Οι συγκρίσεις, για να έχουν νόημα και να οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα, θα πρέπει να γίνονται μεταξύ όμοιων πραγμάτων κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Η σύγκριση τιμών στα ράφια των ελληνικών σουπερμάρμετ με εκείνες άλλων ευρωπαϊκών, μπορεί να δείχνει ότι στην Ελλάδα είμαστε ακριβότεροι, αλλά δεν δείχνει τις αιτίες. Για να φέρουμε τα προϊόντα σε συγκρίσιμη βάση, θα πρέπει να κάνουμε πολλές προσαρμογές.
Πρώτον, θα πρέπει να κάνουμε αναγωγή του κόστους λειτουργίας των σουπερμάρκετ ανά τετραγωνικό μέτρο. Φαίνεται σαν λεπτομέρεια, αλλά δεν είναι. Τα ελληνικά σουπερμάρκετ έχουν υψηλότερο μέσο κόστος λειτουργίας, μέρος του οποίου οφείλεται στις ακριβότερες εγκαταστάσεις και στον μικρότερο βαθμό επένδυσης στην τεχνολογία και την αυτοματοποίηση.
Δεύτερον, το υψηλότερο εργατικό κόστος που προκύπτει από το μη μισθολογικό κόστος, δηλαδή από τις ασφαλιστικές εισφορές. Οχι από τον αριθμό του προσωπικού ή τους «υψηλούς» μισθούς.
Τρίτον, το ανάγλυφο της χώρας, σε συνδυασμό με τις υποδομές και τα logistics.
Τέταρτον, ο βαθμός συγκέντρωσης κάθε αγοράς, ως προς τους προμηθευτές, τον αριθμό λιανικών αλυσίδων και τον αριθμό των καταναλωτών.
Πέμπτον, το ύψος της άμεσης φορολογίας και άλλα που προσδιορίζουν την αγοραστική δύναμη, όπως το ύψος των εισοδημάτων και το γενικότερο κόστος ζωής.
Εκτον, η παραγωγικότητα, ως μοναδιαίο κόστος παραγωγής. Βρίσκουμε εισαγόμενα προϊόντα που είναι φθηνότερα από τα ελληνικά, ακόμα κι αν είναι μεσογειακά.
Ολα αυτά είναι παρατηρήσεις, ούτε καν διαπιστώσεις. Ωστόσο, μπορούν να κωδικοποιηθούν και να αναλυθούν από τους αρμόδιους, ώστε να βρεθούν οι ρίζες των προβλημάτων και να περιοριστεί ένας μεγάλος παράγοντας που διογκώνει τις τιμές στην Ελλάδα.