Πρόεδρος Δημοσιονομικού Συμβουλίου
Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην έντυπη ειδική έκδοση «2025: Έτος Προκλήσεων και Ευκαιριών», η οποία περιλαμβάνει σημαντικές επώνυμες απόψεις και κυκλοφόρησε με τον «Φιλελεύθερου» την Κυριακή 12/1. Δείτε εδώ όλα τα άρθρα σε ηλεκτρονική μορφή
Μια από τις πιο δύσκολες ασκήσεις για τον Δεκέμβριο του 2024, είναι να καταγράψει κανείς τις εκτιμήσεις για το επόμενο έτος, χωρίς να χρησιμοποιήσει λέξεις όπως «αβεβαιότητα». Οι πολλαπλές, πλέον, κρίσεις -γεωπολιτική, κλιματική, εμπορική, τεχνολογική, κοινωνική- βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, σε βαθμό όπου η όποια εκτίμηση ολίγον θα αποκλίνει από ένα «διάβασμα του καφέ».
Το μεγάλο ερώτημα, κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν είναι τόσο να καταγράψουμε τις αβεβαιότητες που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε το νέο έτος, αλλά να εξετάσουμε, κατά το δυνατόν, τί γνωρίζουμε για το 2025. Και, παρόλο ότι δεν είμαστε σε θέση να καταγράψουμε τις εξελίξεις που θα μας βρουν τον νέο χρόνο, μπορούμε να καταγράψουμε τα σημεία πίεσης και τις τάσεις που διαμορφώνονται.
Καταρχάς είναι σαφές πως η Ευρώπη θα συνεχίσει την αργή, οδυνηρή της υποχώρηση, όχι μόνο γεωπολιτικά, αλλά και οικονομικά, με την πολιτική και οικονομική εικόνα στις ατμομηχανές της ηπείρου μας -Γαλλία και Γερμανία- να είναι μόνο οι πιο ορατές από τις δυσκολίες και δυστοκίες που έχουμε μπροστά μας. Οι πιέσεις και η διαδικασία εξεύρεσης των σημείων ισορροπίας θα συνεχιστούν, από τις Βαλτικές χώρες μέχρι την Πορτογαλία. Η αντίδραση της Ευρώπης στην φθίνουσα οικονομική της δυναμική, ίσως με μια νέα προσπάθεια στο μοντέλο του Σχεδίου Ανθεκτικότητας και Ανάπτυξης (το οποίο δεν επέφερε, ούτε την ανθεκτικότητα, ούτε την ανάπτυξη που υποσχέθηκε, λόγω της χαλαρότητας που χαρακτηρίζει την υλοποίησή του), θα κρίνουν την πορεία των επόμενων ετών.
Το πρώτο σημείο αγωνίας και για την Κύπρο, θα είναι, επομένως, η αντίδραση της ΕΕ στο γεγονός ότι συνεχίζει να υποχωρεί ως οικονομία στη διεθνή σκηνή. Δεν είναι δυνατόν η Κύπρος να συνεχίσει να πετυχαίνει τους ρυθμούς ανάπτυξης του 2024 (και μάλλον του 2025) αν η γενικευμένη (πολιτική και οικονομική) αναιμία της Ευρώπης παραμείνει στη σημερινή της, μάλλον καταθλιπτική, τροχιά.
Τα καλά γνωστά πλέον σύννεφα στον εμπορικό ορίζοντα, με τον προστατευτισμό να βρίσκει νέες πνοές μετά την αλλαγή κυβέρνησης στις ΗΠΑ, αλλά και με την ένταση μεταξύ της δύσης και της Κίνας να συνεχίζεται, θα αποτελέσουν επίσης ένα θέμα που θα πρέπει να παρακολουθήσει στενά η Κύπρος. Η κατάσταση εμπεριέχει σοβαρότατους κινδύνους για μια μικρή ανοικτή οικονομία. Ωστόσο, η ευκαιρία να αξιοποιήσουμε προσωρινές περιστάσεις, με τον Ουκρανικό, Ισραηλινό, ακόμα και Λιβανικό παράγοντα να αποτελούν άσους τους οποίους είμαστε υποχρεωμένοι να αξιοποιήσουμε, αν θέλουμε να παραμείνουμε σε τροχιά ευρωστίας, ως οικονομία αλλά και ως κοινωνία.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι εισηγήσεις είναι καλά γνωστές, περιλαμβανομένης και της ανάγκης να συλλέξουμε με μεγαλύτερη σοβαρότητα στοιχεία για την εδώ παρουσία ξένων επιχειρήσεων, ούτως ώστε να διαφανούν με σαφήνεια οι επιλογές πολιτικής που ανοίγονται για την Κύπρο. Ταυτόχρονα, η «ενσωμάτωση», μια παλιά ατζέντα, η οποία έχει ξεχαστεί πλήρως τα τελευταία χρόνια όταν συζητάμε το μεταναστευτικό, θα αποτελέσει, αν όχι την αιχμή, σίγουρα την λαβή του δόρατος για πολλά μέτωπα στην οικονομία και την κοινωνία: την κοινωνική απορρόφηση, τη βελτίωση της αγοράς εργασίας, τη διάχυση τεχνολογίας και τεχνογνωσίας, τις ξένες επενδύσεις ακόμα και τη μείωση του εμπορικού μας ελλείμματος το οποίο αποτελεί σοβαρή σοβούσα πίεση για την οικονομία.
