννέα χώρες κατέγραψαν κατά κεφαλήν AIC πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ των «27» (100%). Το Λουξεμβούργο (136%) κατέγραψε το υψηλότερο επίπεδο με 36% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ και ακολούθησαν η Ολλανδία (119%) και η Γερμανία (119%).
Τα χαμηλότερα επίπεδα κατά κεφαλήν πραγματικής ατομικής κατανάλωσης καταγράφηκαν στην Ουγγαρία (70%) και τη Βουλγαρία (70%), και οι δύο χώρες 30% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ), ενώ η Λετονία (26% κάτω).
Τα χαμηλότερα επίπεδα κατά κεφαλήν πραγματικής ατομικής κατανάλωσης καταγράφηκαν στην Ουγγαρία και τη Βουλγαρία (και οι δύο 30% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ) και στη Λετονία (74%). Αντίθετα, τα επίπεδο του δείκτη AIC μειώθηκε σε 11 χώρες της ΕΕ. Οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφηκαν στη Δανία (108% το 2023 έναντι 122% το 20212), τη Σουηδία (106% έναντι 112%), τη Λιθουανία (88% έναντι 93%) και την Τσεχία (81% έναντι 86%).
Κατά κεφαλή ΑΕΠ
Οι διαφορές τού κατά κεφαλήν ΑΕΠ στα κράτη μέλη της ΕΕ είναι αρκετά μεγάλες ενώ ο μέσος όρος στην Ευρώπη των «27» είναι 100%. Το Λουξεμβούργο είχε το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των 36 χωρών που περιλαμβάνονται σε αυτή τη σύγκριση. Συγκεκριμένα, το 2023 ήταν πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (σχεδόν 2,4 φορές).
Το ακαθάριστο κατά κεφαλή ΑΕΠ στο Λουξεμβούργο ήταν 237% και αυτό εξηγείται εν μέρει από το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός αλλοδαπών κατοίκων απασχολείται στη χώρα και συνεπώς συμβάλλει στο ΑΕΠ της χώρας.
Το δεύτερο υψηλό επίπεδο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ιρλανδία (213%) μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από την παρουσία μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, αναφέρει η Eurostat. Το Βέλγιο (118%), η Γερμανία (116%), η Σουηδία (114%), η Μάλτα (107%) και η Φινλανδία (105%) ήταν από τις χώρες της ΕΕ με κατά κεφαλήν ΑΕΠ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Η Γαλλία (99%), η Ιταλία (98%), η Κύπρος (97%), η Σλοβενία (92%) η Ισπανία (91%) και η Τσεχία (90%) είχαν επίπεδο κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάτω του 10% από τον μέσο όρο της ΕΕ. Η Λιθουανία (87%), η Πορτογαλία (81%) και η Εσθονία (80%) είχαν κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ 10% και 20% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ρουμανίας (78%), της Πολωνίας (77%), της Ουγγαρίας (77%), της Κροατίας (76%), της Σλοβακίας (70%) και της Λετονίας (70%) ήταν λιγότερο από 30% κάτω από τον μέσο όρο. Η Ελλάδα (69%) και η Βουλγαρία (64%) είχαν κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάτω του 40% από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Eπίπεδα τιμών στην Ευρώπη
Σύμφωνα με την έκθεση της Eurostat, το Λουξεμβούργο είχε το υψηλότερο επίπεδο τιμών μεταξύ των χωρών της ΕΕ, 51% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. H Δανία, η Ιρλανδία, η Φινλανδία, η Σουηδία και η Ολλανδία είχαν επίπεδα τιμών άνω του 20% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Το Βέλγιο, η Αυστρία, η Γαλλία και η Γερμανία είναι από τις χώρες με επίπεδα τιμών πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Η Ιταλία, η Εσθονία, η Κύπρος, η Μάλτα και η Ισπανία είχαν επίπεδο τιμών λιγότερο από 10% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ακολουθούμενες από τη Σλοβενία, την Πορτογαλία, την Τσεχία, την Ελλάδα και τη Σλοβακία με λιγότερο από 20% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η Λιθουανία, η Λετονία και η Κροατία είχαν επίπεδο τιμών λιγότερο από 30% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ακολουθούμενες από την Ουγγαρία και την Πολωνία με επίπεδα τιμών κάτω του 40% κάτω από αυτόν τον μέσο όρο.
Γενική εικόνα της οικονομίας
Η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία κυκλοφόρησε την προηγούμενη εβδομάδα και τους βραχυπρόθεσμους δείκτες που καλύπτουν διάφορους τομείς, όπως η οικονομία, το περιβάλλον, οι επιχειρήσεις, η υγεία και η εργασία.
Το τρίτο τρίμηνο του 2024, η οικονομία της ΕΕ παρέμεινε σε σταθερή αναπτυξιακή πορεία, με το ΑΕΠ να διατηρεί μια μέτρια επέκταση, η ανεργία να βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό και η απασχόληση να συνεχίζει να αυξάνεται.
Εξετάζοντας τους μηνιαίους επιχειρηματικούς δείκτες, η βιομηχανική παραγωγή τον Οκτώβριο συνέχισε τις μηνιαίες διακυμάνσεις και αυξήθηκε ελαφρά, ενώ η παραγωγή του Σεπτεμβρίου στις υπηρεσίες και το λιανικό εμπόριο τον Οκτώβριο παρουσίασαν σημάδια πτώσης.
Το οικονομικό κλίμα της ΕΕ ήταν σε γενικές γραμμές σταθερό τον Νοέμβριο και παρέμεινε σε παρόμοιο επίπεδο από τον Σεπτέμβριο του 2023.
Πηγή: philenews.com