Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν μείωση στις καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων το δίμηνο Οκτώβριος – Νοέμβριος 2023 κατά 3 δισ. ευρώ. Χαρακτηριστικά είναι τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, τα οποία έδειξαν ότι ο μέσος Γερμανός κατάφερε να αποταμιεύσει 19,91%, σε αντίθεση με τον μέσο Ελληνα, που όχι μόνο δεν αποταμίευσε, αλλά ξόδεψε πέραν του μισθού (-4%). Σε κάθε 100 ευρώ εισοδήματος ο μέσος Ευρωπαίος ξόδεψε 87,30 ευρώ: Ο Γερμανός 81,09 ευρώ, ο Ολλανδός 81,56 ευρώ και ο κάτοικος του πριγκιπάτου του Λουξεμβούργου 81,86 ευρώ. Στον αντίποδα, ο μέσος Πολωνός ξόδεψε 100,08 ευρώ και ο μέσος Ελληνας 104 ευρώ – δηλαδή κάθε μήνα που περνά είτε ξοδεύουν από τα έτοιμα είτε δανείζονται.
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με έρευνα της Intrum, το 79% των πολιτών στην Ελλάδα δήλωσε ότι ξόδεψε λιγότερα την εορταστική περίοδο, ενώ για ορισμένους η πραγματικότητα ήταν ακόμη πιο σκληρή με την κλιμακούμενη τάση των καθυστερημένων πληρωμών. Η έρευνα δείχνει ότι 22% των καταναλωτών έχουν αποτύχει να πληρώσουν τουλάχιστον έναν λογαριασμό εγκαίρως τον τελευταίο χρόνο.
Ταυτόχρονα, ένας συνδυασμός αλόγιστης χρήσης συνδρομητικών υπηρεσιών, πληρωμών σε δόσεις και έντονου πληθωριστικού περιβάλλοντος έχει οδηγήσει σε δαπάνες που ξεπερνούν κατά πολύ το μηνιαίο εισόδημα. Σχεδόν 3 στους 10 καταναλωτές στην Ελλάδα δαπανούν περισσότερα από το μηνιαίο εισόδημά τους, με τη μέση υπερβάλλουσα δαπάνη να υπολογίζεται σε 275 ευρώ και τα χρήματα να προέρχονται είτε από αποταμιεύσεις είτε από κάρτες είτε από δανεικά. Το ποσοστό καταναλωτών που δαπανούν περισσότερα από το εισόδημά τους στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, με την πρωτιά να κατέχουν η Νορβηγία (33%) και η Ιρλανδία (32%). Ωστόσο, και στις δύο αυτές χώρες το ποσό της υπερβάλλουσας δαπάνης είναι πολύ χαμηλότερο σε σύγκριση με το μέσο μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα, της τάξης του 15% στη Νορβηγία (284 ευρώ) και 11% στην Ιρλανδία (184 ευρώ). Στην Ελλάδα είναι στο 51%.
Φόροι. Τέλος, στην επιβαρυντική αυτή εξίσωση μπορεί να προσθέσει κανείς και τα στοιχεία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦίΜ), σύμφωνα με τα οποία το προηγούμενο έτος οι Ελληνες χρειάστηκε να εργαστούν 177 ημέρες για να μπορούν να πληρώσουν τους φόρους και τις εισφορές τους στο κράτος.
Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας, αν συνυπολογιστεί το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης για το 2023, το οποίο αντιπροσωπεύει μελλοντικούς φόρους, οι ημέρες εργασίας για το κράτος το 2023 ήταν 187, δηλαδή 7 ημέρες λιγότερες σε σχέση με το 2022. Ωστόσο, παρά τη βελτίωση, η φορολογική επιβάρυνση των εισοδημάτων παραμένει υψηλή καθώς οι αποδοχές σχεδόν 6 μηνών πάνε για την πληρωμή φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.