Μπορούμε επίσης να αισθανόμαστε ασφάλεια στην εκτίμηση ότι οι κοινωνικές πιέσεις θα συνεχιστούν. Μια σειρά από αναταραχές έχουν επηρεάσει την οικονομία τα τελευταία 12 χρόνια. Και, νομοτελειακά, οι αποκλίσεις από την φυσιολογία της οικονομίας, επιδεινώνουν την ανισότητα. Ιδίως μετά και το τελευταίο πληθωριστικό επεισόδιο, η απόκλιση μεταξύ των «μικρών» (οικονομικά) και των «μεγάλων» έχει μεγαλώσει, τόσο για τα νοικοκυριά και τους πολίτες, όσο και για τις επιχειρήσεις, όπου οι μικρομεσαίες συνεχίζουν να αποτελούν τον όγκο της οικονομίας, αλλά συνεχίζουν ταυτόχρονα να χάνουν ατμό από τις μηχανές τους.
Την ίδια ώρα, έχουμε μπροστά μας ένα συνδυασμό δύο δεδομένων, ένα θετικό και ένα αρνητικό, τα οποία, μαζί, δημιουργούν σοβαρές ευκαιρίες. Από την μια, η ψηφιακή εικόνα της κρατικής μηχανής είναι τέτοια, που εμπνέει θλίψη. Από την άλλη, η δημοσιονομική εικόνα παραμένει υγιής, με τα πλεονάσματα να διατηρούνται και το χρέος να μειώνεται και να απομακρύνει, έτσι, τον κίνδυνο αυξημένου κόστους εξυπηρέτησής του και την όποια δυστοκία στην χρηματοδότηση αναγκών.
Έχουμε, έτσι, πολλά «ώριμα φρούτα» στα χαμηλά κλωνιά της δημόσιας λειτουργίας της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να μπορεί να αναληφθεί η απαραίτητη δαπάνη για να σημειωθεί απότομη πρόοδος. Το γεγονός ότι έχουμε «κόψει πολύ, πολύ, πίσω» στην ψηφιακή αναβάθμιση της Δημοκρατίας (με εξαίρεση τα σημεία επαφής του πολίτη με το κράτος), μας προκαλεί αγωνίες. Μας δίνει, όμως, και την ευκαιρία για πραγματικά άλματα στην αποδοτικότητα της κρατικής μηχανής και την ευκαιρία, μέσα στο 2025, αρχίσουμε να απαντάμε με τρόπο συγκεκριμένο, μεγάλα ερωτήματα, όπως είναι, για παράδειγμα: «Πώς μπορούμε να φροντίσουμε ούτως ώστε οι κοινωνικές δαπάνες να έχουν και κοινωνικό αντίκρισμα για τους λήπτες;», «Πώς μπορούμε να εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες που δημιουργούνται από την δυνητική διάχυση τεχνολογίας από τις ξένες επιχειρήσεις στην Κύπρο;», «Πώς μπορούμε να προστατέψουμε την κοινωνία από την κλιματική κρίση η οποία αποτελεί μέγα κίνδυνο για τα επόμενα χρόνια;». Οι απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα μπορούν να αρχίσουν να εντοπίζονται, κι αν γίνει κάτι τέτοιο, τότε μπορεί το 2025 να αποτελέσει το σημείο καμπής για τόνωση των επόμενων ετών και τη μετατροπή κινδύνων σε ευκαιρίες.
Πηγή: philenews.com