“Καταφύγιο” στις τράπεζες του εξωτερικού αναζητούν οι Έλληνες καταθέτες, σε μία προσπάθεια να κερδίσουν υψηλότερες αποδόσεις σε σύγκριση με ταχαμηλά επιτόκια που προσφέρουν οι ελληνικές τράπεζες ή και πιο ευνοϊκούς όρους, έχοντας, παράλληλα, “ενδώσει” στο επιθετικό marketing των ψηφιακών τραπεζών.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), την τελευταία διετία τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν κατευθύνει σε τράπεζες της ευρωζώνης καταθέσεις, ύψους 7,2 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 4,7% των συνολικών καταθέσεων των νοικοκυριών στο τέλος του β’ τριμήνου του 2024 και πρόκειται για το τέταρτο μεγαλύτερο ποσοστό μετά την Κύπρο (9,5%), το Λουξεμβούργο (7,5%) και τη Μάλτα (6,9%).
Τα “σκήπτρα” των διασυνοριακών καταθέσεων κρατά η Γερμανία, με 52,9 δισ. ευρώ ή περισσότερο από το 1/3 αυτών και ακολουθούν η Γαλλία (15,9 δισ. ευρώ) και η Ολλανδία (15 δισ. ευρώ) (σ.σ. Γερμανία και Ολλανδία δε, ευθύνονται για το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης των διασυνοριακών καταθέσεων από τις αρχές του 2020), ενώ την πεντάδα συμπληρώνουν το Βέλγιο και η Ισπανία (12,4 δισ. ευρώ και 10,2 δισ. ευρώ αντίστοιχα). Τη χαμηλότερη θέση καταλαμβάνει η Εσθονία με εξερχόμενες καταθέσεις μόλις 275,6 εκατ. ευρώ, η Λιθουανία με 371,2 εκατ. ευρώ και η Φινλανδία με 504 εκατ. ευρώ.
“Ένα από τα πλεονεκτήματα της νομισματικής ένωσης είναι η πρόσβαση σε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ. Αυτό αποκτά περισσότερη βαρύτητα λόγω των υψηλότερων επιτοκίων στις καταθέσεις ή των πιο ευνοϊκών τραπεζικών προϊόντων. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, οι πολίτες σπάνια έχουν χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες που προσέφεραν οι ξένες εμπορικές τράπεζες. Το διασυνοριακό μερίδιο των συνολικών καταθέσεων σημείωσε ακόμη και πτωτική τάση μέχρι το 2005 και στη συνέχεια παρέμεινε στάσιμο σε σχετικά χαμηλό επίπεδο έως το 2014”, εξηγεί στο σχετικό άρθρο του ο Matthias Rumpf, σημειώνοντας, ωστόσο, πως πρόσφατα τα νοικοκυριά πραγματοποιούν ολοένα και περισσότερες διασυνοριακές καταθέσεις σε τράπεζες άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ.
Προς επίρρωση, τον περασμένο Αύγουστο τα νοικοκυριά της ζώνης του ευρώ είχαν συνολικά λογαριασμούς περίπου 151 δισ. ευρώ σε ευρωτράπεζες εκτός των χωρών τους, ποσοστό που αντιστοιχεί σε περίπου 1,6% του συνόλου των καταθέσεων. “Αν και το μερίδιο φαντάζει μικρό, εντούτοις αντιπροσωπεύει μία σημαντική αύξηση σε σχέση με το 1,2% ή 95 δισ. ευρώ στις αρχές του 2020”, τονίζει ο ίδιος, αποδίδοντας το γεγονός σε δύο παράγοντες: αφενός, στην αναζήτηση από πλευράς των νοικοκυριών καλύτερων συνθηκών για τις αποταμιεύσεις τους (σ.σ. ο ρυθμός αύξησης των διασυνοριακών καταθέσεων παρέμεινε ισχυρός κατά την περίοδο από τα μέσα του 2022 έως τον Σεπτέμβριο του 2023, όταν η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια) και αφετέρου, στο αυξημένο διασυνοριακό μάρκετινγκ από τις ψηφιακές τράπεζες.
Πράγματι, όπως έγραψε το Capital.gr, η χώρα μας εξακολουθεί να προσφέρει από τα χαμηλότερα επιτόκια καταθέσεων στην ΕΕ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύει η ΕΚΤ, τον περασμένο Αύγουστο τα μέσα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων έως ένα έτος διαμορφώθηκαν στη χώρα μας στο 1,88%, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι στο 2,98%.
Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι απορίας άξιον γιατί οι εγχώριες τράπεζες καταλαμβάνουν την τρίτη χαμηλότερη θέση (0,6%), όσον αφορά στην εισροή καταθέσεων από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μετά τη Σλοβακία (0,4%) και την Ιρλανδία (0,5%).
Πρώτο στην κατάταξη φιγουράρει το Λουξεμβούργο με ποσοστό εισροής καταθέσεων 37,3%, ενώ ακολουθούν η Εσθονία (20,2%), η Λιθουανία (15,5%) και η Μάλτα (10,4%). Η Κύπρος βρίσκεται στην έκτη θέση με εισερχόμενες καταθέσεις 4,5%. “Εξετάζοντας τα μερίδια των εισερχόμενων και εξερχόμενων καταθέσεων ανά χώρα αποκαλύπτονται περαιτέρω διαφορές. Για παράδειγμα, το Λουξεμβούργο, η Εσθονία και η Λιθουανία είδαν σημαντικά περισσότερες καταθέσεις από νοικοκυριά άλλων χωρών να εισέρχονται στις τράπεζές τους από ό,τι εγχώριες καταθέσεις που πηγαίνουν στο εξωτερικό. Στην περίπτωση της Κύπρου, της Ελλάδας και της Σλοβενίας, όμως, η κατάσταση είναι ακριβώς η αντίθετη”, επισημαίνει η ΕΚΤ.
Capital.gr
Πηγή: philenews.com