Άδική είναι η επιπλέον φορολόγηση των κυπριακών τραπεζών όπως αυτή περιγράφεται από την πρόταση νόμου του ΑΚΕΛ αναφέρει ο Σύνδεσμος Τραπεζών σε σημείωμα που κατέθεσε στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής , σημειώνοντας παράλληλα πως οι κυπριακές τράπεζες επιβαρύνονται με δύο φορολογίες (επί των κερδών και επί των συνολικών καταθέσεων). Τα τελευταία επτά χρόνια (2017-2023) οι τράπεζες κατέβαλαν συνολικά φόρο εισοδήματος, ειδικό φόρο και ΦΠΑ πέραν των €708εκατ.
Συγκεκριμένα ο Σύνδεσμος Τραπεζών αναφέρει πως θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τα προηγούμενα δέκα χρόνια (2013-2023) το τραπεζικό σύστημα διήλθε μια έντονη περίοδο αστάθειας και σημαντικής συρρίκνωσης όπου οι τράπεζες κατέγραψαν ζημιές εκατοντάδων εκατομμυρίων λόγω μη-εξυπηρετούμενων δανείων, υποχρεώσεων για δημιουργία προβλέψεων για κάλυψη ζημιών αλλά και σημαντικές διαγραφές υπολοίπων δανείων. Επιπλέον, οι νέοι μέτοχοι των τραπεζών χρειάστηκε να προβούν σε διαδοχικές κεφαλαιακές ενισχύσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ ώστε να στηρίξουν το τραπεζικό σύστημα.
Σημειώνοντας ότι η πρόσφατη αύξηση των εσόδων των τραπεζών δεν είναι απόλυτα απροσδόκητη αλλά οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στις αποφάσεις, τις ενέργειες και τους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς των διοικήσεων των τραπεζών και πως ότι ήδη οι κυπριακές τράπεζες επιβαρύνονται με δύο φορολογίες (επί των κερδών και επί των συνολικών καταθέσεων) και επομένως μια επιπρόσθετη τρίτη φορολογία θα αποτελούσε πολύ αρνητική εξέλιξη.
Λόγω των γεωπολιτικό γεγονότων και της αστάθειας ενδείκνυται οι τράπεζες να ενισχύσουν περαιτέρω τα πρωτοβάθμια κεφάλαια τους δια μέσου της κερδοφορίας και να θωρακίσουν την ανθεκτικότητα και σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος ώστε να είναι σε θέση να απορροφήσουν όποιες πιθανές μελλοντικές ζημιές.
Παράλληλα αναφέρει ότι τα αρνητικά και τα μηδενικά επιτόκια δεν αποτελούν και δεν αντικατοπτρίζουν την κανονικότητα αλλά ακριβώς το αντίθετο. Μετά από μια παρατεταμένη περίοδο πολύ χαμηλών και μηδενικών επιτοκίων καταγράφηκε μια αυξητική τάση που μεσοπρόθεσμα θα οδηγήσει τα επιτόκια σε μια κατάσταση κανονικότητας.
Σχέδια στήριξης δανειοληπτών από τις τράπεζες και την κυβέρνηση
Κυβερνητικά σχέδια
– Σχέδιο επιδότησης επιτοκίου στεγαστικών δανείων πρώτης κατοικίας (2020-2021) για επιδότηση του επιτοκίου για τέσσερα χρόνια.
– Σχέδιο επιδότησης επιτοκίου νέων επιχειρηματικών δανείων (2020-2021).
– Αναμένεται τις επόμενες εβδομάδες να τεθεί σε εφαρμογή το νέο σχέδιο επιδότησης επιτοκίου στεγαστικών δανείων πρώτης κατοικίας.
– Σχέδιο Ενοίκιο έναντι Δόσης.
Σχέδια τραπεζών
– Υλοποιήθηκαν σχέδια για απορρόφηση μέρους της αύξησης των επιτοκίων του Ευρώ. Τα σχέδια αυτά αφορούν συγκεκριμένη περίοδο και περιλαμβάνουν είτε το κλείδωμα του επιτοκίου αναφοράς (Euribor) σε μια προγενέστερη ημερομηνία (με επιπλέον μείωση κάποιων μονάδων βάσης), είτε την επιστροφή σε μετρητά μέρους της αύξησης των επιτοκίων, είτε την επιστροφή σε βαθμούς ανταμοιβής της αύξησης των επιτοκίων.
– Περεταίρω, μεταξύ 2022–2023, οι τράπεζες έχουν προβεί σε αναδιαρθρώσεις και επαναδιαπραγμάτευση όρων μεγάλου αριθμού δανείων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ύψους €4,5δισ. Από αυτά, υπολογίζεται ότι τα €3.5δισ. αφορούν επανατιμολόγιση δανείων, όπου οι τράπεζες έχουν απορροφήσει μέρος της αύξησης των επιτοκίων, με συνολικό όφελος προς τους δανειολήπτες που ξεπερνά τα €35εκ. τον χρόνο σε χαμηλότερους τόκους.
– Σημειώνουμε ότι οι τράπεζες προβαίνουν σε ουσιαστική χρηματοδότηση της οικονομίας δια της παροχής δανείων προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Τα έτη 2021-2023 έχουν χρηματοδοτήσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις με καθαρά νέα δάνεια πέραν των €6.2δις ενώ μόνο τους πρώτους 8 μήνες του 2024 τα νέα δάνεια ανήλθαν σε €2.3δις. επιπλέον, οι κυπριακές τράπεζες αποτελούν και το μεγαλύτερο πιστωτή του κυπριακού δημοσίου
Τα ποσά που φορολογούνται
Η πάγια και διαχρονική θέση του Συνδέσμου σημειώνουν ότι είναι όπως τα έσοδα από την επιβολή του ειδικού φόρου, ή μέρος αυτών των εσόδων, μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το κράτος προς στήριξη ευάλωτων νοικοκυριών ως μέρος μιας στοχευμένης κοινωνικής πολιτικής.
Τα ΑΠΙ πέραν της καταβολής φορολογίας επί των κερδών καταβάλλουν επιπλέον τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια και ειδικό φόρο επί των καταθέσεων. Ο φόρος αυτός επιβλήθηκε το 2011 και αρχικά θα ίσχυε για δυο χρόνια αλλά ισχύει μέχρι σήμερα.
Τα τελευταία επτά χρόνια (2017-2023) οι τράπεζες κατέβαλαν συνολικά φόρο εισοδήματος, ειδικό φόρο και ΦΠΑ πέραν των €708εκ. Την ίδια περίοδο ο συνολικός ειδικός φόρος επί των καταθέσεων που καταβλήθηκε ξεπέρασε τα €395εκ.
Η γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)
Στο παρελθόν η ΕΚΤ έχει εκφραστεί αρνητικά στις προθέσεις κάποιων μεμονωμένων κρατών της ευρωζώνης να επιβάλουν επιπρόσθετη φορολογία στις τράπεζες (windfall tax). Η ΕΚΤ θεωρεί ότι η κερδοφορία των τραπεζών διαδραματίζει κομβικό ρόλο στη φερεγγυότητα του τραπεζικού τομέα αφενός διότι επιτρέπει την οργανική δημιουργία κεφαλαίων και αφετέρου γιατί προσελκύει επενδυτές σε περίπτωση που προκύψει ανάγκη αύξησης κεφαλαίου.
Η ΕΚΤ ασκεί νομισματική πολιτική με μελλοντικό ορίζοντα. Προβαίνει σε αύξηση των επιτοκίων του ευρώ στοχεύοντας να περιορίσει στο επόμενο διάστημα τη ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης και της ζήτησης νέου δανεισμού, ούτως ώστε να μειώσει ή να σταθεροποιήσει τον πληθωρισμό.
Στην περίπτωση της Κύπρου υπάρχει μια ιδιαιτερότητα, ειδικά στην κατηγορία των στεγαστικών δανείων. Στις πλείστες ευρωπαϊκές χώρες οι δανειολήπτες επιλέγουν στεγαστικά δάνεια με σταθερό επιτόκιο. Στην Κύπρο η συντριπτική πλειοψηφία των στεγαστικών δανείων φέρουν κυμαινόμενο επιτόκιο εκ των οποίων περίπου τα 2/3 τιμολογούνται με βάσει το Euribor ή το βασικό επιτόκιο του ευρώ και το 1/3 με το βασικό επιτόκιο της τράπεζας. Ως αποτέλεσμα, οι δανειολήπτες επηρεάζονται περισσότερο από την αύξηση των επιτοκίων του ευρώ, λόγω της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους δανειολήπτες στεγαστικών δανείων στην ευρωζώνη.
Επίσης, αναφέρει η επιστολή πως ενδείκνυται όπως πριν από τέτοιες νομοθετικές πρωτοβουλίες να διενεργείται μια άσκηση έκθεσης αντικτύπου σε ότι αφορά τις τράπεζες (μακροπρόθεσμη κερδοφορία, κεφαλαιακή επάρκεια, χορήγηση νέων δανείων, ρευστότητα), το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την οικονομία γενικότερα.
Υπάρχουν νομικά και άλλα θέματα
Σε κάποιες λίγες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως εκτός ευρωζώνης, όπου έχει επιβληθεί επιπλέον φορολόγηση των τραπεζών η νομοθετική πρωτοβουλία προήλθε από την εκάστοτε κυβέρνηση στη βάση προσδοκώμενων αναγκών και όχι από προτάσεις νόμου πολιτικών κομμάτων.
Σημειώνουν στην επιστολή πως η πρόταση νόμου στερείται οποιασδήποτε ανάλυσης αφού δεν προσδιορίζει αναλυτικά και αριθμητικά ούτε το «πρόβλημα» που επιζητεί να επιλύσει, ούτε τα αναμενόμενα έσοδα που επιζητεί να εισπράξει, ούτε τον τρόπο διάθεσης των οικονομικών κινήτρων ή χορηγιών αλλά ούτε και τα κριτήρια επιλεξιμότητας των δυνητικά δικαιούχων.
Ως εκ των πιο πάνω, είναι ξεκάθαρο ότι η πρόθεση της πρότασης νόμου είναι απλά να επιβαρύνει τον τραπεζικό τομέα με μια επιπρόσθετη φορολογία χωρίς να λαμβάνει υπόψη τον ευρύτερο αρνητικό αντίκτυπο τόσο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα όσο και στην οικονομία γενικότερα. Επίσης η πρόταση νόμου ορίζει ότι η φορολογία (5%) θα επιβληθεί τα έτη 2024 και 2025 επί της αύξησης των καθαρών εσόδων από τόκους σε σύγκριση με τα έσοδα του φορολογικού έτος 2022. Τονίζεται πως η προτεινόμενη επιπλέον φορολόγηση θα επιβάλλεται επί συγκεκριμένων εσόδων τα οποία θα φορολογηθούν στα πλαίσια του υπολογισμού της ετήσια φορολογίας επί των κερδών και αγνοώντας παντελώς την πιθανότητα τα έτη 2024 και 2025 η τράπεζα είτε να παρουσιάσει ζημιές είτε σημαντική μείωση κερδοφορίας.
Επίσης σημειώνουν ότι εντοπίζουν και σοβαρά θέματα ασυμβατότητας με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις πρόνοιες της Πρότασης Νόμου. Παραθέτουν πιο κάτω εκ πρώτης όψεως κάποια από τα συνταγματικά θέματα που έχουν εντοπιστεί:
α) Αναδρομικότητα: H Πρόταση Νόμου καθίσταται αντισυνταγματική αφού θα επιβληθούν νέες υποχρεώσεις για τα Πιστωτικά Ιδρύματα για το φορολογικό έτος 2024 που ήδη διανύεται από το 01/01/2024 και ως εκ τούτου αποτελεί αναδρομική φορολογία.
β) Παραβίαση της Αρχής της Ισότητας: Εντοπίζεται άνιση μεταχείριση μεταξύ τραπεζών και των άλλων επιχειρήσεων αφού οι άλλες επιχειρήσεις φορολογούνται στη βάση της κερδοφορίας τους και της φοροδοτικής τους ικανότητας ενώ, κατά παράβαση του άρθρου 24.1 του Συντάγματος, οι τράπεζες δεν φορολογούνται με τον ίδιο τρόπο στην Πρόταση Νόμου (ολιστική φορολόγηση των εσόδων από τόκους χωρίς να εξετάζεται η κερδοφορία).
γ) Παραβίαση του άρθρου 80 (2) του Συντάγματος και Παραβίαση της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών: Oι πρόνοιες της Πρότασης Νόμου προβλέπουν άμεσα ή έμμεσα αύξηση των δαπανών του κράτους [άρθρο 5 (2)(γ)] από το νομοθετικό σώμα καθιστώντας τον Νόμο αντισυνταγματικό.
Τέλος σημειώνουν πως παραβιάζεται ηΑρχή Διάκρισης Εξουσιών αφού η γενικότερη διαχείριση των οικονομικών του Κράτους εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας.
Πηγή: philenews.com